Ο πόνος είναι ένα μοναχικό συναίσθημα
Ο πόνος είναι ένα μοναχικό συναίσθημα… Σκεφτόταν και κοιτούσε το ταβάνι στο δωμάτιο της. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν και τι καιρό είχε. Δεν την πολύ ένοιαζε. Έμπαινε φως από τις γρίλιες, όποτε είχε επιτέλους ξημερώσει. Πάλι δεν κοιμήθηκε από τους πόνους. Κανείς δεν μπορούσε να την καταλάβει και ίσως ήταν και άδικο να περιμένει να την καταλάβουν. Ίσως γι αυτό ένιωθε τόση μοναξιά πολλές φορές. Ίσως γιατί πλέον ο πόνος ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς της. Ίσως γι’ αυτό γινόταν κυκλοθυμική, ίσως γι’ αυτό ήταν φορές που ήθελε απλά να αποσύρεται στο δικό της κόσμο.
Ήταν δύσκολη η καθημερινότητα μαζί της. Χρειαζόταν πολύ φροντίδα, χρειαζόταν να νιώθει ασφαλής, χρειαζόταν πολλές φορές να την καταλαβαίνουν χωρίς καν να μιλάει. Γιατί ήταν φορές που δεν έχει ούτε το κουράγιο να μιλήσει. Ήταν φορές που η εξάντληση, της έχει πάρει και το τελευταίο ψήγμα κουράγιου και αντοχής. Και θέλει μόνο να καταρρεύσει, να την καταπιεί βαθιά ένα στρώμα και να μη βγει ποτέ. Να βουλιάζει σε μια γαλήνη, σε ένα κόσμο πουπουλένιο, συννεφένιο, ανάλαφρο, που δε νιώθει το σώμα της, με το βάρος που σέρνει, με τους πόνους που υποφέρει. Έτσι το ένιωθε το σώμα της. Ένα κουρασμένο περιφερόμενο κουφάρι. Χωρίς ελπίδα πολλές φορές, ένιωθε την απελπισία να την κυριεύει. Κι όλοι περιμένουν με έναν τρόπο μαγικό ότι θα ξανασηκωθεί, ότι μπορεί, ότι οφείλει να το κάνει και διάολε όχι! Δεν μπορεί πάντοτε! Κουράστηκε, βαρέθηκε… Γι’ αυτό και ήταν λιγοστοί εκείνοι που είχε επιλέξει να έχει γύρω της ή που είχαν αντέξει να είναι. Ουσιαστικά όμως. Και αυτό είχε νόημα και αξία.
Με το ζόρι κατάφερε να σηκωθεί και να ανοίξει τα παντζούρια. Είχε καλή μέρα τελικά. Κοίταζε τη γλάστρα με τις μαργαρίτες που είχαν φυτρώσει. Είχε καιρό να ασχοληθεί με τα λουλούδια της. Ούτε πότισμα καλά- καλά. Ότι έπαιρναν από τη βροχή. Κι όμως τα κατάφερναν και ήταν ζωηρά και έβγαζαν καινούργια φύλλα και άνθιζαν. Είχαν βρει τρόπο να προσαρμοστούν και να ζήσουν κι ας τα είχε παραμελήσει. Βγήκε και τους έριξε λίγο λίπασμα και νεράκι αρκετό. Πήραν αμέσως τα πάνω τους. Ήταν ανθεκτικά. Λίγη φροντίδα και αγάπη ήθελαν. Όπως κι εκείνη τελικά.