tetartopress

“Drive my car” του Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι – Οι ρόλοι του θεάτρου και οι ρόλοι της ζωής


“Drive my car” (Doraibu mai kâ).
Σκηνοθεσία: Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι.
Πρωταγωνιστούν: Χιντετόσι Νισιτζίμα, Τόκο Μιούρα, Μασάκι Οκάντα, Παρκ- Γιου Ριμ, Ρέικα Κιρισίμα.
Ιαπωνία, 2021.

(Ο Γιουσούκε, βλέποντας τη σύζυγό του μέσα στον καθρέφτη να κάνει έρωτα με έναν άντρα, φεύγει αθόρυβα από το σπίτι. Είναι μάλλον ξαφνιασμένος, όχι οργισμένος ή απογοητευμένος. Δεν θα της το πει ούτε θ’ αλλάξει η συμπεριφορά του. Είναι αυθεντική η στάση της Ότο ή τον εξαπατά; Εκείνος απωθεί ή αποδέχεται, την αγαπά ή φοβάται ότι θα την χάσει; Άραγε, μπορούμε να κατανοήσουμε τον άλλον αν δεν κατανοούμε τον εαυτό μας ή είναι δυνατόν να τον κατανοούμε περισσότερο από εμάς τους ίδιους;)

Για τον Γιουσούκε, το αυτοκίνητό του είναι ο χώρος όπου αισθάνεται ότι επικοινωνεί με τον εαυτό του, με τη διαμεσολάβηση των λόγων του Βάνια από το Τσεχωφικό έργο “Ο θείος Βάνιας”. Στα χιλιόμετρα που διανύει καθημερινά στο Τόκιο, ακούει την ηχογραφημένη σε κασέτα φωνή της Ότο με λόγια του θεατρικού έργου κι απαντά ως Βάνιας για τα άδοξα ξοδεμένα χρόνια μιας ζωής χωρίς έρωτα και δημιουργικότητα. Ο Γιουσούκε αντέχει να μιλάει για τη ζωή του μόνο με τα λόγια ενός άλλου κι όχι με τα δικά του- τα λόγια ενός θεατρικού ρόλου είναι μια επίκληση στις εμπειρίες του ηθοποιού που θα τον ενσαρκώσει ενώ ο Γιουσούκε χρησιμοποιεί τα λόγια του Βάνια για να ενσαρκώσει, θαρρείς, τον αληθινό του εαυτό. Τα επαναλαμβάνει ακόμα κι όταν δεν υποδύεται αυτόν τον ρόλο στο θέατρο, ακόμα και μετά τον αναπάντεχο θάνατο της Ότο γιατί, επιπλέον, αρνείται ν’ αποδεχτεί ότι την έχει χάσει.

Όμως, στο ορμητικό ρεύμα της ζωής συμβαίνουν τόσα γεγονότα που μπορούν να κλονίσουν τις βεβαιότητες φόβων, επιθυμιών, προσδοκιών, της θλίψης. Ο Γιουσούκε αναγκάζεται, βάσει των κανονισμών ασφαλείας του θεάτρου της Χιροσίμα, να δεχτεί σαν οδηγό του τη νεαρή Μισάκι και η καθημερινή παρουσία ενός ανθρώπου στον ιδιωτικό του χώρο, στο αυτοκίνητό του, ισοδυναμεί με παραβίασή του. Θα εκπλαγεί, ωστόσο, διαπιστώνοντας ότι μια γυναίκα, και μάλιστα νέα, είναι εξαιρετική οδηγός και, κυρίως, ότι κι αυτή αισθάνεται το αυτοκίνητό του σαν μια έμψυχη ύπαρξη. Μια μέρα θα της απευθύνει μια ερώτηση, προτιμώντας την επικοινωνία με τον ζωντανό άνθρωπο από την καθημερινή του ταύτιση με έναν φανταστικό, ξετυλίγοντας τα προσωπικά τους κουβάρια. Ποια νήματα της μοίρας οδήγησαν στην Χιροσίμα αυτούς τους δύο μοναχικούς ανθρώπους που τούς βαραίνει το ανεκδήλωτο πένθος του θανάτου δύο αγαπημένων τους προσώπων, θαμμένο κάτω από θυμό και ενοχή, στην πόλη που αναγεννήθηκε μετά την τραγωδία της πυρηνικής βόμβας χωρίς να ξεχνά τους νεκρούς της;

