Πωλείται το παρόν

Παρότι είχε καβατζώσει τα 60, συνήθιζε να φορά κοντά παντελόνια, τρία τέταρτα, σχεδόν οκτώ μήνες τον χρόνο. Τα μαλλιά του ήταν μακριά, γκρίζα και αχτένιστα με μπούκλες. Μοσχοβολούσαν σαμπουάν από πράσινο μήλο.
Λάμβανε υπόψιν του, με μεγάλο σεβασμό τη γνώμη των παιδιών μεταξύ 4 και μέχρι το πολύ 18 χρονών. Βαριόταν απίστευτα να συνομιλεί με άτομα της ηλικίας του, αλλά και με ανθρώπους που τους ενδιέφερε η ύλη, το καινούργιο μοντέλο του κινητού τους, του αυτοκινήτου τους, τα καινούργια ρούχα, το shopping therapy, οι διακοπές σε χώρες φτωχές μεν, αλλά με ακριβά ξενοδοχεία και εστιατόρια.
Όχι, δεν μπορούσε να φανταστεί πώς τόσα εκατομμύρια των εκατομμυρίων άνθρωποι, άντεχαν συναισθηματικά αλλά και ψυχολογικά να κάνουν διακοπές σε ξενοδοχεία 5 αστέρων, όταν δίπλα τους οι κάτοικοι τους ήταν όχι μόνον φτωχοί, αλλά παρέμεναν έτσι εις το διηνεκές.
Δεν μιλούσε πολύ. Σχεδόν ελάχιστα. Τραγουδούσε όμως, πολύ ευχάριστα. Και όταν τραγουδούσε, δάκρυζε. Μετά όμως από λίγη ώρα συνερχόταν και τραγουδούσε χωρίς δάκρυα, μα με φωνή γλυκιά και βαθιά που ακουγόταν σαν να ερχόταν από τις αλλοτινές εποχές των ιπποτών της στρογγυλής τραπέζης.
Όταν πήγαινε για πρώτη φορά σε ένα εστιατόριο ή σε μια ταβέρνα να φάει, συχνά μόνος, οι σερβιτόροι, του μιλούσαν από την αρχή στον ενικό. Όχι, δεν ήταν ότι δεν τον σέβονταν, απλά ένιωθαν οικεία μαζί του.
Πολύ συχνά, άνθρωποι που τον πρωτοσυναντούσαν, του έλεγαν, είτε ότι τον είχαν στο παρελθόν ξανασυναντήσει, είτε ότι τους θύμιζε κάποιον άλλον που κάπως αλλιώς τον έλεγαν και που ζούσε σε κάποιο άλλο μέρος. Τους κοίταζε με αυτό το άμεσο βλέμμα του και τους απαντούσε ότι ούτε είχαν ξανασυναντηθεί και ότι ούτε είχε καμιά σχέση με αυτόν τον άλλον που τους θύμιζε. Ή μάλλον ότι πολύ θα επιθυμούσε να μην ήταν αυτός μοναχός του, αλλά κομμάτι και συνέχεια όλων αυτών που τους θύμιζε. Πολύ θα ήθελε να τους συναντούσε όλους αυτούς και αφού συμφάγουν μπριζολίτσα και χωριάτικη σαλάτα, να τραγουδούσαν όλοι μαζί «Ο κυρ Αντώνης», του πολυαγαπημένου του Μάνου, του «Άγιου Μάνου», όπως τον αποκαλούσε. Πολύ θα επιθυμούσε να είχε ερωτευτεί τρελά μια Μελίνα. Μια οποιαδήποτε Μελίνα, αφού το όνομά από μόνο του, πάντα θα του θύμιζε την μία και μοναδική.
Όχι, δεν ήταν μοναχός, ούτε καν αλαφροΐσκιωτος. Αγαπούσε την ποίηση, μα όχι τους ποιητές. Ο ίδιος αδυνατούσε να γράψει έστω και δυο αράδες.
Τα τελευταία πέντε χρόνια, αδυνατούσε μάλιστα να προσαρμοστεί ακόμη και στο παρόν που ζούσε, το οποίο ήταν πέρα για πέρα φανερό ότι επωλείτο. Επωλείτο μαζί με όλους αυτούς που κάτι τους θύμιζε.
Έτσι, ένα απόγευμα καλοκαιριού, έλουσε τα μακριά γκρίζα μαλλιά του με σαμπουάν ζεστού ήλιου, έφαγε μια μερίδα δροσερή θαλασσινή αύρα και αφού ήπιε ένα μπουκάλι γαλάζιο ουρανό άρχισε να τραγουδά. Στην αρχή δάκρυσε, αλλά σύντομα, αφού έγλυψε με τη γλώσσα του τα αλμυρά του δάκρυα συνέχισε να τραγουδά εις το διηνεκές, μέχρι αυτοί που κάτι τους θύμιζε να κατανοήσουν τι και ποιόν τους θύμιζε.