«Πλάνο 75» της Τσι Χαγιακάουα – Πόσο απέχει η δυστοπία της εθελοντικής ευθανασίας για τους ηλικιωμένους;

«Πλάνο 75» (Plan 75).
Σκηνοθεσία: Τσι Χαγιακάουα.
Πρωταγωνιστούν: Τσιέκο Μπάισο, Χαγιάτο Ισομούρα, Στεφανί Αριάν, Γιουούμι Καγουάι.
Ιαπωνία, 2022.
Ο Τάρο Άσο, υπουργός οικονομίας της Ιαπωνίας το 2013, δήλωνε: «Πρέπει να επιτρέψουμε στους ηλικιωμένους να βιαστούν να πεθαίνουν για να μην πληρώνει το κράτος την περίθαλψή τους… Εγώ θα ένιωθα πολύ άσχημα γνωρίζοντας ότι η κυβέρνηση πληρώνει τη νοσηλεία μου» (λίγους μήνες αργότερα, αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη). Τρία χρόνια μετά τη δήλωσή του, ένας νέος δολοφόνησε 19 και τραυμάτισε σοβαρά 40 άτομα με αναπηρία και ειδικές ανάγκες στην Ιαπωνία, δηλώνοντας ότι ήθελε να απαλλάξει τον κόσμο από την παρουσία τους και να αναζωογονήσει τη διεθνή οικονομία. Το 2021, ο Ιάπωνας καθηγητής στο Γέιλ, Γιουσούκε Ναρίτα, μίλησε για μελλοντική υποχρεωτική ευθανασία ώστε να ανασχεθεί η ταχεία γήρανση του Ιαπωνικού πληθυσμού και το αυξανόμενο δημόσιο χρέος (και, οι followers του αυξήθηκαν σημαντικά).
Σ’ ένα δυστοπικό μέλλον, η Ιαπωνική κυβέρνηση προσφέρει μια σύγχρονη «τελική λύση» για τους ηλικιωμένους, το «Πλάνο 75»: όσοι πολίτες άνω των 75 συμφωνήσουν να πεθάνουν με τον ανώδυνο τρόπο που εφαρμόζεται, τούς χορηγείται, πέρα από δωρεάν κηδεία, ένα «κεφάλαιο προετοιμασίας» 1.000 δολαρίων για ν’ απολαύσουν τις τελευταίες τους μέρες και δωρεάν ψυχολογική υποστήριξη για το δύσκολο ενδιάμεσο διάστημα – μέσω τηλεφωνικής συνομιλίας διαθέσιμης όλο το 24ωρο αλλά για 15 μόνο λεπτά καθημερινά ώστε να μην αναπτύσσονται διαπροσωπικές σχέσεις, να μην παρεκκλίνει η υποστήριξη στην απόφαση των ηλικιωμένων για ευθανασία σε υποστήριξη αναθέρμανσης της επιθυμίας για ζωή.
