Πιο νωρίς θα ‘ρθει ο Νοέμβρης, μην χαθείς

Ο Νοέμβρης ήρθε απόψε πιο νωρίς. Ντυμένος στα γκρι, μεσήλικας στους κροτάφους, έφτασε με κάπως κουρασμένο βηματισμό και τόσο ανεκπλήρωτος. Ακριβώς σαν τα όνειρα του φθινοπώρου που καθώς πέφτουν αργά τα φύλλα, δεν βρίσκουν εύκολα καθαρό έδαφος για να καρπίσουν. Κρυμμένος μέσα στο χρυσαφί χρώμα μιας ακατέργαστης εξέγερσης, κρύβει την αγέραστη παρά τα χρόνια του γοητεία, για να εμφανιστεί άπαξ τον χρόνο αλλά και δια παντός ανάμεσα στα σωριασμένα φύλλα πέντε ολόκληρων δεκαετιών.
Στο παράθυρο, στη γωνία Αβέρωφ και Πατησίων, η κουρτίνα τραβηγμένη. Κρύβεται η ματιά του από ντροπή, παρακολουθώντας μια ζωή που τρέχει και πάλι τρέχει, συνέχεια τρέχει, με την ανάσα του κυνηγημένου. Μια ζωή ασθμαίνουσα, μια ζωή σταματημένη, χωρίς φρένα στον κατήφορο, χωρίς θάρρος στην ανηφόρα. Ένα ανελέητα συνεχές αλλά και τόσο στάσιμο βογκητό, αίμα που ρέει από παντού, το ίδιο ανθρώπινο αίμα, από τα Τέμπη, την Πύλο, έως την Παλαιστίνη. Ανθρώπινα κορμιά, σε διάταξη ενός δολοφονικού χάους που παρελαύνει με βηματισμό ρουτίνας για να σταματήσει μόνο σαν ιερό προσκύνημα στην πύλη ενός ηρώου που τους δηλωμένους εχθρούς του στον μαντρότοιχο, αυτούς που νίκησε για ημέρες τρεις και δεκαετίες πέντε, δεν κατόρθωσε ποτέ σε παντοτινό χρόνο να εξαλείψει.
Στο απέναντι loft, πρώην σοφίτα ιδιοκτησίας ενός ερασιτέχνη συγγραφέα και νυν περιουσιακό στοιχείο μιας ιρλανδέζικης μαφίας, εκμισθωμένο σε κινέζικης τεχνολογίας πλατφόρμα βραχυχρόνιας δήμευσης από έναν Ισραηλινό έμπορο, μια παρέα αποφοίτων, μέλλοντες -πιθανόν- υπουργοί οικονομικών, περνά τον Νοέμβρη της σε μια εφαρμογή αστείων παιγνίων: Ένας αυτάρεσκος Απολλώνιος ηγεμόνας, άξεστος στην ιστορία και μορφωμένος στα ακριβά κολέγια, διορισμένος διάδοχος των 2 ευρώ μιας αριστεράς που θρήνησε με κόστος βαρύ πριν ανδρωθεί τα νιάτα της σε εκείνον τον Νοέμβρη, σε ρόλο κωμικοτραγικού κρουπιέρη -μην πάει χαμένο και το βιογραφικό- σκορπά σε κάθε του αυταρχική μοιρασιά τη θριαμβευτική ηδονή ενός βίαια ξεπεσμένου συμβιβασμού. Και πάλι αμέτρητα γέλια και πάλι ακόρεστα χαχανητά να διαχέονται αδιαμεσολάβητα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του ενός λεπτού.
Ο Νοέμβρης τραβά την σκονισμένη κουρτίνα του. Το ύφασμα, ραμμένο σε βιοτεχνίες που δεν υπάρχουν πια, ποτισμένο από ανόθευτες σταγόνες μιας ανίκητης ματιάς, προσπαθεί να αφήσει λίγο φως από τον ήλιο του Μουσείου να τρυπώσει. Εκτυφλωτική η σκοτεινή ασχήμια μιας εποχής που έντυσε τα όνειρα με νεκρικό σεντόνι. Αποκαρδιωτική και η βουή ενός παντελώς κενού θορύβου. Από μια χαραμάδα στο παράθυρο μπαίνει ο ήχος της ήττας. Περνά σαν σίφουνας και φτάνει στο τραπέζι όπου ένα πιάτο φαγητό δεν αρκεί για να θρέψει την απόγνωση ενός άνεργου στο κάτω από τον φωταγωγό διαμέρισμα. Ένας Νοέμβρης κι αυτός μεσήλικας πια, δεν αρκεί για έναν λαό που αθόρυβα πεινάει, αθόρυβα πονάει και εξίσου αθόρυβα γονατίζει.
Σωριάζεται στην πολυθρόνα. Πάνω του σωρό τα βιβλία ενός έπους, που κάπου στο διάβα του μπέρδεψε τα θύματα με τους θύτες, τους ήρωες με ύστερους υπουργούς. Ξεφυλλίζει το πρώτο λεύκωμα που πέφτει στα χέρια του. Κάνει να θυμηθεί, μα τέτοιες στιγμές οι θύμησες πληγώνουν. Ματωμένη η σημαία, περνά το κατώφλι του χρόνου παντελώς ανέπαφη. Ανέπαφη και πολύτιμη. Αχρείαστη σε εποχές άχρηστες, πεταμένες σε κουβάδες μιας ανιστόρητης ανακύκλωσης. Πίσω της σύμβολα λαών και εξεγέρσεων που δεν υπάρχουν πια. Που ανατράπηκαν, που διαλύθηκαν, που ξεπουλήθηκαν, που ηττήθηκαν. Κράτη που δεν γεννήθηκαν ποτέ, παρά μόνο πολεμώντας μέχρι και τώρα τον εχθρό που δεν επέτρεψε να γεννηθούν. Οι εξουσίες ανέπαφες, αγέραστες, εξ ορισμού αδιάλλακτες και απάνθρωπες. Διαχρονικές. Η μνήμη τού σήμερα σκοτώνει. Δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο για ένα αύριο, αυτό το αγέννητο αύριο που πνίγει την μπερδεμένη δίψα του σε ένα ενεργειακό ποτό ανακατεμένο με αντικαταθλιπτικά, παρασκευασμένα με τρόπο μεθοδικό στην πολυτελή αλχημεία της μεταπολίτευσης.
