Περί ζωής και θανάτου στον καιρό των σόσιαλ

Πεθαίνει κάποιος. Μερικοί πενθούν κι άλλοι στάζουν χολή. Κι ύστερα κάποιος άλλος. Πένθος, χολή. Χολή που δεν έβγαινε όσο αυτός ο εκάστοτε κάποιος ήταν εν ζωή, τρυφερότητα, νοιάξιμο, πόνος που κρατιέται τόσο κρυφός, που αναρωτιέσαι αν στην πραγματικότητα είναι πένθος, ευκαιρία για p.r. ή ανάγκη συμμετοχής σε κάτι συλλογικό όπως αυτό εκφράζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (άσχετα αν έχει ή όχι αποτύπωμα στην πραγματική ζωή).
Σαν στάση ζωής, θεωρώ πως πρέπει να λέμε στους ανθρώπους τη γνώμη μας, όταν τους έχουμε μπροστά μας, κι όχι όταν βρίσκονται στο κρεβάτι του νοσοκομείου ή δυο μέτρα κάτω απ’ το χώμα, με το κουφάρι τους ακόμα ζεστό.
Ο Κόμπι Μπράιαντ ήταν από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες και ακτιβιστής για τα δικαιώματα των μαύρων, είχε βιάσει και μια γυναίκα. Ο Σάμης Γαβριηλίδης, είχε βγάλει μερικά σπουδαία βιβλία, το είχε κάνει και σούπερ μάρκετ με ταρίφα. Αλλά η υπόθεση βιασμού του Κόμπε και τα σουπερμάρκετιλίκια του Σάμη, δεν αναφέρονταν στον κυρίαρχο λόγο όσο ήταν εν ζωή κι αυτό όχι επειδή ήταν κρυφά, όλοι τα γνώριζαν. Απλά όλοι φοβούνταν να τα πουν γιατί θα είχε συνέπειες.
Να βγαίνεις λοιπόν με μια ματσίλα και μια χυδαιότητα γιγαντιαία να κράζεις τον άλλο όταν ακόμα δεν έχει πεθάνει ούτε 24ώρες, σίγουρα δεν σε κάνει καλύτερο από αυτόν, από όποια μπάντα κι αν νομίζεις πως το κάνεις. Και κάτι τελευταίο. Δεν είναι ανάγκη όλοι να ξέρουμε τα πάντα, ούτε κι όλοι να συμμετέχουμε σε κάτι που τρεντάρει στα σόσιαλ. Αν νιώθετε αποκλεισμένοι, δοκιμάστε την αληθινή ζωή, το αληθινό πένθος, το αληθινό μίσος, στους αληθινούς ανθρώπους.