“De cierta manera” της Sara Gómez – Η Κουβανική κοινωνία λίγο μετά την Επανάσταση
“De cierta manera” (One way or another).
Σκηνοθεσία: Sara Gómez.
Πρωταγωνιστούν: Mario Balmaseda, Yolanda Cuellar.
Κούβα, 1977.
(Διαθέσιμο στο Mubi και στο YouTube με αγγλικούς υπότιτλους).
Ο Μάριο και ο Ουμπέρτο:
“Ένας αληθινός άντρας στέκεται στο πλάι της μητέρας του… Θα συμμορφωθώ με την απόφασή σας ”, δηλώνει ο Ουμπέρτο στη συνέλευση των συναδέλφων του σχετικά με την πενθήμερη απουσία του από το εργοστάσιο, επικαλούμενος ασθένειά της ως την αιτία για την επιβάρυνση που τούς προξένησε. Οργισμένος ο Μάριο θα πάρει τον λόγο κατηγορώντας τον φίλο του ότι ψεύδεται. Βρισκόμαστε στην Κούβα της δεκαετίας του 1960 όπου μέσω συνελεύσεων, οι εργάτες αξιολογούσαν κι αποφάσιζαν τους τρόπους που οι συνάδελφοί τους θα βοηθούνταν στην εμπέδωση των νέων αξιών της Επανάστασης- όχι τιμωρητικά παρά με κοινωνική εργασία.
Γεννημένοι πριν την Επανάσταση του 1959, μεγαλωμένοι σε μια παραγκούπολη με μολυσμένο νερό, ο Μάριο και ο Ουμπέρτο έχουν ουσιαστικά μεγαλώσει στον δρόμο. Έχουν ασπαστεί από μικροί έναν αντρικό κώδικα τιμής: δεν αποκαλύπτουμε τα ψέματα του φίλου μας ακόμα κι αν αποβαίνουν σε βάρος άλλων ή του κοινωνικού συνόλου. Επηρεασμένος, ταυτόχρονα, από τις νέες αξίες και, κυρίως, την ειλικρίνεια της συντρόφου του, της Γιολάντα, ο Μάριο προβληματίζεται για το αν πρέπει να αποκρύψει τον πραγματικό λόγο της απουσίας του Ουμπέρτο. Οι δύο φίλοι έχουν αρχίσει, θαρρείς, να μιλάνε διαφορετικές γλώσσες.
Ο Μάριο και η Γιολάντα:
– “Είσαι ακόμα μόνη;”
– “Είμαι ακόμα ανεξάρτητη”.
Για τη Γιολάντα, η ερωτική σχέση πρόκειται για ελεύθερη επιλογή κι όχι διαφυγή από τη μοναξιά με ομοιώματα αληθινών σχέσεων. Με καταγωγή από μεσοαστικά στρώματα και σπουδές στην ιστορία, εργάζεται ως δασκάλα στην υποβαθμισμένη περιοχή του Μάριο, έχοντας εγκαταλείψει τον γιατρό σύζυγό της μετά την απαίτηση εκείνου να τον ακολουθούσε στην επαρχία.
Η Γιολάντα και ο Μάριο είναι ερωτευμένοι αλλά η σχέση τους δοκιμάζεται από τα διαφορετικά βιώματα και απόψεις τους. Όταν εκείνη καθυστερήσει αρκετά σ’ ένα ραντεβού, εκείνος της κάνει σκηνή και την τραβολογά από το χέρι. Δεν είναι μόνο θυμωμένος, είναι κυρίως θιγμένος χρησιμοποιώντας την ενόχλησή του σαν αφορμή για να ανασάνει ο σεξισμός του. Στην κοινότητα του Μάριο, οι γυναίκες εγκατέλειπαν το σχολείο και μικροπαντρεύονταν χωρίς να αποκτήσουν οικονομική ανεξαρτησία. Παρά το ότι ελκύεται από την ελευθερία και τον φεμινισμό της Γιολάντα, ταυτόχρονα τα φοβάται (“Θα σου πω κάτι που το λέω για πρώτη φορά: είμαι τρομαγμένος”, της λέει στο κρεβάτι)- και συχνά κυριεύεται από την κληρονομημένη φαλλοκρατική του νοοτροπία, σαν ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό.
Η Κουβανική κοινωνία λίγα χρόνια μετά την Επανάσταση:
Η προοδευτική Γιολάντα δεν αποφεύγει τον παραδοσιακό αυταρχισμό του δασκάλου προς τον μαθητή, την πεποίθηση της αυθεντίας του ενήλικου έναντι του παιδιού, επιθυμώντας να εκβιάσει τη μεταμέλεια: όταν ένας παραβατικός μαθητής της ξαναχάσει το μολύβι του, “το μολύβι που προσφέρει δωρεάν η Επανάσταση”, τον μαλώνει έντονα και δημόσια (μια συμπεριφορά παρόμοια εκείνης του Μάριο προς το πρόσωπό της) και τον αποβάλλει. Αυτό το αγόρι είναι το δεξί χέρι της μητέρας του στη μονογονεϊκή οικογένεια όπου μεγαλώνει, φορτωμένο με ένα σωρό δουλειές δυσανάλογες της ηλικίας του, τρώγοντας ξύλο κι από πάνω επειδή συχνάζει με κακές παρέες. Η Γιολάντα συμβουλεύεται από τις συναδέλφισσές της να κατανοήσει το παιδί, τη μητέρα του, το τόσο διαφορετικό περιβάλλον όπου ζουν σε σχέση με εκείνο από όπου αυτή προέρχεται, την προτρέπουν να συνδεθεί προσωπικά με το αγόρι, να μην επιχειρεί την επιβολή των αξιών της Επανάστασης από μια αφ’ υψηλού, ελιτίστικη θέση.
