tetartopress

«Πέρα από τον τοίχο» – Η μοναξιά και η συντροφικότητα ενάντια σε ένα απολυταρχικό καθεστώς


«Πέρα από τον τοίχο» (Shab, dakheli, divar / Beyond the wall).
Σκηνοθεσία: Βαχίντ Τζαλιλβάντ.
Πρωταγωνιστούν: Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ, Αμίρ Αγκάι, Ντιάνα Χαμπίμπι.
Ιράν, 2022.

Τα ακουστικά στα αυτιά, το τσιγάρο που ρουφιέται αργά και μετά, τα πετάει αποφασιστικά στο πάτωμα, το γρήγορο ντουζ με τη μπλούζα στο σώμα- έχει έρθει η ώρα του τέλους: το δέσιμο της βρεγμένης φανέλας στο κεφάλι του ώστε να μην εισπνέει καινούριο αέρα, η σακούλα που δένει σφιχτά πάνω από τη φανέλα, τα χέρια πίσω από την πλάτη κι ανάμεσα στις σωληνώσεις σαν κόμπος- ο αέρας που αρχίζει να λιγοστεύει επικίνδυνα, η ανάσα που γίνεται ρόγχος, η εκπνοή που γίνεται πιο κοφτή, πιο ηχηρή, αγωνιώδης, θαρρείς ενθαρρύνοντας τον εαυτό του να αντέξει όση ζωή χρειάζεται ακόμα μέχρι να πεθάνει. Οι σωληνώσεις σπάνε και κεραυνοβολείται από το απρόοπτο της ζωής που ματαιώνει τον σχεδιασμό του θανάτου. Τι βασανίζει τον Αλί; Από ποια κόλαση μέσα του ψάχνει καταφύγιο στο απονενοημένο διάβημα;

Όταν δεν έχεις φοβηθεί να πεθάνεις, πως είναι δυνατόν πια να φοβάσαι να ζήσεις στην κόλαση που σε περιβάλλει; “Έχετε ένταλμα;”, θα ρωτήσει ο Αλί τον αστυνομικό επιθεωρητή που καταζητεί μια γυναίκα όταν πια, βγαίνοντας από τον δυσανάλογα, εξωπραγματικά μεγάλο χώρο του ντουζ, ανοίξει την πόρτα τού διαμερίσματος όπου ζει μόνος του. Όλη αυτήν την ώρα, η πόρτα τρανταζόταν από δυνατά, επιτακτικά χτυπήματα, η οξύτητά τους τάραζε το νευρικό μας σύστημα, χτυπήματα που δήλωναν ότι ο αστυνομικός και ο υπεύθυνος κτιρίου που τον συνοδεύει, δεν ανέχονται καμία καθυστέρηση- και η αντίδρασή τους στην ερώτηση του Αλί υποδηλώνει ότι δεν έχουν συναντήσει καμμία αντίδραση στην απουσία εντάλματος. Γιατί οι περισσότεροι πάντα θεωρούν υποχρέωσή τους να συνδράμουν τις αρχές στις έρευνες των καταζητούμενων που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνοι εξαιτίας αντικρατικής δράσης, πράξεων ή συμμετοχής τους ενάντια σε κρατικούς εκπροσώπους; Η Λεϊλά καταζητείται ως υπεύθυνη για τον θάνατο ενός αστυνομικού: πόσοι αναρωτιούνται για τις συνθήκες του γεγονότος, σε τι συνίσταται η ευθύνη της, αν είναι αληθινές οι κατηγορίες που προσάπτει ένα απολυταρχικό καθεστώς όπως αυτό του Ιράν, για τη δυνατότητα άμυνας ή αντίδρασης ενάντια στον αυταρχισμό του; Είναι εκείνη η κρίσιμη μάζα της κοινωνίας που θεωρεί τη συμμόρφωση στις εντολές των αρχών ως αρετή, έχει ανάγκη μια συμβολική, πατερναλιστική Αρχή στο όνομα της διαφύλαξης της τάξης, χωρίς να αναρωτιέται για τα αίτια της κατάστασης που επισήμως χαρακτηρίζεται ως αταξία παρά τη θεωρεί ως εγγενή ατέλεια της ανθρώπινης φύσης. Είναι ανθρώπινες οντότητες που έχουν εκπέσει στην κατάσταση του ατόμου, έρμαια της διαμόρφωσης κάθε πολιτισμού, ηθών και θρησκείας.

“Αν την δεις, ενημέρωσέ μας, είναι θέμα ασφαλείας”
“Μα δεν βλέπω”. Πως είναι δυνατόν να το ζητούν από τον σχεδόν τυφλό Αλί;
“Ωραία δικαιολογία έχεις βρει”, του απαντάει ο υπεύθυνος του κτιρίου που όχι μόνο θέλει να προσβάλει τον Αλί για τη μειωμένη όρασή του, κυρίως καθοδηγείται τυφλωμένα από την επιθυμία να επιδείξει την αταλάντευτη πεποίθησή του για την ανάγκη σκληρής τιμωρίας οποιουδήποτε πολίτη επιχειρεί να διασαλεύσει την κατεστημένη τάξη και, ταυτόχρονα, για συνεργασία με τις αρχές καθώς πιστεύει ότι υπακούοντας στις εντολές τους, στ’ αλήθεια αναβαθμίζεται σε συνεργάτης τους (ολοφάνερη η αντίθεσή του με τον εντελώς αυτοκυριαρχημένο, ψυχρό αστυνομικό).


