Ωδή στις τέντες των νοικοκυριών
Ωδή στην νεκρική σιγή της πόλης και στις οθόνες αφής από χέρια λερωμένα και ξεκομμένα από το υπόλοιπο αχρηστευμένο κουφάρι ανθρώπινης προσομοίωσης. Ανάμεσα στον πρωινό καφέ, τις σημειώσεις μου και τους στοχασμούς του Ρεμπώ, ο γείτονας θορυβεί και καταπατά ξανά το συνειδησιακό μου τερέν. Η μπόχα της ψυχής του, η οσμή των νεκρών εγκεφαλικών κυττάρων του, τυλιγμένες στην κάπνα που αναβλύζει από τον φωταγωγό της τσιμεντένιας καταδίκης του, απλώνεται στο προαύλιο της φυλακής του. Κάτω από το σκέπαστρο των ψευδαισθήσεων ελευθερίας, πίσω από την τέντα του νοικοκυριού και το δάχτυλο των ευθυνών του, σέρνεται κι αναρριχάται μπας και γαντζωθεί πάνω στην πλάτη του δυνάστη του. Ωδή σε μια κατειλημμένη γιάφκα από αμόρφωτους, αδίστακτους Μπαλάσκες και Μπουμπούκους, που διεγείρουν τα χαμηλότερα ένστικτα του εν λόγω γείτονα μου, νομιμοποιώντας την αποκτηνωμένη του καφρίλα, τη φιλήσυχη κι αμέτοχη στάση μιας ζωής δανεικής, περιτυλιγμένης με κυνικό ατομισμό και χάχανα ευτυχίλας.
Όχι. Δεν περιγράφω κάποιο είδος ηθικού ξεπεσμού. Ποτέ δεν βρέθηκε στο απαραίτητο επίπεδο από το οποίο θα εκπέσει. Περιγράφω απλώς τον ενοχλητικό μέσο όρο του πολίτη-πελάτη μιας χρήσης, του απαθή νοικοκυραίου κοινογνωμίτη, που προσβάλλει την αισθητική μου και παρεμποδίζει την εξάπλωση του πνευματικού μου ορίζοντα, συνθλίβοντας συστηματικά και μεθοδικά το παραμικρό φιλοσοφικό και αντιληπτικό μου εργαλείο, με τερτίπια και κουτοπονηριές που κανονικοποιούν τη χυδαιότητα και διαιωνίζουν την ασχήμια. Περιγράφω από εδώ, από την κατεχόμενη γειτονιά μου, την πιο ύπουλη και επικίνδυνη εκδοχή της ανθρώπινης κατάστασης. Τα ανθρωποειδή ερπετά με την διχαλωτή γλώσσα που κρυφοκοιτούν πίσω από την κλειδαρότρυπα του μικρόκοσμού τους και σοκάρονται μόνο όταν το κακό φτάσει στο κατώφλι τους. Τους άοπλους ταγματασφαλίτες και ναζιστές σε πλήρη και συνειδητή άγνοια που χτυπούν κάρτα στις φάμπρικες θανάτου και «καταδικάζουν τη βία από όπου κι αν προέρχεται» μα κάνουν ότι δεν βλέπουν όταν καταλήγει σε αίμα ομοφυλόφιλου, εργάτη, αναρχικού ή πρόσφυγα. Τους σύγχρονους ανθρωποφύλακες με καθαρά χέρια και βρόμικα μυαλά, που εγκληματούν κάνοντας τη δουλειά τους, αλλάζοντας κανάλι, αλλάζοντας βάρδια, κρίνοντας, ψηφίζοντας, και ενώ ήδη έχουν πάρει τις αποφάσεις τους νομίζουν ότι κρύβονται. Συγκυριακά πελατάκια σε ένα αιώνιο αλισβερίσι που πάντα κάποιος δίνει λογαριασμό, παριστάνουν τους κοινωνικά προβληματισμένους νομίζοντας ότι εκπροσωπούν κάποιο είδος απείθειας και αντίστασης στα εξευγενισμένα τους δεσμά στα οποία ενδίδουν με ευχαρίστηση και αυτοβελτιωτικές μελιστάλαχτες σαχλαμάρες. Ισαποστάκηδες με μοχίτο και Athens Voice παραμάσχαλα ή Liberal σε ανοιχτό παράθυρο καθώς διαβάζουν Δημουλίδου ή Δημουλά, ανοίγοντας κρασί από το Ok του κάτω μαχαλά.
Δεν μπορούν να κρυφτούν από αυτό που είναι. Όση τρούφα κι αν απλώνουν στο ημίφως του τσιμεντένιου φέρετρου τους, όσες κορδέλες κι αν τυλίγουν στη ζωή τους για να αντέξουν το ασήκωτο φορτίο των ευθυνών τους. Γιατί εκεί έξω το έγκλημα συνεχίζεται. Και είναι οι μόνοι υπεύθυνοι.
Το μίσος μου είναι ακατέργαστο και ειλικρινές σαν τις ερωτήσεις μικρού παιδιού. Το αισθάνομαι με απύθμενη δύναμη για εσάς και για ότι σας περιβάλει. Σύμφωνα με το δικό μου συνειδησιακό κριτήριο δικαιοσύνης, είστε ένοχοι μέχρι τελευταίου και είμαι εδώ, σαν ένα στιγμιότυπο ανυπόφορης αλήθειας και αιρετικό παράσιτο στους δέκτες σας, να σας το υπενθυμίζω. Μέχρι το τέλος.