Οι αλυσίδες των σουπερμάρκετ θα πνίγουν πάντα τα χαμόγελά μας
Πάντα η σκληρή αλήθεια των εργασιακών θα αναφαίνεται στα σουπερμάρκετ. Χωρίς καμία γνώση εξεζητημένης ιατρικής θα αποτελούν μια διαχρονική ακτινογραφία της τσέπης, γεμάτης ή όχι. Τα ελάχιστα ρέστα που σου αφήνει ο καπιταλισμός αν αφαιρέσεις τον μισθό σου από τα ευρώ είναι ακριβώς εκείνα που υπόσχεται ο καταναλωτικός παράδεισος των ραφιών και τα οποία σου κλείνουν λάγνα το μάτι.
Λίγο πιο βαθιά, πέρα από την τυπική υπενθύμιση των προϊόντων στο άσπρο χαρτάκι, υπάρχει μια πιο ουσιαστική ανάλυση του εβδομαδιαίου ανεφοδιασμού προϊόντων.
Στις κάμερες που καταγράφουν τις κινήσεις μας είναι όλα χρόνια αποθηκευμένα. Η τεχνολογία έχει προχωρήσει κι απέκτησε ιδιότητες γραφιά. Το άγρυπνο μάτι της κάμερας δεν συγκρατεί μόνο εκείνους που μπήκαν, που βγήκαν, που κλέψανε, που δεν κλέψανε, αλλά την κοινωνική τους κατάσταση και θέση, που άλλοτε τους επιτρέπει και άλλοτε τους απαγορεύει να πεταχτούν μέχρι το σουπερμάρκετ.
Το άδειο καλάθι, το άδειο πορτοφόλι, το χέρι που εκτελεί χρέη καλαθιού λόγω άλλων χρεών, η γρήγορη χαρά ενός παιδιού που απότομα παύει μπροστά στην κατακόκκινη αμηχανία ενός γονιού, τ’ αχρείαστα «κόκκινα» κέρματα που τώρα ήρθε ο καιρός να χρησιμοποιηθούν, τα αναστάσιμα κουπόνια προσφοράς, τα ταμεία «έως 12 τεμαχίων» οι κουρασμένες γάμπες υπαλλήλων που καρφώνουν κάθε βράδυ προϊόντα κι ας μην έπαιξαν ποτέ στο NBA, η σμπαραλιασμένη λεκάνη που οφείλει να χαμογελά πολύ πριν καταφέρει να σηκωθεί, ο ανυπόμονος τελευταίος ήχος ενός κέρματος στις 21:00, το «κουράγιο» που ανταλλάζουμε υπάλληλος και πελάτης γιατί η δουλειά στο σουπερμάρκετ ήτανε πάντοτε αποφευκταία και τελευταία επιλογή, και οι τύψεις μας ηρωικά μοιράζονται -ή τουλάχιστον θα έπρεπε να μοιράζονται- στους υπαλλήλους.
Ακόμη βαθύτερα, στο τέλος του 4ο διαδρόμου, βιώνεται -και συμβαίνει- η απόλυτη ταύτιση εργασιακών και υπεραγορών, όπως ο ασφυκτικός εναγκαλισμός του ζαμπόν στο τυρί ανάμεσα σε δυο φέτες του τοστ, κι ύστερα σε τέσσερις τοίχους που δεν ξέρεις τι να κάνεις. Εκεί ανταμώνουν η κυριολεκτική ανυπόφορη μυρωδιά των τυριών με την μεταφορική «μπόχα» που κατακλύζει τα εργασιακά. Και είναι φορές, πολλές φορές, που τα εργασιακά βρομάνε με την ίδια δύσοσμη χαλασμένη φέτα τυριού που δεν έχεις τα άντερα να περάσεις, έστω, για να δείξεις πως υπάρχει κάποιος που κρατά συντροφιά στον υπάλληλο που αντέχει. Στα σουπερμάρκετ, στον διάδρομο με τα τυριά, διδάσκεται εξονυχιστικά το Κεφάλαιο του Μαρξ κι εμείς είμαστε ο υπάλληλος που πρέπει να υπομένει την ανυπόφορη μπόχα και να χαμογελάει. Ο υπάλληλος που θα κρατάει το στόμα του κλειστό για τριακόσια ευρώ, δοξάζοντας το αφεντικό του, αλλά θα ανασαίνει από τη μύτη δυο φορές τη σάπια ασχήμια των καιρών του. Πού να φανταζόταν το ροκφόρ πως θα συνόψιζε μια γενιά που δεν θα αφήσει επόμενη γενιά, αλλά θα πρέπει να χαμογελά αστραφτερά μπροστά στον αριθμό των 300 ευρώ, και μέχρι να βρει έναν γενναίο Λεωνίδα θα ζει το δικό της «τυρένιο» Εφιάλτη.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ζητήσω ταπεινά συγγνώμη για την κατήφεια, την οποία σκόρπισα εδώ, και να σας πω ότι εκεί έξω μας περιμένουν τζάμπα νεραντζιές και αμυγδαλιές. Σπάστε ένα κλαράκι και βγάλτε μου το μάτι.