Πες κανένα νέο
Α, δε σου ‘πα. Πήγα για φωτογράφηση με το Φώτη, στο Δασύλλιο. Ήταν περίεργα, μου έλεγε πώς να κάτσω, πώς να περπατήσω, πού να κοιτάζω. Σα να καθοδηγούσε ένα πρελούδιο, χωρίς να ξέρουμε το βασικό θέμα. Χωρίς να γνωρίζουμε τις αφορμές του δάσους, ή τις ορμές τις ανασφάλειας, ή της παραίτησης το γόητρο, ή του Χρόνου το γέλιο, ή του σκοταδιού τη νιότη. Κι εγώ ντρεπόμουν λίγο, σαν ψυγείο γεμάτο φαγητά με την πόρτα ανοιχτή. Ή σαν εντελώς άδειο, με μόνο ένα κουτάκι μπύρας ανοιγμένο. Μου έλεγε να παριστάνω ότι γράφω, αλλά εγώ έγραφα στ’ αλήθεια.
Α, δε σου ‘πα. Με άφησε το αμάξι, από κιβώτιο. Καθώς γύριζα χάραμα, έβγαλε νεκρά και κυλούσε προς το σπίτι. Έμεναν μερικά τετράγωνα, ευτυχώς κατηφόρα. Κι εγώ πάταγα γκάζι αλλά αυτό δε σήκωνε στροφές. Σα να μου έλεγε “επιτέλους πια”. Πάρκαρα όπου βόλεψε και πήγα για ύπνο. Είδα και έναν εφιάλτη, ότι μου έλειπαν δάχτυλα από την παλάμη μου. Πετάχτηκα και κοίταξα το χέρι μου. Όντως μου έλειπαν, είχα μόνο πέντε.
Το μεσημέρι που ξύπνησα ψάχτηκα λίγο και έφτιαξα το αμάξι. Είμαι και έξυπνος πανάθεμα. Εντάξει δεν ήταν και τίποτα, ο σένσορας τα έπαιξε μάλλον όταν έσκασα σε εκείνη τη λακούβα. Θα ενημερώσω και το μηχανικό μου, μην έχω κάνει καμία χοντράδα. Θα του πω “Γιάννο, δε νιώθει ο σένσορας, φίλε”. Θα καταλάβει.
Α, δε σου ‘πα. Προχτές που έβρεχε. Έπαιζα με το σκύλο έξω, του έβαζα τρικλοποδιές και αυτός με ψευτοδάγκωνε. Γεμίσαμε λάσπες. Στέγνωσε ο λαιμός του από το γρύλισμα και έψαχνε μετά να πιει νερό. Μου έλειπες. Όταν βρέχει μου λείπεις, δε σου ‘πα.