“Ανατομία μιας πτώσης” της Ζιστίν Τριέ – Ανατομία των ανθρώπινων σχέσεων που αποτυπώνεται στη μνήμη

“Ανατομία μιας πτώσης” (“Anatomie d’une chute”).
Σκηνοθεσία: Ζιστίν Τριέ.
Πρωταγωνιστούν: Σάντρα Ούλερ, Σουάν Αρλό, Μιλό Μασαντό.
Γαλλία, 2023.
Από τη σοφίτα του σπιτιού, απομονωμένου σ’ ένα βουνό της Γαλλίας, ο Σαμουέλ βάζει μουσική στη διαπασών, γνωρίζοντας ότι στο ισόγειο η σύζυγός του Σάντρα δίνει συνέντευξη σε μια δημοσιογράφο- διακόπτοντας το ευχάριστο κλίμα, τον ερωτισμό που διέχεε η Σάντρα, κυρίως τη δίψα της για επικοινωνία με τον “έξω κόσμο”. Ο έφηβος γιος τους Ντανιέλ, βγάζει βόλτα τον σκύλο- έτσι αντιδρούσε στην τεταμένη ατμόσφαιρα και τους καυγάδες τους, όπως θα καταθέσει στην αστυνομία λίγες μέρες μετά, όταν η νεκροψία δεν θα έχει καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα για τη θανάσιμη πτώση του Σαμουέλ από τη σοφίτα. Καθώς τη μοιραία ώρα δεν υπήρχε άλλος στο σπίτι εκτός της Σάντρα, θα θεωρηθεί ύποπτη και θα παραπεμφθεί σε δίκη όπου η ιδιωτική ζωή του ζευγαριού θα εκτεθεί σε δημόσια θέα, δικαστές κι ενόρκους, ακροατήριο και τηλεοπτικό κοινό- και η άγνωστη ζωή του, θα αποκαλύπτεται στον Ντανιέλ.
Αυτοκτόνησε ο Σαμουέλ ή τον έσπρωξε η Σάντρα, τυχαία ή εσκεμμένα; Γιατί είχαν σφοδρές συγκρούσεις; Πως αντιμετώπιζαν τα προβλήματά τους, τις αποκλίσεις στις επιθυμίες και τις ανάγκες τους; Πως διαχειρίζονταν τη μερική τύφλωση του παιδιού από ένα ατύχημα πριν λίγα χρόνια, με υπαιτιότητα του πατέρα που πάντα βασανιζόταν από την ενοχή; Οι ένορκοι (κι εμείς) διχάζονται ανάμεσα σε αντικρουόμενες πληροφορίες, μαγνητοφωνημένες συνομιλίες, εκθέσεις εμπειρογνωμόνων. Κι όταν επιχειρείται η επιβολή της ορθότητας και της αντικειμενικότητας με επίκληση της επιστημονικής αυθεντίας στις ανθρώπινες σχέσεις, υπάρχει ο αντίλογος: “Λέτε σε μένα ποιος ήταν ο Σαμουέλ και τι περνούσαμε. Ό,τι γνωρίζετε, είναι μέρος μόνο της όλης κατάστασης. Μερικές φορές οι σχέσεις των ζευγαριών είναι χάος, άλλοτε πολεμάμε μαζί, άλλοτε χώρια κι άλλοτε ο ένας ενάντια στον άλλον”, απαντά η Σάντρα στον ψυχοθεραπευτή του Σαμουέλ που την ενοχοποιεί για όλα τα δεινά του, γνωρίζοντάς την μόνο από τις αφηγήσεις τού πελάτη του.
Χωρίς αδιάσειστα στοιχεία και με δεδομένες τις αντικειμενικές δυσκολίες να κατανοηθούν άνθρωποι που γνωρίζουμε μόνο μέσω μαρτυριών ή της δημόσιας εικόνας τους, το δικαστήριο (κι εμείς) πρέπει να επιλέξει το αφήγημα περί ενοχής ή αθωότητας, με μια υποκειμενικότητα που κουβαλά το βάρος της κρατούσας ηθικής στις κοινωνίες μας. Πρωταγωνιστές, σαν σε θεατρική παράσταση, είναι ο εισαγγελέας κι ο συνήγορος υπεράσπισης: ο πρώτος σκοπεύει στην αποδόμηση της ηθικής υπόστασης της γυναίκας, με ξέχειλη αυτοπεποίθηση και λόγο όπου υφέρπουν σεξισμός και ρατσισμός για τη Γερμανίδα Σάντρα που ακόμα αρνείται να μάθει καλά γαλλικά-σαγηνευτικός για τα έμφυλα, εθνικοπατριωτικά και συμπεριφορικά στερεότυπα του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας- ειρωνευόμενος κάθε παράλειψη ή ανασκευή μιας ανάμνησής της ως εσκεμμένη απόκρυψη- και η κριτική για το ύφος του αποδυναμώνεται μπροστά στην ταύτισή μας μαζί του ως προς την ικανοποίηση που προσφέρει η βεβαίωση της ηθικής μας υπεροχής απέναντι σ’ έναν άνθρωπο που απογυμνώνεται εξαιτίας ενός ψέματος, μιας αντίφασης, ενός κενού μνήμης, μιας ανακολουθίας του, αδιαφορώντας για την ιδιαίτερη ψυχική κατάστασή του που θα μπορούσε να τα δικαιολογεί, όπως το σοκ και το πένθος της Σάντρα. Και, από την άλλη πλευρά, ο συνήγορος υπεράσπισης εφαρμόζει μια προκαθορισμένη “στρατηγική” συμπερίληψης, λείανσης ή αποκλεισμού γεγονότων. Γιατί, δεν πρόκειται μονάχα για διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης, πρόκειται επιπλέον για αγώνα πειθούς, κατάκτησης του κοινού στο όνομα της δικαιοσύνης- κι όχι κατ’ ανάγκη με μοναδικό όπλο την αλήθεια αλλά επιπλέον, ή κυρίως, με τη σαγήνη του λόγου που φωτίζει ή συσκοτίζει την αλήθεια ή ορισμένες πτυχές της.
