tetartopress

«Παράσιτα» – Πότε μια εργασία αμείβεται αδρά και πότε χαμηλά; Ποια θεωρείται δημιουργική και ποια, παρασιτική;

MV5BMzlkNDZiNDEtZGMzZi00OGQxLWIyMzQtZjBmY2FmMDZjZGJmXkEyXkFqcGdeQXVyNDE5MTU2MDE@._V1_


Παράσιτα (Gisaengchung / Parasite)
Σκηνοθεσία: Μπονγκ Τζουν – χο
Πρωταγωνιστούν: Σονγκ Κανγκ – Χο, Γιανγκ Χίε – τζιν, Τζο Γέο – τζεόνγκ, Παρκ Σο – νταμ
Νότια Κορέα, 2019
(Χρυσός Φοίνικας του φεστιβάλ Καννών)

 

Με ποια κριτήρια μια εργασία αμείβεται αδρά και με ποια, μια άλλη εργασία αμείβεται χαμηλά; Έχουν να κάνουν με το επίπεδο των δεξιοτήτων, τους τίτλους σπουδών, την εξειδίκευση και την αποκτημένη εμπειρία, με το βαθμό επικινδυνότητας – με το επίπεδο των αντιληπτικών ικανοτήτων; Όχι και τόσο με όλα αυτά, φαίνεται να υπαινίσσεται ο Νοτιοκορεάτης Μπονγκ Τζουν – Χο, παρά, κυρίως, με τη μεγάλη ζήτηση για μια συγκεκριμένη εργασία στην αγορά σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Και ποια κριτήρια, λοιπόν, είναι αυτά που δημιουργούν μια τέτοια μεγάλη ζήτηση; Πάντως, δεν έχουν να κάνουν με την ικανοποίηση των βασικών κοινωνικών αναγκών ή με τη βελτίωση του επιπέδου ζωής μιας κοινωνίας που θα την καρπωθούν όλα τα μέλη της – φαίνεται να μας λέει ακόμα πιο υπαινικτικά ο αγαπητός αυτός δημιουργός.

Οπότε, όλα τα άλλα ερωτήματα σχετικά με τις μεγάλες διαφορές στις αμοιβές των εργαζομένων φαίνεται να έρχονται σε μια δεύτερη μοίρα ή η απάντηση σ’ αυτά να μην έχει πια καμιά σημασία: Ποια δουλειά μπορεί να θεωρηθεί σαν δημιουργική και ποια, σαν παρασιτική; Ποια είναι τα αναγκαία προσόντα για έναν άνθρωπο ώστε να έχει μεγάλες πιθανότητες να βρει πιο εύκολα εργασία σε σχέση με κάποιον άλλον; Είναι εφικτή η απόκτηση αυτών των αναγκαίων προσόντων για όλους; Παραμένουν ακόμα σαφείς εκείνες οι παλιές, γνωστές και θεωρητικές διαχωριστικές ταξικές γραμμές; Πόσες ευκαιρίες προσφέρονται στους ανθρώπους που ανήκουν σε μια κατώτερη κοινωνικά τάξη για ν’ αναρριχηθούν σε μιαν ανώτερη; Ποια είναι η αναλογία ανάμεσα σ’ αυτούς που, τελικά, τα καταφέρνουν σε σχέση με όλους αυτούς που δεν το πετυχαίνουν; Τέτοια ερωτήματα, λοιπόν, μπαίνουν σε μια δεύτερη μοίρα σε σχέση μ’ αυτά τα επαγγέλματα που θέλει να πληρώνει αδρά η αγορά εργασίας – εκτός από ένα διαχρονικό ερώτημα που τρώει υπόγεια, ασυνείδητα όλους, σαν μια μοίρα που, σε υπαρξιακό επίπεδο, πάντα υφέρπει και θα ξεσπάει νομοτελειακά: πόση προσωπική ηθική μπορεί να υπάρχει σε κάθε επάγγελμα και, κυρίως, για κάποιον που αγωνίζεται να επιβιώσει και στερείται παρομοίων ευκαιριών σε σχέση με κάποιους άλλους προνομιούχους;

MV5BY2QzMjhjODQtNDA0My00NWNhLThmOTQtNGZjMzAwMzkwOTExXkEyXkFqcGdeQXVyNDE5MTU2MDE@._V1_


