Ψυχή Βαριά, να ‘χεις το νου σου στο κελί σου
Χρόνος φόβος τρόμος. Ένας κόσμος που πεθαίνει αργά, βασανιστικά, από χαλασμένα και απολύτως δηλητηριώδη αρσενικά. Εναίσιμες εκχύσεις σε πυώδεις πληγές. Γυναίκα ζωή, κακοποιημένη σε κάθε της έκφραση, κρύψε τα στήθη σου από καθημερινούς βιαστές, παιδιά που αναγκάζονται να σκεπάσουν ένα υπόλειμμα αθωότητας κάτω από ένα μεταχειρισμένο μπουφάν, ουδέτερες ζητωκραυγές που ζητούν ακόμη περισσότερο αίμα, ψυχές βαθιές που έχασαν την μάχη όχι από βόλι αλλά με ένα πιάτο στο τραπέζι λιγότερο, ψυχές άδειες και βαριές, ματιές κενές, βερεσέ η λεζάντα της εποχής, μπροστάντζα σε ανίατους νταβατζήδες.
Φθόνος, πόνος, βρόγχος κι ένας καθημερινός πόλεμος. Βάρκες περιορισμένης χωρητικότητας που ξέβρασαν στα βράχια χωρίς επιμνημόσυνες δεήσεις και άλλες τιμές όσα εκατομμύρια αίματα περίσσεψαν από εμπόλεμες εκστρατείες. Καλοχτενισμένα γκαλά φιλανθρωπικών συνοικεσίων με σπόνσορες δολοφόνους ψυχών. Άνθρωποι γερανοί, θωρηκτά με καρδιά, κρεμασμένοι στις άκρες ενός κόσμου που σβήνει, κεριά άσβεστα σε λερωμένα πελάγη, κύματα κόκκινα αέρας ωχρός, στην τηλεόραση λευκές οδοντόπαστες αναλύουν σε κιλά την τιμή μαστροπείας ενός συνοικιακού εφιάλτη, μια χώρα σαπίζει κι εσύ κλείνεις τα μάτια πως μυρίζει γιασεμί.
Σου χτυπάνε την πόρτα. Τα περιπολικά βουίζουν στο δίπλα τετράγωνο. Μια διμοιρία τρέχει σε σταματημένα στον χρόνο κατώφλια, χέρι σηκωμένο στην ευθεία μιας κατάμαυρης μπότας, μια γραβάτα δικαστικού επιμελητή ανεμίζει στον θρίαμβο μιας ανέντιμης έξωσης. Τρία παιδιά μετακομίζουν στο απέναντι πεζοδρόμιο, στις επάλξεις ένα άτιμο καθεστώς προασπίζεται τίμια τα συμφέροντα καλοντυμένων λωποδυτών με γυαλισμένες βλεφαρίδες που θωπεύουν ένα μέλλον γυμνό σε έναν κόσμο σκελετωμένο.
Τρομοκρατημένη λεχώνα η κάθε ιστορία, τσαλαπατημένη από βάνδαλους βιαστές, κυοφόρησε τέρατα που ενηλικιώθηκαν με ρυθμούς χρηματιστηριακής οφθαλμαπάτης. Αδιάβαστες μνήμες. Αντάρτες που έμειναν σπορά σε χρόνους που σάπισαν, βουνά που δεν μίλησαν μπροστά σε τυμβωρύχους κενοταφίων, μανάδες που ξέχασαν σε λυγισμένα σχοινιά ασπρόρουχα που έκαψε η κιτρινίλα του χρόνου, καταγραφές τριμμένων εσωρούχων σε κατασχετήρια κάποιου ελληνικού δημοσίου, γενιές που λιώνουν στα σεντόνια εκτελωνισμένων ατελώς κρεματορίων, δεμένες πισθάγκωνα με κορδόνια που αυτόχειρες άφησαν σε μια κούτα άδεια εβαπορέ.
Εκμοντερνισμένα ακάθαρτα στον κάδο ευλύγιστων πρωτοποριών που κρατούν ίσες τις αποστάσεις. Απόβλητα διχασμένων ιδεών και σιχαμένων ορέξεων, μείγμα αρρωστημένο σε ακριβοπληρωμένες σύριγγες με βουλωμένα στόμια που εκτοξεύουν με φανατισμό ανισόπεδες αποκαταστάσεις. Μπουκάλες εμφιαλωμένου αερίου που δίνουν ζωή σε λαούς που αδειάζουν τις τελευταίες ανάσες τους σε σακούλες ενός πεινασμένου εμετού. Καθετήρες πλαστικοί τραβούν το αίμα πληγωμένων κοινωνιών για να το πουλήσουν σε συσκευασία υγρού μοσχοσάπουνου με άρωμα γάλα και μέλι, στη γωνιά της οθόνης υποψήφιοι πολιτευτές φωτογραφίζουν σε προφίλ της επόμενη κάλπικη πραμάτεια τους.
Ιστορικές αφοδεύσεις, μπιντέδες πρόχειρου ξεπλύματος, στο κεφάλι μας πλύσεις εγκεφάλου στους μόλις 30 βαθμούς και η ζωή, έλα μωρέ, συνεχίζεται. Σφύριξε το εμβατήριο μιας χαρούμενης ήττας, στις πλατείες παιδιά αναζητούν ένα μέλλον σε κυλιόμενες οθόνες, αφυγραντήρες με εγγύηση κρατική πωλούνται σε τιμή ευκαιρίας, αποξηράνσεις ονείρων ιονισμοί ψυχρού ρεαλισμού, σβήσε τη λάμπα, ο χρόνος μας κρύφτηκε κάτω από ένα παγωμένο μαξιλάρι, ο φόβος ζεστός καίει μια λερωμένη μαξιλαροθήκη, με ρήτρα ευκαιρίας δωρεάν η συμμόρφωση, ψυχή βαθιά που ο χρόνος της γέμισε με τρύπια κουφάρια ειδώλων καινών. Κλείσε το παντζούρι μην κάψει ο αέρας τις ύστατες φλέβες, πάρε το σπρέι και γράψε ένα γράμμα, Ψυχή Βαριά, -να χεις το νου σου στο κελί σου-.