Πού συναντιούνται οι ζωές του εισαγγελέα, του συνηγόρου υπεράσπισης και των κριτών, διορισμένων και επίδοξων (:το κοινό της δίκης και οι θεατές της ταινίας); Βλέπουμε τον άλλον έτσι όπως είναι ή αυτό που βλέπουμε, είναι η εικόνα που έχουμε γι’ αυτόν μέσα από την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας; Πώς ο Σαμουέλ έχασε εκείνη τη λάμψη που είχε γοητεύσει τη Σάντρα στα νιάτα τους και πλέον ερμήνευε τη στάση της ως εγωιστική; Πώς η Σάντρα δεν είχε δώσει τότε ιδιαίτερη σημασία στα κατάλοιπα ασπιρινών μέσα στον εμετό του; Πώς βιώνουμε το πέρασμα της νεότητας, την απομάγευση του έρωτα; Πότε οι πληγές παύουν να γιάνουν κι αρχίζουν να χαίνουν; Πότε ο πόνος οφείλεται στον άλλον και πότε παρερμηνεύεται μέσω της αυτολύπησης; Γιατί απαιτούμε την προσαρμογή του άλλου στις ανάγκες μας, γιατί θέλουμε να τον παρασύρουμε στις ψυχικές μας καθηλώσεις; Γιατί μια εξωσυζυγική σχέση θεωρείται αδιαπραγμάτευτα ως προδοσία; Εκδηλώνει ευαισθησία η ενοχή ή έλλειψη αυτοεκτίμησης που υποστυλώνεται μέσω ενός αντεστραμμένου ναρκισσισμού, χωρίς να αναρωτιόμαστε για τις συνέπειές της στον άλλον και ιδιαίτερα στα παιδιά; Και, γιατί χαρακτηρίζεται ως σκληρή μια γυναίκα που αρνείται την προσαρμογή στα κοινωνικά πρότυπα, που υπερασπίζεται την επιθυμία να ζει αληθινά; Γιατί “για το κοινό, η ιδέα ότι τον σκοτώνει βάσει των λογοτεχνικών ιστοριών της, είναι πιο ενδιαφέρουσα από το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας”, όπως λέει ένας δημοσιογράφος; Γιατί η επιβεβαίωση της δύναμης του κακού να καθιστά τους ανθρώπους υποχείριά του, ιδιαίτερα τις γυναίκες, προσφέρει νοσηρή ηδονή;
Στην ταινία δεν δίνεται βάρος στο αν η Σάντρα είναι ένοχη και στην ανάγκη μας να το μάθουμε: ανατέμνοντας την πτώση του Σαμουέλ, ανατέμνει τη σχέση θέτοντας ερωτήματα όπου μέσα τους μπορούμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας στις σχέσεις μας. Παρά μια αίσθηση επανάληψης σε ορισμένες σκηνές όπου μεταδίδεται η αδυναμία να έχουμε βεβαιότητες λόγω της ύπαρξης πολλών οπτικών γωνιών και παρά το μονοδιάστατο ορισμένων χαρακτήρων που υποστηρίζουν ακλόνητα την ενοχή της γυναίκας, η στιβαρή σκηνοθεσία, η στοχαστικότητα και το πολύπλευρο σενάριο, συνθέτουν μια ταινία που αποτυπώνεται στη μνήμη. Μεγάλη η συμβολή της Σάντρα Ούλερ που υποδύεται τη Σάντρα, με μια μετρημένη, εσωτερική ερμηνεία, εκφράζοντας κάθε συναισθηματική μεταβολή και την αγωνία να προστατεύσει το παιδί σ’ αυτήν την ψυχοφθόρα διαδικασία, όπως και του νεαρού Μασαντό στον ρόλο του παιδιού, αγγίζοντάς μας με την επιθυμία του να παρακολουθήσει τη δίκη, πασχίζοντας για απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματα για τους γονείς του, με την αγωνία να μην χάσει την εμπιστοσύνη στη μητέρα του, να κατανοήσει τον κόσμο των ενηλίκων. Συνοδοιπόρος του είναι ο σκύλος του που τα πλάνα με το βλέμμα του φωτίζουν τον εσωτερικό του κόσμο, θα ΄λεγες ότι διψά να κατανοήσει τον κόσμο του παιδιού. Κι όμως, το παιδί, παρά την αγάπη του, θα πειραματιστεί επικίνδυνα πάνω στο ζώο, χωρίς να το αντιλαμβάνεται μπροστά στην ανάγκη να μάθει κάτι σημαντικό για τη λειτουργία του ανθρώπινου σώματος: άραγε, ασκεί ασυνείδητα τη δική του εξουσία πάνω στον πιστό του φίλο, έχει ήδη αρχίσει να εμπεδώνει την έννοια της αγάπης που εκπαιδευόμαστε στις κοινωνίες μας (τόσο διαφορετική από την αγάπη του σκύλου), που αναπαράγουμε όλο και περισσότερο στις ενήλικες σχέσεις μας, ασυνείδητα μισώντας όσους θέλουν να σπάσουν αυτά τα δεσμά;