Χτυπάει το κουδούνι. “Ήρθαμε για την κατάσχεση”. 50 δόσεις απλήρωτες, τοκισμένες ετησίως σε εικονικά χρηματιστήρια που διαδέχθηκαν πραγματικές δικτατορίες. Ο μόνος συμβιβασμός που απέτυχε, είναι αυτός για τη ρύθμιση οφειλών. Τα ιστορικά χρέη πληρώθηκαν και με το παραπάνω, το ίδιο και η πονεμένη αθωότητα, υπολείπονται οι καθημερινές υποχρεώσεις μιας ζωής σταυρωμένης με καρφιά και των τριών εξουσιών, πόσο μάλλον αυτής που άλειψε τα 7 χρόνια μαύρου γύψου με άσπρο, ετοιματζίδικο, γλάσο. Το ρεύμα από καιρό κομμένο, το νερό βρώμικο, ο αέρας αποπνικτικός, τα συνεργεία τού μετρό λίγο πιο πάνω στην πλατεία υλοτομούν παρά τις αντιδράσεις και την τελευταία απόδειξη πως ο Νοέμβρης σίγουρα μεγάλωσε, άρα υπήρξε, με την ακρίβεια μάλιστα μιας εντελώς φυσικής και ενίοτε τρομακτικής διαδοχής.
Προσπαθεί να μαζέψει προσωπικά αντικείμενα. Μα την αλήθεια, όσοι κι αν προσπάθησαν, αυτά ποτέ πράγματι δεν υπήρξαν. Ο Νοέμβρης ήταν συλλογικός, όπως όλες οι μεγάλες εξεγέρσεις. Σκέφτεται να περισώσει κάποια βιβλία πριν παραδοθούν στην ανακαινισμένη βολή ενός θερμοπομπού νέας γενιάς, μα η σκέψη πως η Ιστορία με ψυχρότητα χωρά όσα μονάχα γιορτάστηκαν, τον κάνει να θέλει να βγει τρέχοντας. Επιστρέφει ανέστιος πια εκεί που ανήκει. Οι σφιγμένες γροθιές στον γεμάτο από νιάτα δρόμο, είναι η μαμή που θα ξαναγεννήσει την ιστορία. Η πύλη δεν θα ξανασηκωθεί ποτέ η ίδια, τα ακριβώς 50 φθινόπωρα δεν θα ξανανιώσουν σαν 20άρηδες επαναστάτες, μα ίδιες κλειδαριές κρατούν ερμητικά φυλακισμένα όσα είναι σχεδόν έτοιμα να ξεχυθούν. Από νέους με πρησμένες ζωές που θα τους πούνε και πάλι αλήτες.
Αυτή η πύλη κι αυτές οι κλειδαριές είναι το γραμμένο για τον Νοέμβρη και κάθε Νοέμβρη. Είναι και το δικό σου γραμμένο, θέλει να σου πει. Μην χαθείς. Μην μπερδευτείς με τα γκρίζα μαλλιά μου, τα κουρασμένα χέρια, το βαρύ κορμί μου. Ίσως και να μην λέγομαι πια Νοέμβρης, αλλά κάπως διαφορετικά. Μα θα έρθω. Και τότε θα γυρίσεις κι εσύ από την επαρχία. Το είδα σε ένα όμορφο όνειρο, σε καλούσε ο Περικλής και ο Κώστας ο Πράχτορας στα γενέθλια μιας απέθαντης εξέγερσης. Θα κρατάς σφιχτά ένα ιδρωμένο κόκκινο γαρύφαλλο και θα σιγοτραγουδάς έναν άγραπτο ακόμη ύμνο για εαρινούς ξεσηκωμούς κι ας δείχνει ακόμη έξω καταχείμωνο. Θα μετρήσεις από την αρχή αλλιώς τον χρόνο, η εποχή θα εκπληρώσει την προφητεία που σκαρφίστηκες κάπου στην παρατεταμένη και τόσο ματαιωμένη εφηβεία σου. Θυμάσαι; Νοέμβρης θα ΄ναι η χρονιά, είχες πει κάπως αόριστα, μια υπόσχεση που δεκαετίες ολόκληρες δεν κράτησες.
Και τώρα, φέτος που το τάμα του φθινοπώρου και πάλι σε βρίσκει για μια στιγμή όψιμα συνεπή κι ακόμα περισσότερο θλιμμένο, σε ηλικία ακριβώς 50 επετείων, για ένα πράγμα δείχνεις να είσαι βέβαιος. Πως όποια τελικά κι αν είναι αυτή η χρονιά, πιο νωρίς θα ΄ρθει ο Νοέμβρης. Στο δικό του ακανόνιστο ραντεβού, στο δικό μας υπόλοιπο του αιώνα που ακόμα χρωστάμε, γιατί Εκείνος αν και μεγάλωσε, δεν ξόφλησε.
Μην χαθείς.