Μια προσοδοφόρα εργασία συνεπάγεται ένα αξιοζήλευτο κοινωνικό status μέσα από το θάμπωμα που προκαλεί, έτσι όπως έχουν εσωτερικευθεί πια οι νόμοι της αγοράς μέσα στον τρόπο σκέψης των ανθρώπων στις σύγχρονες καπιταλιστικές και νεοφιλελεύθερες κοινωνίες: έχει προηγηθεί, όμως, η αντιστροφή κι η εκ νέου εμπέδωση των εννοιών των λέξεων και των συναισθημάτων. Σ’ ένα επίπεδο ζωής με χαρακτηριστικό την υλική ευμάρεια, που καταλήγει να γίνεται ο κύριος στόχος μιας ολόκληρης ζωής για όλους, η εκτέλεση των πιο βασικών καθημερινών εργασιών (ετοιμασία τροφής, καθαρισμός του σπιτιού – μέχρι και το παιχνίδι με τα παιδιά) δημιουργεί μιαν αποστροφή, όχι γιατί στέκεται εμπόδιο στη δίψα για μια μεγαλύτερη πνευματική καλλιέργεια παρά γιατί αυτές θεωρούνται πια ως υποδεέστερες. Κι έτσι, ανατίθενται στους φτωχούς ανθρώπους, με μιαν αμοιβή κατά πολύ πιο χαμηλή από τη δική τους- που, όμως, θεωρείται “αδρή” απ’ αυτόν που την πληρώνει (κι ο οποίος πληρώνεται στ’ αλήθεια αδρά), κρίνοντάς την αναλογικά με τη διαφορά του κοινωνικού status μεταξύ τους. Η ανάθεση της εκτέλεσης αυτών των «ταπεινών» και «υποδεέστερων» εργασιών ενσταλάζει την επίρρωση μιας ταξικής, κοινωνικής ανωτερότητας στη συνείδηση του λαού: για να κερδίζει κάποιος τόσα λεφτά, τα αξίζει – άρα, όποιος δεν τα κερδίζει, προφανώς δεν τα αξίζει κι ας κάνει όποια δουλειά μπορεί να βρει για να τα βγάλει πέρα.

Όπερ έδει δείξαι, σ’ αυτόν τον ατσάλινα ταυτολογικό τρόπο σκέψης της μεγάλης μάζας των καταφρονεμένων, των αόρατων, των αναλώσιμων. Κι έτσι, οι φτωχοί πια, οι ταξικά κατώτεροι κι οι περιθωριοποιημένοι, φτάνουν στο σημείο να έχουν σαν μοναδικό τους όνειρο, το να γίνουν κι αυτοί κάποτε πλούσιοι. Κι αν δεν τα καταφέρουν, τους αρκεί να ζουν στα υπόγεια των πολυτελών σπιτιών, εκεί όπου οι πλούσιοι ιδιοκτήτες απαξιώνουν να κατεβαίνουν παρά μόνο εάν τους χρειαστεί να κρυφτούν από κάποια οικονομική υποχρέωση ή εάν τους χρειαστεί να καταφύγουν στην περίπτωση ενός πολέμου. Αρκεί στους φτωχούς να ζουν στα υπόγεια των πολυτελών σπιτιών παρά στα δικά τους φτωχικά υπόγεια που πλημμυρίζουν με κάθε βροχή. Ακόμα και τα φυσικά φαινόμενα, προκαλούν πια διαφορετικές ταξικά επιπτώσεις έτσι όπως είναι δομημένη η ζωή, όπως μια βροχή, που το θέαμά της μπορεί να προσφέρει τόση αγαλλίαση όταν μπορείς να προφυλαχτείς απ’ αυτήν- και να προκαλέσει τόσο τρόμο όταν δεν θα μπορείς να κοιμηθείς στο σπίτι σου παρά σ’ ένα δημοτικό γυμναστήριο μαζί μ’ ένα σωρό άλλους φτωχοδιαβόλους που σου θυμίζουν τόσο οδυνηρά την τάξη σου. Σ’ αυτόν το σκληρό αγώνα, ο εχθρός τους πια δεν είναι η ανώτερη τάξη παρά μόνο οι αμέτρητοι ταξικά ισότιμοί τους γιατί κι εκείνοι διεκδικούν όσα χρυσά ξεροκόμματα περισσεύουν που δεν φτάνουν, ούτε αυτά, ποτέ για όλους. Αυτοί είναι που πρέπει να εξουδετερωθούν πάση θυσία, με τρόπους όπου δεν χωράει πια ούτε η ελάχιστη ηθική πόσο μάλλον μια υποψία για μια κοινή ταξική συνείδηση που θα στόχευε στο αίτημα για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θυμούνται την ταξική αδελφοσύνη τους μόνον όταν έχουν ανάγκη τον άλλον, όταν βρίσκονται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους. Είναι τέτοια η ταύτιση με το σκοπό αυτού του αδυσώπητου αγώνα τους, που ούτε ο θάνατος κάποιου δικού τους ανθρώπου δεν είναι πια αρκετός για να τους αφυπνίσει για τη ματαιότητά του.

