Περίπατος, ο ερωτικός

Να ξεπροβάλλω σαν εκείνο τον μίσχο, το κλωνάρι το μαλακό, έτοιμο να βγάλει τα πρώτα φύλλα.
Στο πρώτο ρίζωμα του σπόρου αόρατο, παραχωμένο στη σκοτεινή την πρώτη στρώση γης.
Η ώρα για τα ορατά που φτάνει δίχως να ρωτήσει.
Αόρατο, που μεταποιείται σε ορατό αρκεί να βρίσκει το χώμα ποτισμένο.
Πώς μπορώ να κοιμάμαι έτσι αόρατος σε υγρές φωλιές;
Πώς μπορώ να σκεπάζομαι μόνο με χώμα για να ξεφυτρώνω;
Δεν φοβάμαι τη νύχτα. Στο σκοτάδι συνηθίζει το μάτι μονομιάς.
Δεν φοβάμαι μην αποκαλυφθώ για όσα κρυμμένα υπάρχουν στη φωλιά της ρίζας μου.
Έγινα καλός με τα χρόνια στο κρυφτό, γίναμε όλοι καλοί κι ας σταματήσαμε χρόνια να παίζουμε τούτο το παιχνίδι.
– Και τι φοβάσαι; αποκρίθηκε εκείνος ο σκώληκας που του κρατούσε ζεστασιά με τις ιστορίες του για ό,τι συναντούσε ξεθάβοντας της γης τα σκοτάδια.
– Εσένα, απάντησα, εσένα, μην καρπίσω και σε χάσω.
Στάσου πάνω μου λοιπόν, αγκάλιασέ με, κουλούριασε το κορμί σου γύρω μου και κρύψε με, να μη μας βρουν. Και μόλις βλαστίσω, τρώγε με, να μη φυντανιάσω ποτέ.
Να ξεχαστώ εδώ κάτω, στην υγρή φώλια μας. Να με ξεχάσουν αυτοί που με έσπειραν, να σε έχω παντοτινή παρέα.
– Κι αν χαθώ εγώ, θαμμένος στα λαγούμια; ρώτησε ο σκώληκας. Κι αν με φάνε οι εχθροί μου; ξαναρώτησε.
– Θα ξεραθώ μαζί σου τότε και εγώ, του απάντησα με σιγουριά.
Θα έρθει η ώρα πάλι που θα με πάρουν καρπό έτοιμο, ορατό.
Θα ψάξω, θα σε βρω, ανακαλυπτόντάς σε με τα σπόρια μου, εκεί που θα με παραχώσουν ξανά.
Δεν θα είμαι ένας αλλά κομμάτια πολλά που θα σε βρουν, να σε σκεπάσουν να κουλουριαστούν πάνω σου.
Να ανταμωθούμε ξανά.
Κι ας είναι η φωλιά μας υγρή κρύα, Κι ας είναι η φωλιά μας σκοτεινή πάλι.
Εμείς θα γίνουμε ένα, στην ψυχή, στο χώμα, μέχρι να καρπίσω ξανά.
Γι’ αυτό σου λέω φάε με εσύ σκώληκα μου. Δεν θα χαθούμε έτσι ποτέ στα σίγουρα.
Θα μαι στα σωθικά σου καλά κρυμμένος. Ακόμα κι αν χαθείς. Ακόμα κι αν σε φάνε.
Για πάντα μέσα σου, χωνεμένος να ακούω τις ιστορίες σου, ευτυχισμένος που θα σε έχω για πάντα κουλουριασμένο πάνω μου.