Στο σύμπαν του Χαμαγκούτσι, οι μεγάλες σε διάρκεια μετακινήσεις μέσα στον περιορισμένο χώρο του αυτοκινήτου προσφέρουν δυνατότητες για συζήτηση, να κατατεθούν προσωπικές αλήθειες αναζητώντας τη σύνδεσή τους σε μια κοινή αλήθεια, για συμφιλίωση χωρίς, όμως, λήθη. “Δεν ξέρω αν αυτή είναι η αλήθεια αλλά σας έλεγε αυτά που ήταν αληθινά γι’ αυτόν”, θα πει η Μισάκι στον Γιουσούκε για έναν νέο ηθοποιό, έναν ακόμα άνθρωπο που θα μπει στο αυτοκίνητό του. Η αίσθηση του χρόνου που κυλάει στις διαδρομές, η μετακίνηση καθαυτή, ιδιαίτερα σε τοπία μακριά από τα γνώριμα της καθημερινότητας, μπορούν να προκαλέσουν συνειρμούς για την αντίθεση της ακατάπαυστης κίνησης της ζωής με τις στατικές ψυχικά ζωές μας- και η κινηματογράφηση της κίνησης του αυτοκινήτου του Γιουσούκε στους μεγάλους, μακρινούς δρόμους της Χιροσίμα γεννά συνειρμούς για την κίνηση της ζωής σαν ένα ποτάμι με την αδιάκοπη ροή του. Η μετακίνηση θα μετατραπεί στο μέσο και το ανθρώπινο πλησίασμα στον σκοπό, ο χαρακτηρισμός του αυτοκινήτου ως ιδιωτικός χώρος μπορεί να πάψει να χρησιμοποιείται σαν όρος εξωραϊσμού της κρυψώνας κι ο Γιουσούκε εκτίθεται στο “μαζί”.


Εκτίθεται, επιπλέον, στην αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ανθρώπους που συνεργάζονται στο θέατρο, όχι μόνο για τις ανάγκες ανεβάσματος ενός έργου αλλά επιπλέον στη διαπροσωπική επαφή τους, στη ζωή έξω από το θέατρο. Αναγκάζεται, ταυτόχρονα, να έρθει αντιμέτωπος με τον ρόλο τού ίδιου τού εαυτού του. Η τέχνη μπορεί να συμβάλλει στο βάθεμα της συνείδησης καθώς οι άνθρωποι προσπαθούν να επικοινωνήσουν μέσα απ’ αυτήν την κοινή, παγκόσμια γλώσσα και μέσα από τη ζωντανή διαμόρφωσή της τις πρόβες και τις παραστάσεις. Στις πολυγλωσσικές παραστάσεις του Γιουσούκε οι ηθοποιοί μιλάνε διαφορετικές γλώσσες με τα λόγια τους να μεταφράζονται σ’ έναν φωτεινό πίνακα στο πάνω μέρος της σκηνής και στο ανέβασμα του “Θείου Βάνια” στη Χιροσίμα, προστίθεται για πρώτη φορά μια διαφορετική γλώσσα, η νοηματική γλώσσα της βουβής ηθοποιού Λι Γιουν- Α στον ρόλο της Σόνιας. Καθηλωνόμαστε από το βλέμμα της, την εσωτερική της ένταση που μεταδίδεται από τη σιωπή, τους άφωνους ήχους και τη σωματικότητά της, από το ότι “καταλαβαίνει περισσότερα από τις λέξεις”, όπως λέει στις πρόβες. Είναι αναζωογονητικό το σπάσιμο των στερεοτύπων ότι θέατρο σημαίνει λόγος, ότι όσοι δεν μπορούν να μιλήσουν, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην έκφραση του  εσωτερικού τους κόσμου, είναι συγκινητικό το πλησίασμα και η κατανόηση ανάμεσα στους ανθρώπους.