MV5BNTA4ZDJiNzUtNmI5NS00M2I4LTk2MjUtOWFjM2M2NzZiY2NmXkEyXkFqcGdeQXVyNDE5MTU2MDE@._V1_


Οι ευκατάστατοι έχουν πια έναν καινούριο τρόπο για να επιδεικνύουν την ανωτερότητά τους, με το να δείχνουν ανοιχτοί και φιλικοί στους φτωχούς: «τους βάζουν μέσα στα σπίτια τους«, τους εκμυστηρεύονται μέχρι και τα οικογενειακά τους μυστικά! Εξαγοράζουν έτσι τη σκόπιμη επίδειξη του ενδιαφέροντός τους, την αναπαράσταση της θέρμης των σχέσεων που μπορεί να λείπουν από τα ευρύχωρα και φωτεινά σπιτικά τους όπου ο σύζυγος δουλεύει μέχρι αργά το βράδυ κι η σύζυγος ανησυχεί υπερβολικά για την ψυχοσύνθεση των παιδιών τους παρά το ότι δεν παίζει ποτέ μαζί τους. Ένα τόσο πειστικό ομοίωμα ειλικρινούς συμπεριφοράς κι ανθρωπιστικής ιδεολογίας, που, όμως, για ν’ αναπαρασταθεί προφασιζόμενη την αλήθεια, απαιτεί αυστηρά το σεβασμό των ορίων που τίθενται μονομερώς: ο φτωχός πρέπει να μην ξεχνάει ούτε μια στιγμή ότι είναι ένας υπάλληλος που η αξία του εκτιμάται από ανθρώπους που ουσιαστικά δεν έχουν καμιά άλλη, καμιά ουσιαστική αξία παρά μονάχα αυτήν της εξαργύρωσης της επαγγελματικής τους εξειδίκευσης, για όσο χρονικό διάστημα έχει μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας.

Όταν ο φτωχός πατέρας ρωτάει για το αν έχουν αγάπη μεταξύ τους ή όταν αγγίζει απρόσμενα τα χέρια της κυρίας του, παραβιάζει αυτά τα αυστηρά όρια: άραγε τον οδηγεί η έμφυτη ανθρωπιά του που δεν την έχει χάσει ακόμα ολότελα ή μια ασυνείδητη επιθυμία ν’ αναρριχηθεί κι αυτός μέσω μιας υποκατάστασης αυτού που λείπει στους εργοδότες του, παρά τον πλούτο τους, και γι’ αυτό τους βασανίζει βουβά αλλά ανελέητα; Όλη η ζωή δομείται πια πάνω στην εικόνα, στην όσο πιο πειστική εικόνα, στην επιθυμητή εικόνα. Ο πλούσιος είναι αυτός που αξιολογεί την εικόνα λες κι αποδίδει ένα είδος κοινωνικής δικαιοσύνης με το να πληρώνει αυτούς που ο ίδιος κρίνει ως άξιους. Ο φτωχός έχει μόνο την υποχρέωση να παρουσιάσει μιαν εικόνα που θα πείθει ότι μπορεί να ικανοποιήσει μιαν ανάγκη, υλικής και συναισθηματικής φύσης. Στις κοινωνίες της εικόνας, σημασία έχει η επιφάνεια, το τι φαίνεται κι όχι το πως κατασκευάστηκε ή αν περιέχεται έστω και μια ελάχιστη αλήθεια. Κι επειδή ο πλούσιος έχει την ανάγκη να πειστεί κι επειδή ο φτωχός έχει την ανάγκη να πείσει, ο ένας ηττάται μέσα στη δεδομένη κοινωνικά επιβολή του κι ο άλλος κερδίζει μέσα στη δεδομένη κοινωνικά υποταγή του. Υπάρχει άραγε ένα τέλος, μια οριστική ανατροπή αυτών των δεδομένων καταστάσεων κι αν ναι, πότε αυτό πυροδοτείται κι εκρήγνυται; Κι όταν πυροδοτείται, πόσο ενεργά συμμετέχουν τα πρόσωπα του δράματος σ’ αυτό;

MV5BOWFiOWYxNmUtOTAzMi00MzZiLWEzMzctZTkwMzI4OGI5MjFiXkEyXkFqcGdeQXVyNDE5MTU2MDE@._V1_


