“Cobain” – Ο εξαγιασμός της αυτοκαταστροφικότητας και ο εξορκισμός των φόβων μας
“Cobain”
Σκηνοθεσία: Nanouk Leopold
Ηθοποιοί: Bas Keizer, Naomi Velissariou, Wim Opbrouck
Ολλανδία, 2018
Γιατί ένας γονιός μπορεί να πιστεύει ότι η διαπαιδαγώγηση των παιδιών δεν πρέπει ν’ απορρέει από την αγάπη του παρά να συνιστά μια ξεχωριστή διαδικασία; Ή, αντίθετα, γιατί μπορεί να πιστεύει ότι η αγάπη του δεν επαρκεί πάντα για την καλλιέργεια ορισμένων σημαντικών αξιών μέσα στον τρόπο σκέψης του παιδιού και ότι αυτές διδάσκονται πιο αποτελεσματικά περισσότερο μέσα από την αποστασιοποίησή του κι όχι μέσα από την εγγύτητα; Από που αντλεί την πεποίθησή του ότι η ισχύς του λεκτικού μηνύματός του μπορεί να υπερβαίνει την ισχύ του βιώματος που εγγράφεται στο ασυνείδητο του παιδιού;
Ο Koμπέιν είναι ένας 15χρονος έφηβος που μεγαλώνει σε ιδρύματα ανηλίκων, με την επίβλεψη κοινωνικών λειτουργών. Η κοινωνική πρόνοια θεωρεί την υιοθέτησή του από μιαν ανάδοχη οικογένεια σαν την καλύτερη δυνατή εξέλιξη για τη ζωή του και η επιλογή της είναι ένα ανοιχτόκαρδο ζευγάρι που ζει στη φύση και που τον υποδέχεται με θέρμη και από δυο παιδιά που συμπεριφέρονται φιλικά στον Koμπέιν.
Κι όμως, το ίδιο βράδυ, ο Κομπέιν βάζει λίγα φρούτα στο σακίδιό του και φεύγει για ν’ αναζητήσει την εξαφανισμένη μητέρα του, μια γυναίκα εθισμένη στα ναρκωτικά και, μαζί, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Είναι αυτή που του έχει δώσει το όνομα Κομπέιν, εμπνευσμένη από τον Κερτ Koμπέιν, το διάσημο μουσικό που αυτοκτόνησε στα 27 του, θαρρείς για να εξαγιάσει τη δική της αυτοκαταστροφικότητα και να ξορκίσει το δικό της φόβο της εγγύτητας προς το παιδί. Έχοντας πάντα έτοιμη στο ιδεολογικό της οπλοστάσιο την ερμηνεία ότι η αυτοκαταστροφικότητά της είναι η ελεύθερη επιλογή της. Πιστεύοντας ότι ακόμα και μ’ αυτόν τον ακραίο τρόπο, του έχει διδάξει την αξία της ψυχολογικής ανεξαρτησίας και της ελεύθερης βούλησης, μιας ζωής που βιώνεται στο μέγιστο της απόλαυσής της όταν μέσα της δεν χωράει κανένας άλλος. Με βάση το ιδεολόγημά της, η σχέση δημιουργεί ανάγκες και δεσμεύσεις – και οι δεσμεύσεις συνεπάγονται απαιτήσεις, ενοχές και περιορισμό της ατομικής ελευθερίας. Ο φιλικός περίγυρος της μητέρας, ζώντας το μηχανιστικό αντίγραφο μιας χίπικης ζωής, πολλαπλασιάζει τη στερεότητα αυτών των πεποιθήσεών της. Συναντώντας την, ο Κομπέιν της λέει ότι ανησυχεί γι’ αυτήν. Κι εκείνη, αφού πρώτα τον αγκαλιάσει με θέρμη, του απαντάει, με τον πιο φυσικό τρόπο: «Γιατί ανησυχείς για μένα; Εγώ ανησυχώ για σένα;». Η αγάπη και η διαπαιδαγώγηση είναι, γι’ αυτήν, δύο καταστάσεις που δεν συναντιούνται μεταξύ τους. Κι ο πατέρας; Αυτός δεν είναι μόνο αποστασιοποιημένος, είναι απών.