Η ανθρώπινη ματιά του Χαμαγκούτσι μάς εμπνέει να παρατηρήσουμε προσεκτικά τα πρόσωπα. Μέσα από τις σιωπές, συλλαμβάνει το άρρητο που αποτυπώνεται στα πρόσωπα πριν εκφραστεί με λόγια. Αρκεί μια φευγαλέα λάμψη των συναισθημάτων, χωρίς δραματοποιήσεις, μια ανεπαίσθητη σύσπαση και χαλάρωση των χαρακτηριστικών του προσώπου, ώστε να κατανοήσουμε τον ψυχισμό των ηρώων του και είναι λεπτές οι ψυχολογικές παρατηρήσεις πάνω στα υπόγεια, αθέατα νήματα που συνδέουν το παρελθόν με το παρόν. Επίσης,  στοχάζεται πάνω στο τι είναι αλήθεια, αυτήν που επειδή θεωρούμε ως αδιαμφισβήτητα ορθή μέσα από την υποκειμενικότητα της αντίληψης, δημιουργούμε περιχαρακώσεις όπου μετρούμαστε λειψοί στη διάθεσή μας να τις υπερβούμε. “Ακόμα κι αν έπαιζε θέατρο, το έκανε από τα βάθη της καρδιάς της”, λέει η Μισάκι στον Γιουσούκε, αυτή η νέα γυναίκα με την ηλικία που θα είχε η κόρη του αν ζούσε, προσφέροντάς του ξανά ερεθίσματα να συνειδητοποιήσει τη δική του περιχαράκωση.

Θα θέλαμε, ωστόσο, μια πιο συμπυκνωμένη εξέλιξη της ιστορίας όσο κι αν η τρίωρη διάρκεια και το αργό ξετύλιγμα δεν μας κουράζουν, ιδιαίτερα στις σκηνές των θεατρικών προβών όπου δεν αισθανόμαστε σε μεγάλο βαθμό τη σύνδεσή τους με τις εσωτερικές μεταβολές του Γιουσούκε. Επίσης, τα απωθημένα τραύματα είναι περισσότερο υπόγεια απ’ όσο θα θέλαμε, μας λείπει μια μεγαλύτερη συναισθηματική ένταση σε ορισμένες λυτρωτικές σκηνές. Και, ορισμένα γεγονότα ωθούν την πλοκή κάπως προκατασκευασμένα στη λύση όσο κι αν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις κρυφές συσχετίσεις τους, μια αίσθηση όπως σε εκείνα τα τραγούδια όπου η υπέροχη μελωδία ντύνεται εκ των υστέρων με στίχους που δεν είναι μεν παράταιροι, ωστόσο δεν ενώνονται.

Όμως, η στοχαστικότητα, η ελεγειακή ατμόσφαιρα, το μήνυμα της ανανέωσης της χαμένης πίστης στη ζωή, συνθέτουν μια ταινία που ξαναβλέπουμε με τη βεβαιότητα ότι υπάρχουν πολλά ακόμα που δεν έχουμε ανακαλύψει.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...
"Έρωτας Big Bang" στις Γραμμές Τέχνης

“Έρωτας Big Bang” στις Γραμμές Τέχνης στην Πάτρα

Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 Απριλίου 2024, στις 21:00, η Μαρίνα Βολουδάκη, συνοδεία Σπύρου Λευκοφρύδη, επιστρέφει στο Θέατρο Γραμμές Τέχνης ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 201 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top