Ποιος, τελικά, παρασιτεί σε βάρος ποιου; Ποιος πέφτει θύμα ποιου και για πόσο; Ποιος συνειδητοποιεί ότι λέει ψέμματα την ώρα που είναι σίγουρος ότι λέει την αλήθεια; Και ποιος, τελικά, θα πληρώσει το λογαριασμό που απαιτεί νομοτελειακά η μοίρα που θα ξεσπάσει; Ο υπερταλαντούχος Μπονγκ Τζουν – Χο (“Mνήμες εγκλημάτων”, “Snowpiercer”, “Μητέρα”, “Όκτζα”, “Ο ξενιστής”) φτιάχνει μια εξαιρετικά πυκνή από νοηματικής άποψης ταινία όπου αναδύονται όλες αυτές οι σκέψεις, κι άλλες πολλές ακόμα. Ο Μπονγκ Τζουν – Χο δεν δημιουργεί μονάχα μια ταινία κοινωνικής καταγγελίας κατά του καπιταλισμού και της νοσηρότητας των ανθρώπινων σχέσεων μέσα σε τέτοια οικονομικά περιβάλλοντα ούτε μονάχα μια σπουδή πάνω στις σχέσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών στους χώρους όπου συνυπάρχουν καθημερινά ούτε μονάχα μια αναπόφευκτη τραγωδία όπου, αξιωματικά, οδηγεί μια τόση μεγάλη ανισότητα (τόσο αξιωματικά κι αδιαπραγμάτευτα για το θεατή αλλά όχι και για την αστυνομία που διερευνώντας τα ανθρώπινα κίνητρα, αδυνατεί ν’ αντιληφθεί το προφανές, ψάχνοντας για ερμηνείες στα θολά νερά της ατομικής, μεμονωμένης ψυχοπαθολογίας) ούτε μονάχα μια μαύρη πνευματώδη ατμόσφαιρα όπου μέσα στον πιο αγχώδη καθημερινό αγώνα για την επιβίωση, πάντα υφέρπει το γέλιο, η ελαφρότητα, ο σαρκασμός κι η σάτιρα. Φτιάχνει μια εντυπωσιακή σκηνοθετικά ταινία που τα περιέχει όλα αυτά, που οι φτωχοί άνθρωποι διαρκώς ανεβαίνουν και κατεβαίνουν σκαλοπάτια σε μια μεταφορά της βασανιστικής ρευστότητας των καταστάσεων της ζωής τους, παίζοντας ευφυώς με τα στερεότυπά μας: οι πλούσιοι δεν είναι και τόσο αντιπαθείς ή μπορεί να γίνουν μέχρι και συμπαθείς μέσα στη ανοιχτωσιά της ευπιστίας τους και μέσα στη βεβαιότητά τους για τα καλά τους αισθήματα προς τους κατώτερούς τους ενώ οι πιο «ψημένοι» στην αληθινή ζωή φτωχοί, δεν είναι κατ’ ανάγκη και τόσο συμπαθείς, μηχανορραφώντας, εξοντώνοντας χωρίς έλεος τους ανταγωνιστές τους για να μη χάσουν τα χρυσά ξεροκόμματα που αμείβονται, εξαπατώντας.

Ο Μπονγκ Τζουν – Χο αναμειγνύει πολλά κινηματογραφικά είδη, μας κρατάει με κομμένη την ανάσα με τις διαρκείς ανατροπές που συμβολίζουν εκείνη την τραγωδία στη ζωή όταν πιστεύεις ότι έχεις κατακτήσει τα πάντα για πάντα. Η αφήγηση ρέει, κυλάει και δεν σε κουράζουν τα 130 λεπτά της διάρκειας… και, τελικά, σαν να πέφτει ο ίδιος θύμα του ίδιου του ταλέντου του και της ευφυίας του. Τα φινάλε της ταινίας, ευφάνταστα κι απροσδόκητα, καθηλωτικά, τα κίνητρα των ηρώων εξηγούνται εύκολα, προβλέψιμα, αξιωματικά, στο πλαίσιο ενός μάλλον απλοϊκού ψυχολογισμού. Όμως, δεν υπάρχει η οργανική σύνδεσή τους με την εξέλιξη της ιστορίας, δεν προκύπτουν από εκεί παρά σαν να φυτεύονται, θα έλεγα κάπως υπερβολικά, σεναριακά μονάχα. Ο φίλος μας ο Μπονγκ θαρρείς και πάνω απ’ όλα παίζει, σ’ ένα συναρπαστικό, βέβαια, κινηματογραφικά παιχνίδι. Όμως, έτσι, αποδυναμώνεται η ατμόσφαιρα της ταινίας. Λες και καταλήγει να παίρνει τον εαυτό του περισσότερο σοβαρά απ’ όσο επιδιώκει να μην τον πάρει! Μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς- και, μαζί, μια από τις μεγαλύτερες διαψεύσεις της χρονιάς. Τόσο ταλαντούχος κι αγαπητός είναι ο Μπονγκ Τζουν – Χο και τόσο καλή είναι αυτή η ταινία του που απογοητεύεσαι γιατί φαινόταν ως ένα σημείο, μετά από αρκετή ώρα, ότι θα μας χάριζε ένα αριστούργημα.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top