Ο σαµαράς και τα γαϊδούρια
Παραμύθι της Μαριάννας Τσουκαλά – Κορωνάκη
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα κοντινό χωριό,
Ζούσε ένας σαµαράς, όµορφος, παλικαράς.
Μες στο σαµαράδικο σωρό ζούσαν τα γαϊδούρια,
όσο κι αν φαίνεται άδικο έτρωγαν µόνο αγγούρια.
Ήταν το λοιπόν που λέτε ένας σαµαράς τεµπέλης. Όλη την µέρα του την περνούσε στον καφενέ. Οι χωριανοί πήγαιναν τα γαϊδούρια τους να τους πάρει µέτρα για σαµάρια. Μα αυτός πού µυαλό; «∆εν έχω καιρό για αυτά», έλεγε και ξανά έλεγε. Πλενόταν, στολιζόταν και δρόµο για τον καφενέ. Ήρθε το χάνι του και γέννησε γαϊδούρια ξεσαµάρωτα. Το ένα δίπλα στο άλλο πεινασµένα και γεµάτα τσιµπούρια. Όλη µέρα και όλη νύχτα να γκαρίζουν. Τ’ άκουγε ο δάσκαλος του χωριού και µάθηµα δεν µπορούσε να κάνει. Τ’ άκουγαν και τα παιδιά και γκαρίζανε κι αυτά. Τ’ άκουγε κι ο παπάς την ώρα της λειτουργίας και οι πιστοί στην εκκλησία έσκαγαν στα γέλια. Ο σαµαράς το βιολί του, να πίνει τον καφέ του και να παίζει το µπεγλέρι του. Μαζεύτηκαν όλη στην πλατεία του χωριού και άρχισαν να φωνάζουν:
Να φύγει από το χωριό, δεν θέλουµε άλλον µορφονιό,
µας άφησε χωρίς γαϊδούρια
και αρχίσανε τα νταβαντούρια.
Ο σαµαράς τα ’χασε! ∆εν ήξερε κατά πούθε να κάµει. Τον πήραν όλοι στο κατόπι. Μπροστά ο µορφονιός, πίσω του όλο το χωριό.
– Βρε καλοί µου χωριανοί!
– Βρε χρυσοί µου άνθρωποι!
– Σταθείτε! Έλεγε και ξανά ελεγε ο σαµαράς.
Μα πού! Του κάκου! Οι χωρικοί δεν άκουγαν κουβέντα.
Έτσι, δρόµο πήραν κυνηγώντας τον, δρόµο άφησαν ξανά κυνηγώντας τον, ώσπου έφτασαν στο χάνι του.
Κάνει ένα πήδο αυτός να κρυφτεί µέσα, µα για κακή του τύχη πέφτει πάνω στα γαϊδούρια.
Αυτά άρχισαν να τον κλωτσούν!
Άλλο στα µούτρα, άλλο στην πλάτη, άλλο στα κωλιά του. Ήρθε και έπεσε κάτω µισολιπόθυµος ο σαµαράς, και έτσι όπως ήτανε ορκιζόταν πως ξεσαµάρωτο γαϊδούρι δεν πρόκειται να µατ’ αφήσει.
Έτσι κι έγινε. Έφτιαξε όλα τα σαµάρια, δεν άφησε κανένα γαϊδούρι παραπονεµένο.
Όσο για τον καφενέ; Πού καιρός για αυτά; Σαν ήθελε, ας τολµούσε.
Ήξερε τι τον περίµενε. Έτσι έζησε αυτός και τα γαϊδούρια καλά και εµείς καλύτερα.