Ο 75χρονος Γιούκιο που ήταν αιμοδότης κι είχε χτίσει μεγάλο μέρος του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου, δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο το υψηλό κόστος διαβίωσης εξαιτίας των περικοπών στις συντάξεις, επιπλέον απομένει ολομόναχος μετά τον θάνατο της συζύγου του (στην πραγματικότητα, είναι μεγάλη η μοναξιά των ηλικιωμένων στα Ιαπωνικά αστικά κέντρα, οι οικογενειακοί δεσμοί έχουν διαρραγεί από καιρό και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις έχουν συρρικνωθεί ενώ η φροντίδα τους στα ιδρύματα γίνεται περισσότερο από μετανάστριες, προφανώς η συγκεκριμένη δουλειά είναι ανεπιθύμητη για τους Ιάπωνες). Η δραστήρια 78χρονη Μίτσι απομένει μόνη μετά τον θάνατο των φίλων της, χωρίς επαρκείς πόρους μετά την απόλυσή της (εξαιτίας των προβλεπομένων κυρώσεων για τους εργοδότες στην περίπτωση που ένας ηλικιωμένος πεθαίνει ή τραυματίζεται στον χώρο εργασίας) και την άρνηση της Πρόνοιας για χορήγηση επιδόματος. Για τον Γιούκιο και την Μίτσι, σφίγγει ο κλοιός για ένταξη στο «Πλάνο», επιπλέον γιατί ήδη στην πραγματικότητα η κοινωνία έχει εσωτερικεύσει την περιθωριοποίηση των ηλικιωμένων ως ορθολογική: «Οι Ιάπωνες δεν θέλουν να εξοντώσουν τους ηλικιωμένους αλλά ανησυχούν για τα γεράματά τους: κι αν μείνουμε μόνοι, χωρίς χρήματα ή αρρωστήσουμε βαριά; Έτσι, θα ένιωθαν ασφαλείς αν καθιερωνόταν η εθελοντική ευθανασία», δηλώνει η σκηνοθέτιδα. Πόσο, άραγε, απέχει αυτή η δυστοπία και για τις δικές μας κοινωνίες αν σκεφτούμε ότι πέρυσι οι γνωστοί οίκοι αξιολόγησης προειδοποίησαν για «πλήγμα στα δημόσια οικονομικά των κυβερνήσεων από την αύξηση της υγειονομικής περίθαλψης και των συντάξεων» και την ανάγκη «σαρωτικών μεταρρυθμίσεων» (όπως ονομάζεται τεχνοκρατικά η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους ώστε να μην γίνεται αντιληπτή), αν σκεφτούμε την αντιμετώπιση των ηλικιωμένων στη Σουηδία κατά την πανδημία του κορονοϊού;
«Δεν έχουμε επιλογή για το αν γεννηθούμε αλλά τι καλά θα ήταν αν μπορούσαμε να επιλέξουμε πότε θα πεθάνουμε. Το να αποφασίζω πότε και πως θα τελειώσει η ζωή μου, προσφέρει ψυχική ηρεμία», διαφημίζει το «Πλάνο». Τι, άραγε, θα ωθούσε ηλικιωμένους χωρίς σοβαρά προβλήματα υγείας σε εθελοντική ευθανασία; Πέρα από την Ιαπωνική ιδιαιτερότητα της ενοχής ότι επιβαρύνουν την οικονομία, που θα τους οδηγούσε ευκολότερα σ’ ένα μελλοντικό «Πλάνο» λόγω της παραδοσιακής περηφάνειας του πολίτη να θυσιάζει το εγώ του για το εθνικό καλό (μαζί, βέβαια, με τις εισφορές που έχει καταβάλει στον εργασιακό του βίο), τα γηρατειά εσωτερικεύονται ως ανίατη ασθένεια (είναι χαρακτηριστική η επιθυμία εξωραϊσμού της μορφής που γερνάει με λίφτινγκ και αντιγηραντικά προϊόντα), η ανάγκη μεγαλύτερης φροντίδας προκαλεί ντροπή για την ανάγκη του άλλου, η μοναξιά γίνεται ακόμα πιο σκληρή για την τρίτη ηλικία και ο ηλικιακός ρατσισμός οξύνεται στις κοινωνίες όπου ο νεοφιλελευθερισμός έχει επικρατήσει ως αναπότρεπτη πραγματικότητα και οι συνέπειες της διάρρηξης του κοινωνικού ιστού έχουν εσωτερικευθεί και ιδεολογικοποιηθεί ως «ατομική ευθύνη» για την εξασφάλιση της επιβίωσης, ως πεποίθηση ότι «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» (στην Ιαπωνία, όλο και περισσότερο ηλικιωμένοι πεθαίνουν μόνοι χωρίς να τους αναζητά κανένας για καιρό- και πολλοί επιλέγουν την παραβατικότητα ώστε να φυλακιστούν, εξασφαλίζοντας τροφή, συντροφιά και φροντίδα). Η ένταξη στο «Πλάνο» διακηρύσσεται ως ελεύθερη επιλογή σ’ ένα περιβάλλον που ουσιαστικά στερεί κάθε άλλη επιλογή ενώ αυτό που επιχειρείται να εμπεδωθεί στη συλλογική συνείδηση, είναι ότι μπορώντας να ορίζεις τον θάνατό σου, παύει να έχει σημασία να ορίζεις τη ζωή σου- με αποτέλεσμα να συντηρείται η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, προς όφελος των λίγων: η αποδοχή ενός «Πλάνου» ριζώνει στο εύφορο ψυχικά έδαφος ανθρώπων απομονωμένων, καταβεβλημένων από τις δυσκολίες της καθημερινότητας, απρόθυμων να αναζητήσουν την ελευθερία πέρα από τον κοινωνικά αποδεκτό τρόπο σκέψης, ανθρώπων φοβισμένων να αναλαμβάνουν την ευθύνη της ζωής τους εναποθέτοντας την ευθύνη της πολιτικής τους υπόστασης σε φαινομενικά σιδηρούς, στην πραγματικότητα αποανθρωποποιημένους ηγέτες, προβάλλοντας ψυχολογικά σ’ αυτούς την κρυμμένη τους βία.