Είναι η κόλαση που περιβάλλει τον σκυθρωπό Αλί: το περικυκλωμένο από την αστυνομία κτίριο, φυλακισμένος θαρρείς σ’ ένα κελί, στοχοποιημένος επειδή ακολουθεί τα κελεύσματα της συνείδησής του. Η όρασή του που επιδεινώνεται βλέποντας μόνο σκιές μέχρι λίγα μέτρα, η άρνησή του να παίρνει τα φάρμακα, τα χέρια που τρέμουν, οι διαρκείς μικροτραυματισμοί του μέσα στον χώρο(-ους) όπου ζει, οι κραυγές και τα κλάματα της Λεϊλά, οι επιληπτικές της κρίσεις όταν κορυφώνεται η αγωνία της σαν να εξουδετερώνεται μια ασφαλιστική δικλείδα μέσα της ώστε να καταφεύγει σε έναν άλλον κόσμο (δυστυχώς, η  ερμηνεία της νεοφερμένης Χαμπίμπι τείνει  προς την υστερία), ο αγνοούμενος μικρός της γιος που φαίνεται ότι βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού, τραυματισμένοι με κάθε τρόπο από ένα αποανθρωποποιημένο καθεστώς- τα ημιφωτισμένα εσωτερικά πλάνα, η θαμπωμένη διαύγεια του φωτός στους εξωτερικούς χώρους, θαρρείς εξαιτίας της σκόνης που σηκώνεται από το έδαφος στα τρεχαλητά των διαδηλωτών για βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τους, να αποφύγουν τα γκλομπ, το πάτημα του κεφαλιού τους στο χώμα, τον κρατικό αυταρχισμό που κατέχει το μονοπώλιο της βίας. Ένα φιλικό πρόσωπο προς τον Αλί, μονάχα ένα, υπάρχει σ’ αυτήν τη δυστοπία, ο οφθαλμίατρος που προσπαθεί να τον πείσει να παίρνει τη φαρμακευτική αγωγή και, παράλληλα, να τον προφυλάξει, δεν υπάρχει ούτε ένα συγγενικό πρόσωπο ούτε ένας γείτονας που να βοηθά αυτόν τον άνθρωπο, δεν υπάρχει ούτε ένας να ανοίξει την πόρτα του σε μια δυστυχισμένη γυναίκα, να προβληματιστεί για τα αστείρευτα δάκρυά της, τη διαρκή συναισθηματική έξαψή της στο όριο της κατάρρευσης. Αποξενωμένοι πολίτες που έχουν εσωτερικεύσει το κρατικό αφήγημα για τον φόβο του άλλου, τον φόβο της ελευθερίας, το δόγμα να “κοιτάνε μόνο τη δουλειά τους”.

Ο Τζαλιλβάντ απεικονίζει ασφυκτικά, χωρίς ανάσα, αυτήν την επίγεια κόλαση όπου ζουν αυτές οι δύο ψυχές που τα γεγονότα, η μοναξιά  και τα προσωπικά τραύματα τούς φέρνουν κοντά, μεταδίδει με υποδόρια συγκίνηση τη συντροφικότητα που αναπτύσσουν, μια φυσική ανθρώπινη ανάγκη που, ταυτόχρονα, γίνεται μια μορφή αντίστασης ενάντια σε κάθε αυταρχικό καθεστώς, η ηχητική επένδυση στοιχειώνει. Όμως… τα πολλά πηγαινέλα στον χρόνο δημιουργούν τελικά μια σύγχυση σε βάρος του μυστηρίου κι όταν ξεκαθαρίζουν τα πράγματα, η ταινία γίνεται υπερβολικά επεξηγηματική. Καθηλωτική η σκηνοθετική δεξιοτεχνία ωστόσο, καθώς η περιπλοκότητα της αφήγησης τείνει προς τον αυτοσκοπό και σε συνδυασμό με ορισμένες σεναριακές ευκολίες, η αποπνικτική ατμόσφαιρα αποδυναμώνεται, παύει να υποβάλλει και να υπαινίσσεται (γνώριμο, αναγκαίο χαρακτηριστικό πολλών ιρανικών ταινιών όπου οι σκηνοθέτες αποφεύγουν την ευθεία κριτική του καθεστώτος ώστε να αποφύγουν διώξεις και φυλακίσεις), το οξυγόνο μας δεν μειώνεται όπως αισθανόμασταν στη συγκλονιστική εισαγωγή, η ιστορία, ουσιαστικά, δεν εξελίσσεται. Και, οι χαρακτήρες δεν εμβαθύνονται: τι ωθεί τον Αλί στην απόπειρα αυτοκτονίας, γιατί δεν παίρνει τα φάρμακα του βυθιζόμενος στην ολική τύφλωση, πώς η Λεϊλά αδυνατεί εντελώς να αντιληφθεί την παγίδα των αρχών με δόλωμα την αγωνία της για το παιδί; Είναι πολύ κρίμα γιατί η ατμόσφαιρα αφήνει αποτύπωμα μέσα μας, γιατί αντιλαμβανόμαστε το επείγον του υπαρξιακού μηνύματος ότι όσο κι αν η έκβαση της μάχης μπορεί να είναι  προδιαγεγραμμένη, πάντα έχει εξίσου μεγάλη σημασία η απόκριση στο κάλεσμα της συνείδησής μας και ο διαρκής διάλογος με την προσωπική μας ηθική.

(Η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ Βενετίας χωρίς άδεια από την Ιρανική κυβέρνηση, λίγο πριν ξεσπάσει το κύμα διαμαρτυρίας των γυναικών με αφορμή τη δολοφονία της Μαχσά Αμινί λόγω αστυνομικής βίας ενώ βρισκόταν υπό κράτηση. Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση υπέβαλε την υποψηφιότητά της για το Όσκαρ Διεθνούς Ταινίας).

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top