«Ο τυφλός που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό» του Τ. Νίκκι – Οι άνθρωποι με αναπηρία και η «ειδική ανάγκη» της υπεροχής μας
«Ο τυφλός που δεν ήθελε να δει τον Τιτανικό» (Sokea mies, joka ei halunnut nähdä Titanicia / The blind man who did not want to see Titanic).
Σκηνοθεσία: Τέεμου Νίκκι.
Ηθοποιοί: Πέτρι Ποϊκολάινεν, Μαριάνα Μαϊγιάλα.
Φινλανδία, 2021.
Τα μάτια του Γιάακο ανοίγουν ακούγοντας την εργοστασιακή γυναικεία φωνή τού κινητού του, σαν να μην του επιτρέπει χρονοτριβή: “Καλημέρα μαρμότα. 9 η ώρα. Πάρε τα μυοχαλαρωτικά σου”. Με τη βοήθεια του χεριού μετακινεί το πόδι του πριν στηριχτεί σε μια μεταλλική κατασκευή δίπλα στο κρεβάτι ώστε να σηκωθεί. Ακολουθεί η πρωινή τηλεφωνική επικοινωνία με την Σίρπα: “Θα μπορούσα να οδηγώ μια Άστον Μάρτιν ή να κάνω έρωτα στον Τσουμπάκα (η μαλλιαρή ανθρωπόμορφη ύπαρξη των “Star wars”) αλλά μόνο τρέχω γύρω από το πάρκο”, της λέει για το όνειρο που έβλεπε, “Κατάλαβα ότι χάνω την όρασή μου όταν σε μια ταινία του Τζων Κάρπεντερ, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τον Κερτ Ράσσελλ από το χάσκι”, συνεχίζει και πάλι γελάνε. Η καθημερινότητά του συνίσταται από ειδοποιήσεις για φάρμακα, ετοιμασία ενός πρόχειρου φαγητού, κλήσεις τού πατέρα που συχνά δεν απαντά απορρίπτοντας τον οίκτο του και συνομιλίες με την Σίρπα.
Όταν εκείνη, απογοητευμένη από την εξέλιξη τής ασθένειάς της, αναρωτιέται αν προλάβουν να γνωριστούν, ο Γιάακο δεν φοβάται πια τα 100 χιλιόμετρα που τους χωρίζουν όπως όταν τα περιέγραφε σαν 1.000.000 έτη φωτός: δεν του χρειάζονται παρά “δύο ταξί, ένα τραίνο και η βοήθεια πέντε ανθρώπων” σε συγκεκριμένα σημεία της διαδρομής (έχοντας, βέβαια, τη συνδρομή των υπηρεσιών πρόνοιας). Η συνειδητοποίηση ότι είτε εμείς είτε ένας αγαπημένος μας μπορούμε να περάσουμε αιφνιδιαστικά στην ανυπαρξία, μέσα σε μια στιγμή, μπορεί να μας θυμίσει ότι η ζωή και η ευτυχία βιώνονται πρωτίστως (αν όχι, μόνο) στο τώρα- κι ο Γιάακο το αντιλαμβάνεται ως επείγον. Όχι τρομοκρατημένα και σπασμωδικά παρά σαν τα παιδιά, θέλοντας να δαπανήσει όλη του την ενέργεια στην περιπέτεια της ζωής- για πρώτη φορά μακριά από την ασφαλή μοναξιά της απαράλλαχτης καθημερινότητας στο σπίτι του όπου η μόνη του επαφή με τον έξω κόσμο, είναι οι τακτικές επισκέψεις της φυσιοθεραπεύτριας και λίγες έξοδοι με τη βοήθεια των γονιών.
Σε όλη την ταινία, βλέπουμε μόνο το πρόσωπο του Γιάακο σε γκρο πλάνα, αντίθετα με τον υπόλοιπο κόσμο γύρω του που απεικονίζεται θολά, σχεδόν χωρίς βάθος πεδίου, έναν κόσμο προσώπων χωρίς χαρακτηριστικά, σαν φαντάσματα που πάνω τους πέφτει ένα δυνατό φως: είναι η πραγματικότητα του τυφλού και καθηλωμένου στο αναπηρικό καροτσάκι Γιάακο εξαιτίας της σκλήρυνσης κατά πλάκας. Μέσα απ’ αυτήν την κινηματογράφηση, βλέπουμε κι αισθανόμαστε μέσα από τα μάτια του τον άγνωστο κόσμο έξω από το σπίτι του, για τον οποίο ο Γιάακο πιστεύει ότι όλοι θα συγκινηθούν από έναν ερωτευμένο άνθρωπο που δεν λυγίζει από τις τεράστιες δυσκολίες μέχρι να φτάσει στην αγαπημένη του. Δεν επιθυμεί να εκμαιεύσει τον οίκτο τους: οι επιθυμίες, οι φόβοι και οι ανάγκες του Γιάακο είναι γνώριμες ανθρώπινες καταστάσεις που διαφέρουν μόνο ως προς την κλίμακα της ανάγκης των υπολοίπων ανθρώπων- κι αυτό δεν είναι πάντα δεδομένο. Ο Γιάακο θέλει να μοιράζεται τα συναισθήματά του μ’ έναν οικείο του άνθρωπο, να συζητά για ταινίες, να συμπαραστέκεται και να του συμπαραστέκονται, να ερωτευτεί- ο σκηνοθέτης δηλώνει: “Δεν φτιάξαμε μια ταινία για έναν ανάπηρο άνθρωπο παρά για έναν άνθρωπο που τυχαίνει να είναι ανάπηρος”– και δεν δίνει σημασία στους γείτονές του, ακούγοντάς τους να λένε, “Εγώ αν ήμουν έτσι, θα αυτοκτονούσα”. Ο οίκτος μας για όσους έχουν σοβαρά προβλήματα υγείας, καμουφλάρει τον αυτοϊκανοποιητικό σκοπό της πεποίθησής μας για τη βιολογική και ψυχολογική ανωτερότητά μας απέναντί τους, και η απόκρυψή αυτής της ανωτερότητάς μας καμουφλάρει την αυτοϊκανοποιητική ηθική υπεροχή μας έναντι όσων την δηλώνουν.