Εξίσου σημαντικός με την αντικοινωνική συμπεριφορά του Ουμπέρτο (ο οποίος δεν σκιαγραφείται μανιχαϊστικά ή διδακτικά ως ένα σύμβολο του κακού ενάντια στο καλό της Επανάστασης), είναι ο εσωτερικός διχασμός του Μάριο ανάμεσα στο παλιό, βάσει του οποίου προσδιορίζει την ταυτότητά του, και το νέο όπου φοβάται ότι δεν θ’ αναγνωρίζει τον γνωστό του εαυτό. Ορισμένοι εργάτες συζητούν με ζέση γι’ αυτό το θέμα- πρόκειται για πραγματικούς εργάτες κι όχι ηθοποιούς και η κάμερα καταγράφει αυτή τη συζήτησή τους που θαρρείς ότι κάνουν συχνά στην πραγματικότητα:
– “Αυτή η επανάσταση είναι μεγαλύτερη από μένα κι από σένα”,
– “Αλλά ένας φίλος δεν προδίδει τον φίλο του”,
– “Πρέπει να σέβεσαι τον άλλον σαν φίλο και σαν επαναστάτη”.
Είναι οι συγκρούσεις ανάμεσα στην παλιά και τη νέα Κούβα. Το στέριωμα της Επανάστασης πρέπει να ποτίζεται διαρκώς από την επιθυμία και την ορμή για μια νέα προσωπική ηθική ώστε να αναδυθεί η καινούρια κοινωνία. Φυλετικές παραδόσεις και προκαταλήψεις, έμφυλες και ταξικές διαφορές, βαθιά ριζωμένα στη σκέψη των πολιτών, όλα λειτουργούσαν ως ταυτοτικό στοιχείο και συνεκτική ύλη σε επίπεδο κοινότητας και γειτονιάς, μαζί με τη φτώχεια και το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο που είχαν κληρονομηθεί από το προηγούμενο καθεστώς, συνιστούσαν τεράστιες δυσκολίες στην προσωπική απελευθέρωση και την αποδοχή του οράματος της Επανάστασης. Ακόμα κι αν αντιλαμβάνονταν την πρόοδο που θα επέφερε το συλλογικό “μαζί”, όχι μόνο ως προς την κατοχή των μέσων παραγωγής αλλά και σε πνευματικό επίπεδο, είχαν να αναμετρηθούν με έναν χειραγωγημένο εγκέφαλο. Η ταινία δεν απεικονίζει μονοσήμαντα προοδευτικούς ή οπισθοδρομικούς ανθρώπους παρά μεταδίδει την αλληλεπίδραση ανάμεσά τους, ανάμεσα στους πλαστούς και τους αληθινούς αλλά απωθημένους εαυτούς, μέσα σ’ ένα ριζικά μεταβαλλόμενο περιβάλλον, σε μια γέννηση με τις ωδίνες των φόβων, των αρνήσεων και των συγκρούσεων. Επαναλαμβανόμενες εικόνες γκρεμίσματος παλιών κτιρίων που θα αντικαθιστούνταν από νέα με καλύτερα υλικά, συμβολίζουν τη μακρόχρονη διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής.
Η ταινία:
Η μοναδική ταινία μυθοπλασίας της Σάρα Γκόμεζ που πέθανε μόλις 31 ετών- και, ταυτόχρονα, η πρώτη ταινία μυθοπλασίας που σκηνοθετήθηκε από γυναίκα στην Κούβα- είναι ένα υβριδικό σινεμά με εθνογραφικά στοιχεία, υλικό αρχείου, συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με ντοκιμαντέρ, απεικονίζοντας “πραγματικούς και μερικούς φανταστικούς ανθρώπους”, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή. Το δυναμικό μοντάζ, η σύλληψη του παλμού εκείνης της εποχής στους χώρους εργασίας και τις ανθρώπινες σχέσεις, η διαρκής επισήμανση για την απόσταση που χρειαζόταν να διανυθεί ώστε να συναντηθεί η κοινωνική πραγματικότητα με την κρατική άποψη για ό,τι δηλωνόταν επισήμως ως ήδη κατακτημένο ή ήδη απαντημένο ως προς το τι χρειαζόταν να γίνει ώστε να κατακτηθεί, και μάλιστα σύντομα (μέσω των voices over διαφόρων σχολιαστών), η διαλεκτικότητα στην απεικόνιση των καταστάσεων, όλα κρατάνε τη σκέψη μας σε εγρήγορση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ταινία προκάλεσε μεγάλες συζητήσεις στην Κουβανική κοινωνία με θέμα τη στάση του Μάριο προς τον κολλητό του. Ίσως, το μόνο όπου δεν δίνεται βαρύτητα, είναι οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι φτωχές, περιθωριοποιημένες γυναίκες που, σε συνδυασμό με την εγκατάλειψη από τους άντρες ή την αδιαφορία τους, μεγάλωναν μόνες τα παιδιά, όπως η μητέρα του μαθητή της Γιολάντα. Ωστόσο, η ταινία είναι ενδιαφέρουσα ως ιστορική μαρτυρία, για τη συναρπαστική φόρμα και τα θέματα που τολμά να θέσει.