Όταν ο Γκανέσα και ο Γκάρι άκουσαν την ομορφιά
Και τότε είπε το σαλιγκάρι στον ελέφαντα:
– Μπορείς να ακούσεις τον ήχο από το στόμα μου, όταν μασάω το φύλο από το μαρούλι;
Advertisement
Και τότε ο γκρι τεράστιος του απάντησε:
-Χθες κατάφερα να ακούσω το φτερούγισμα της πεταλούδας. Την άφησα να ξεκουραστεί πάνω στην κόκκινη προβοσκίδα μου. Κοιμόμουν και με ξύπνησε το φτερούγισμα της.
-Έλα γκρι μου φίλε, άσε με να ανέβω επάνω σου και να πάμε μαζί να ακούσουμε τις στάλες της βροχής, ευτυχισμένες καθώς πέφτουν και ποτίζουν το αφρικανικό χώμα και γεμίζουν την λίμνη μας με νερό.
Advertisement
Και πέρασαν δυο ώρες, μπορεί και τρεις μέχρι ο Γκάρι να καταφέρει να ανέβει στην πλάτη του Γκανέσα. Και έτσι οι δυο φίλοι περπάτησαν τρεις μέρες, μπορεί και τέσσερις-τόσο μακριά τους φάνηκε- και έφθασαν στα μέρη που οι βρόχινες σταγόνες, μαζεμένες πολλές μαζί, είχαν γεμίσει την πεντακάθαρη κρυστάλλινη λίμνη. Βούτηξαν μακροβούτι οι φίλοι και άκουσαν τις μπουρμπουλήθρες. Και άκουσαν τα πεταρίσματα από το κολύμπι των ψαριών. Και άκουσαν τα υδρόβια φυτά στο πάτο της λίμνης να κουνιούνται, να χορεύουν μάλλον. Και η λίμνη κοκκίνισε. Και αφού κολύμπησαν και δροσίστηκαν, χαρούμενα αποκαμωμένοι, εξαντλημένοι, ξάπλωσαν στην όχθη.
– Άκου Γκάρι, πως χτυπά η καρδιά μου από το κολύμπι;
– Ναι την ακούω. Χτυπά αργά, πολύ αργά και αδύναμα. Άκου και την δικιά μου.
– Ναι, την ακούω, του απάντησε με πολύ κόπο ο Γκανέσα, χτυπά αργά μα δυνατά.
Advertisement
Και έτσι οι δυο φίλοι, ακούγοντας ο ένας τις ανάσες του άλλου, αποκοιμήθηκαν. Και ονειρεύτηκαν πως η δυνατή καρδιά του Γκάρι κατάφερε να γιατρέψει τον βαριά τραυματισμένο από πολλαπλούς πυροβολισμούς λαθροκυνηγών, Γκανέσα. Και ονειρεύτηκαν πως τώρα πια και οι δυο τους απολαμβάνουν να ακούν το γλυκό τσιτσίρισμα που έκαναν οι αχτίδες του ήλιου όταν ζέσταιναν τα κορμιά τους.
Την επομένη μέρα που ξύπνησαν, ήταν τόσο ελαφρείς. Είδαν ο Γκάρι και ο Γκανέσα τα κορμιά τους να κείτονται ακίνητα, χωρίς ανάσες, στην άκρη της λίμνης. Και τότε κατανόησαν πόσο τυχεροί είναι που πλέον μαζί, είναι πια φίλοι.
Όταν ο Γκανέσα αιμόφυρτος στο χώμα άκουγε το αίμα του να αναβλύζει και να το ποτίζει, παρατήρησε, μια πεταλούδα να προσπαθεί να γλύψει το αίμα, της σχεδόν κομμένης προβοσκίδας του. Να τη γιάνει από τον πόνο. Λίγο πιο πέρα είδε για πρώτη φορά τον Γκάρι να μασουλά το φύλο από το μαρούλι. Το σαλιγκάρι, αφού του μίλησε γλυκά και σιγανά ανέβηκε πάνω του. Κατάφερε να τον πείσει να σηκωθεί για ακόμη μια -τελευταία- φορά και μαζί να κολυμπήσουν στην λίμνη. Άφησαν το νερό να τους κατακλύσει, να τους καθαρίσει και κάποια στιγμή να τους ξεβράσει στην όχθη.
Τώρα οι δυο φίλοι, παρατηρούν τα ακίνητα κορμιά τους καλυμμένα, σκεπασμένα από χιλιάδες εκατομμύρια πολύχρωμες πεταλούδες.
– Κοίτα Γκάρι πόσο όμορφοι είμαστε.
– Ναι, καλέ μου Γκανέσα. Άκου, άκου, πόσο όμορφα ακούγεται ο ήχος της ομορφιάς.
Advertisement
Advertisement