Οι εκκλήσεις του Γιάακο προς αυτούς που εκμεταλλεύονται την κατάσταση της υγείας του για να του κάνουν κακό (διαφέρει ο πραγματικός μας κόσμος απ’ αυτόν που φανταζόταν…), η αποφασιστικότητά του καθώς ανεβάζει κοπιάζοντας το καροτσάκι σε ανηφορική ράμπα- η καρδιά χτυπάει το ίδιο δυνατά για όλους τους ερωτευμένους ανθρώπους, η αγωνία του όταν πέφτει κάτω ότι δεν θα καταφέρει να ανέβει ξανά, η αδυναμία του να προφυλαχτεί από την κακοποίηση (πως να προστατευτεί όταν δεν μπορεί να δει το χέρι που θα τον χτυπήσει την επόμενη στιγμή;), το πνευματώδες, αιχμηρό, σαρκαστικό κι αυτοσαρκαστικό χιούμορ του (που, όμως, δεν γίνεται κυνικό), ακόμα και στις χειρότερες συνθήκες, μονολογώντας “freedom” μέσα σ’ έναν κλαυσίγελο ενώ είναι πεσμένος στο έδαφος- άραγε, πόσο αυτοσαρκάζεται και πόσο αυτοεμψυχώνεται ζώντας μια δυστοπία σαν αυτήν των ταινιών τού αγαπημένου του Κάρπεντερ που αναλύει φιλοσοφημένα στην Σίρπα;- ή, συμπληρώνοντας αυτούς που διαρκώς τον αποκαλούν ανάπηρο όταν παρατηρούν ότι έχει χιούμορ, με τη φράση: “για ανάπηρος, έχω χιούμορ”– πόσο μεγάλη η διαφορά με τα χαιρέκακα αστεία τους ρωτώντας τον αν γνώρισε την Σίρπα σε κάποιο Tinder για ανάπηρους και γελώντας μηχανικά ώστε να πείσουν τον εαυτό τους ότι στ’ αλήθεια ήταν πνευματώδης η ατάκα τους, όπως εκείνες που διατυπώνει αβίαστα αυτός που υποτιμούν σαν “ανάπηρο” -οι φόβοι του Γιάακο που δεν τους φοβάται παρά τους αντιμετωπίζει με το κουράγιο ότι πάντα απέχει μονάχα ένα βήμα από τον θάνατο, η συνειδητοποίηση των ανθρώπινων ομοιοτήτων και των ατομικών μας διαφοροποιήσεων απ’ αυτόν τον άνθρωπο, όλα συνθέτουν έναν συναρπαστικό χαρακτήρα που δεν χάνει την παιδικότητα και τον ρομαντισμό του παρά τον καθημερινό πόνο που βιώνει, σπάζοντας κάθε προκατάληψή μας για τους ανθρώπους με αναπηρία που λαθεμένα χαρακτηρίζουμε ως “ανθρώπους με ειδικές ανάγκες”: αυτό που είναι “ειδική ανάγκη”, είναι η ανάγκη μας να επιβεβαιώνουμε την υπεροχή και την κανονικότητά μας απέναντί σ’ αυτούς τους ανθρώπους.
Η εισαγωγή μας στον κόσμο του Γιάακο, η ατμόσφαιρα του θρίλερ όπου η ανάσα μας κόβεται από την αγωνία και επιτείνεται από το ηχητικό φόντο όπου η αθέατη πηγή των ήχων τούς καθιστά απειλητικούς για τον Γιάακο λόγω της οξυμένης ακοής του (εξαιρετική η φωτογραφία και η δουλειά στον ήχο), ο ρεαλισμός των καταστάσεων, το απολαυστικό χιούμορ που αποφορτίζει το ανυπόφορο άγχος μας, η ανθρώπινη ματιά πάνω στη σχέση του Γιάακο με την Σίρπα που δεν είναι φαντασιακή ή εξιδανικευμένη καθώς δεν καλλιεργούν μια ωραιοποιημένη εικόνα του εαυτού τους, αντίθετα είναι μια αληθινή σχέση- και πιο αληθινή από τόσες άλλες διαπροσωπικές σχέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που ο ένας βλέπει τον άλλον αλλά στην ουσία, αυτό που βλέπουν στον άλλον δεν είναι παρά η εικόνα που έχουν γι’ αυτόν μέσα από την εικόνα που έχει ο καθένας για τον εαυτό του- η ερμηνεία του Ποϊκολάινεν με την εμφανή παιδικότητα στο βλέμμα και την έκφρασή του (είναι πραγματικά τυφλός και πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας) και το υπέροχο φινάλε, όλα συνθέτουν μια ταινία που κάνει την καρδιά μας να πάλλεται.