Πού πάει μωρέ αυτός με το κάγκελο;
Πριν κάμποσα χρόνια, στον πρώτο μου αγώνα ορεινής ποδηλασίας, όντας άσχετος τότε από ποδηλατικούς ομίλους, ποδηλατικές ομάδες, προπονήσεις και αγώνες αντοχής, είχα καταφθάσει στη γραμματεία του αγώνα ντυμένος με μια αεράτη βερμούδα που μου είχε αγοράσει η μάνα μου από τη λαϊκή στο λύκειο, άσπρες πετσετέ κάλτσες σηκωμένες μέχρι τη γάμπα, αθλητικά παπούτσια και μακό μπλουζάκι.
Στο χέρι έσουρνα από το τιμόνι ένα αρχαίο σιδερένιο mountain bike των 80’s με λιωμένα λάστιχα και φρένα που έσκουζαν σαν σκουριασμένη εξώπορτα, ενώ στο κεφάλι φορούσα ένα κόκκινο χοντροκομμένο κράνος, που με έκανε να μοιάζω με παιδάκι που ποδηλατεί σε διαφήμιση δημητριακών.
Παρά την αταίριαστη εμφάνιση όμως και τον ακατάλληλο εξοπλισμό, το πάθος και τα γυμνασμένα μου ποδάρια, πίστευα πως ήταν αρκετά εχέγγυα για να ‘μαι καλοδεχούμενος σε κάθε ποδηλατική εκδήλωση.
Μπροστά στο δικό μου καθημερινό παρουσιαστικό, οτιδήποτε άλλο στο χώρο φάνταζε εξωγήινο στα αγνά μου μάτια.
Ποδήλατα βγαλμένα από ταινίες επιστημονικής φαντασίας, αεροδυναμικά κράνη, φανταχτερές περιβολές, δισκόφρενα, περίεργα παπούτσια που κλείδωναν αυτόματα σε κάτι κουτσουρεμένα πετάλια, πιρούνια με ανάρτηση, αθλητικά γυαλιά ηλίου χωρίς κορδονάκι, σκληρές και μικροσκοπικές σέλες, υπερτροφικές γάμπες και θηριώδης τετρακέφαλοι.
Τα πάντα γύρω μού προκαλούσαν ασύγκριτο δέος.
Στεκόμουν και χάζευα με το στόμα ορθάνοιχτο τον καινούριο κόσμο που ανακάλυψα.
Ένας κόσμος γεμάτος πραγματικούς αθλητές που έμοιαζαν με υπερήρωες κόμικ, στον οποίο μόλις είχα γίνει επίσημο μέλος υπογράφοντας και παραλαμβάνοντας το ταμπελάκι συμμετοχής.
Η αφόρητη χαρά και ο ενθουσιασμός, μου έφερναν ζαλάδα!
Όταν λίγο αργότερα ήρθε η ώρα για να συγκεντρωθούμε στην αφετηρία, έριξα δυο-τρεις αριστοτεχνικές κωλιές, για να αποδείξω και στους υπόλοιπους πόσο άξιζα να βρίσκομαι ανάμεσά τους, και στρώθηκα ανυπόμονα στο σημείο εκκίνησης.
Με το που δόθηκε το σύνθημα για την έναρξη του αγώνα, έφυγα σαν σίφουνας μπροστά, σπινιάροντας με θόρυβο και κοιτώντας αριστερά και δεξιά τους ανταγωνιστές μου.
Μετά από μερικά χιλιόμετρα σε επίπεδη διαδρομή, το πράσινο βέλος της σήμανσης έδειχνε δεξιά σε αγροτικό δρόμο, με έντονα ανηφορική κλίση.
Κλικ-κλικ, ρίχνω την αλυσίδα στον πρώτο δίσκο, σφίγγω τα δόντια, βαθιά ανάσα και ξεκινάω τις ορθοπεταλιές. Λίγο πιο πάνω, συναντώ ένα δίδυμο με άσπρα εντυπωσιακά ποδήλατα, που έδειχνε να έχει βρει ρυθμό και να ανεβαίνει σταθερά τον ανήφορο. Μέσα στην πώρωση και την απειρία του πρωτάρη, τα δίνω όλα και τους προσπερνάω κακήν-κακώς.
Σε εκείνη τη στιγμή, όπως βρίσκομαι να ρουφάω αέρα σαν μανιακός, τα ματόκλαδα να ανοιγοκλείνουν σπασμωδικά για να διώξουν τον ατελείωτο ιδρώτα που έσταζε από παντού και με πόδια να τρέμουν από την ξαφνική ένταση μαζί με τον τρελό ενθουσιασμό, ακούω από πίσω μου μια φράση που μου έκοψε τα γόνατα: «πού πάει μωρέ αυτός με το κάγκελο;».
Αυτές οι λέξεις με έκαναν να νιώσω, από αθλητής που ήμουν πριν λίγο στην αφετηρία, παιδαρέλι που πάει να παίξει στο σαλόνι των μεγάλων.
Τότε συνειδητοποίησα πόσο αθώος και αφελής ήμουν από την αρχή που πίστεψα σε ένα όνειρο, ότι καβαλώντας ένα μισοπεθαμένο σαράβαλο που είχα βρει στο γκαράζ της θείας μου, θα μπορούσα να γίνω μέλος στο μεγάλο κλαμπ των αθλητών ποδηλασίας.
«Μα γιατί όχι; Αφού κι αυτό το ποδήλατο δουλεύει μια χαρά» σκέφτηκα μελαγχολικά και αφέθηκα στο έλεος της ανηφόρας.
Από εκείνη την αποφράδα μέρα έγινα μάστορας, ανακατασκεύασα το σαραβαλάκι με ανταλλακτικά από δεύτερο χέρι, το ρεγουλάρισα να δουλεύει ρολόι, το φόρτωσα κάθε λογής τσαντικό και δοκιμαστήκαμε παρέα σε κάθε ανηφορική γωνιά της Ελλάδας.
Δεν συνάντησα ξανά τον τύπο με το άσπρο ποδήλατο που μου τσαλαπάτησε με τέτοια κακία τον ενθουσιασμό, αλλά βάζω στοίχημα πως το σαραβαλάκι μετά από τόσα χιλιόμετρα θα τον έχει ξεχάσει.