Η εσωτερίκευση του λόγου της εξουσίας επεκτείνεται σε ολόκληρο το κοινωνικό σώμα: οι υπάλληλοι του «Πλάνου» διανθίζουν την τυπική εκτέλεση του καθήκοντος με την παραδοσιακή Ιαπωνική συμπεριφορική ευγένεια, αναπαριστώντας το ομοίωμα της ανθρωπιάς όταν ακούνε τα βάσανα των ηλικιωμένων και τους εξηγούν τα πλεονεκτήματα του προγράμματος- με το έντονα ταξικό πρόσημο καθώς οι διευθυντές του «Πλάνου» είναι ηλικιωμένοι… Η θανάτωση φέρνει στο νου τη βιομηχανοποιημένη εξόντωση στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης καθώς οι ηλικιωμένοι φορούν μάσκα αερίου αφού πρώτα τους χορηγηθεί φάρμακο για τη ναυτία (εξελίσσονται οι θηριωδίες του καπιταλισμού ώστε να μην γίνονται αντιληπτές θυμίζοντας προηγούμενες μορφές τους), οι στάχτες τους διαχειρίζονται από εταιρείες ανακύκλωσης βιομηχανικών αποβλήτων και τα τιμαλφή τους καταλήγουν στις τσέπες των απαθών υπαλλήλων σ’ αυτά τα σύγχρονα κρεματόρια. Και, όπως τότε, η κοινωνία σωπαίνει, αδρανεί, εκλογικεύει την αποκτήνωση.
Στην ταινία τίθενται σημαντικοί προβληματισμοί χαμηλότονα και σχεδόν στεγνά συναισθηματικά («οι Ιάπωνες δεν φανερώνουμε τα συναισθήματά μας, τα κρύβουμε, είμαστε ανέκφραστοι», δηλώνει η σκηνοθέτιδα), η μελαγχολία είναι υπόκωφη, μια κλινικότητα μεταδίδεται από το τεχνητό φως των λαμπτήρων φθορισμού στα γραφεία του «Πλάνου» που, όπως διευκρινίζει η ίδια, φανερώνει έναν κόσμο πιο σκληρό από τη φαινομενικά φιλική επιφάνειά του. Αν κι αισθανόμαστε ότι σε στιγμές η ταινία είναι περισσότερο ελεγχόμενη και αργή απ’ όσο θα θέλαμε, αν και οι χαρακτήρες των δύο νέων πρωταγωνιστών δεν έχουν αναπτυχθεί, ωστόσο η γνωστή ανθρωπιά του Ιαπωνικού κινηματογράφου, η μεγαλειώδης εσωτερική ερμηνεία της Τσιέκο Μπάισο στον ρόλο της Μίτσι και οι προβληματισμοί που δεν ξεπέφτουν σε εύκολη καταγγελτικότητα, συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ιδιαίτερα ενδιαφέρουσας ταινίας.