Ο Koμπέιν αντιλαμβάνεται αμέσως τον κίνδυνο για το έμβρυο, το μελλοντικό του αδελφάκι, να μεγαλώσει κι αυτό όπως ο ίδιος, χωρίς την ικανοποίηση των βασικών του αναγκών, στο όνομα της ατομικής ελευθερίας των γονιών. Όταν στο νοσοκομείο της κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, συστήνοντάς της ν’ αρχίσει τη χρήση μεθαδόνης, εκείνη επικαλείται το επιχείρημα της ιδιοκτησίας του σώματός της ώστε να την αποφύγει. Τότε ο Koμπέιν αναλαμβάνει το ρόλο του συντρόφου για τη μητέρα του και του μελλοντικού πατέρα για το αγέννητο παιδί. Εκείνος τη λέει με το όνομά της κι όχι «μητέρα» – κι εκείνη τον λέει «ο μικρός μου άντρας» κι όχι με το όνομά του. Πλατωνικός έρωτας και οιδιπόδειο μαζί. Ο Κομπέιν θα την κλειδώσει σε μια αποθήκη μέσα στο δάσος, απαγορεύοντάς της τη μόνιμη συντροφιά της μπύρας και του τσιγάρου και χορηγώντας της μεθαδόνη με εξαναγκασμό. Τα άσχημα λόγια, οι προσβολές και οι συγκρούσεις μεταξύ τους ως εκείνη την ώρα, αυτές οι απελπισμένες, συγκαλυμμένες εκκλήσεις για την αποκατάσταση της επαφής τους, τώρα πια σταματάνε. Ο Κομπέιν θα κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει τη μητέρα του και το έμβρυο, θα κάνει ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Και μέσα απ’ αυτήν την προσπάθειά του, κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει και τον ίδιο του τον εαυτό, από τη βαριά, θαρρείς, μοίρα, που του κληροδοτήθηκε όταν βαφτιζόταν μ’ αυτό το όνομά του. O Koμπέιν θα σπάσει τα ψυχολογικά του δεσμά και το βλέμμα του θα πάψει να σκιάζεται από τη διαρκή ανησυχία κι επιφυλακτικότητα, το χαμόγελο, όμως, θαρρείς δεν μπορεί ν’ ανθίσει πια στο πρόσωπό του. Είναι η ανεξίτηλη ανάμνηση της προσωπικής του ιστορίας που, όμως πια, μπόρεσε να μην τον καθοδηγεί τυφλά.
Η Ολλανδή Νανούκ Λεοπόλντ (τη γνωρίσαμε μέσα από το αφιέρωμα που στο έργο της από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 2018), θέλει ν’ αποστάξει το κρίσιμο μέσα από μια ελλειπτική αφήγηση των γεγονότων. Με την κάμερα στο χέρι, με το φυσικό φως να θωπεύει, θαρρείς, τα πρόσωπα που θέλουν να κρύψουν τον πόνο, η ματιά της συλλαμβάνει καίριες στιγμές, ιδιαίτερα στις αλλαγές των εκφράσεων τους. Λιτή η αφήγησή της, συνάμα όμως και στεγνή σε πολλά σημεία γιατί δεν (ενδιαφέρεται να) διεισδύσει σε όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα και σχέσεις. Δεν διεισδύει στη σχεδόν απαθή συνύπαρξή του νεαρού με τον μαστρωπό πατέρα του ο οποίος τον χαρτζηλικώνει με αντάλλαγμα την εργασία του, τότε που, ανεξήγητα, δεν βλέπουμε τον Κομπέιν ν’ανησυχεί πια για τη μητέρα του. Η αλληλεπίδρασή του με μια από τις γυναίκες που εμπορεύεται ο πατέρας του, μέσα από το επί πληρωμή σεξ μαζί της, μένει κάπως μέτέωρη. Τα ασυνείδητα κίνητρα της μητέρας γι’ αυτήν την αυτοπροστατευτική ιδεοληψία της για την ελευθερία, ποια να ’ναι άραγε; Μας μεταδίδει, όμως, την πικρή ειρωνεία της κατάληξης της αυτοπροστασίας στην αυτοκαταστροφικότητα. Η ταινία, ουσιαστικά μιλάει μόνο για τον Κομπέιν σ’ αυτήν την κρίσιμη περίοδο της ζωής του. Κι αν αυτό περιορίζει τη θεματική της ταινίας, κι αν η εξέλιξη της ιστορίας μοιάζει προσχεδιασμένη με σκοπό να καταλήξει σ’ένα συγκεκριμένο φινάλε, από την άλλη, όμως, αυτό το φινάλε είναι αξέχαστο. Και μετά τη θέαση, τα θέματα που έχει θέσει η Λεοπόλντ μέσα από την ευαίσθητη ματιά της, δουλεύουν μέσα μας, παράγοντας σκέψεις και συναισθήματα. Από κάτι φαινομενικά έλασσον, διαχύθηκε μέσα μας μια τόσο έντονη αίσθηση.