“Ο εχθρός δίπλα μου” – Το όραμα για αναβίωση της υπαίθρου ενάντια στην κούραση κι απομόνωση όσων ζουν εκεί

“Ο εχθρός δίπλα μου” (“As bestas”).
Σκηνοθεσία: Ροδρίχο Σορογκογιέν.
Πρωταγωνιστούν: Μαρίνα Φουά, Ντενίς Μενοσέ, Λουίς Ζαχέρα.
Ισπανία, Γαλλία, 2022.
Ο Γάλλος Αντουάν επέλεξε να ζει σ ‘αυτό το ορεινό αγροτικό χωριό της Γαλικίας στην Ισπανία ενώ στον Σαν και τους συγχωριανούς του έλαχε να γεννηθούν εκεί και να ζήσουν δουλεύοντας τη γη. Ό,τι γι’αυτόν συνιστά επανασύνδεση και χρέος να διαφυλάξει, για εκείνους συνιστά μοίρα, μια κατάρα.
Μαζί με τη σύζυγό του, την Ολγκά, έχουν αγοράσει μια αγροικία όπου καλλιεργούν με σύγχρονες, φιλικές περιβαλλοντικά μεθόδους που είναι άγνωστες στους ντόπιους, έχουν μάθει ισπανικά θέλοντας να ενσωματωθούν, επιπλέον ο Αντουάν επιδιορθώνει εγκαταλειμμένα σπίτια με το όραμα της επιστροφής περισσοτέρων ανθρώπων. Ο Αντουάν ανήκει στη μειοψηφία του χωριού που ψήφισε κατά της εγκατάστασης ανεμογεννητριών αλλά είναι η δική του ψήφος, του διαφορετικού και του αλλοεθνή, ιδιαίτερα από ένα κράτος με πολέμους στο παρελθόν ενάντια στη δική τους πατρίδα, που προκαλεί την οργή όσων ντόπιων επιθυμούν διακαώς την πραγματοποίησή της (που εμποδίζεται εξαιτίας της μικρής διαφοράς των θετικών ψήφων από τις αρνητικές). Η οικολογική συνείδηση του Αντουάν που εγκατέλειψε την πόλη ώστε να αισθάνεται ελεύθερος παράγοντας την τροφή του κι ατενίζοντας τα αιώνια βουνά, συγκρούεται με τη δίψα των αγροτών να αποκτήσουν επιτέλους κάποια χρήματα ώστε να εγκαταλείψουν την ύπαιθρο, καταβεβλημένοι από την απομόνωση (φυλακή γι’ αυτούς τα βουνά) και τη σκληρή δουλειά χειμώνα-καλοκαίρι: ένα ταξί κι ένα διαμέρισμα στην πόλη θα συνιστούν λύτρωση σε μια άγνωστη και, γι’ αυτό, προτιμότερη σκλαβιά. Ο εγγράμματος, καλοζωισμένος αστός που επιστρέφει στη φύση, θέλει να αναζωογονήσει τον τόπο τους με τη δουλειά του και οι αγράμματοι, αγέλαστοι χωρικοί με πρόσωπα χαραγμένα από τις στερήσεις μιας ζωής “στην πόρνη μητέρα Φύση που μας γέννησε όλους”, όπως λέει ο Σαν: η σύγκρουση είναι προδιαγεγραμμένη.
-“Οι Νορβηγοί θέλουν να βάλουν τις ανεμογεννήτριες εδώ για να μην τις βάλουν στη χώρα τους. Και δεν θα σας δώσουν πολλά λεφτά”.
-“Κάποτε πήγα τον αδελφό μου στις πόρνες και δεν ήθελαν τα λεφτά μας επειδή μύριζε σκατά”.
Η υπόγεια ένταση κλιμακώνεται στο ημίφως ενός μπαρ όπου ο Αντουάν προκαλεί διάλογο με τον Σαν, την ισχυρότερη προσωπικότητα του χωριού (μία εξαιρετική σκηνή) και όπου “κανένας δεν ακούει κανέναν, όλες οι απόψεις είναι μαύρο ή άσπρο, δεν υπάρχουν πια γκρίζες περιοχές”, όπως δηλώνει ο σκηνοθέτης. Και συνεχίζει: “Χρειαζόμαστε διάλογο και ανάλυση αλλά λιγοστεύει μπροστά στον φανατισμό που επικρατεί… Οφείλουμε να κατανοήσουμε την αιτία των συγκρούσεων ως μοναδικό τρόπο για να τις λύσουμε”. Στην καρδιά του Σαν, δεν χωράνε το όραμα για αναβίωση της υπαίθρου, η ζημιά των ανεμογεννητριών στο περιβάλλον, οι γνώσεις του Αντουάν πάνω στα κερδοσκοπικά συμφέροντα στο όνομα της πράσινης ανάπτυξης- κυρίως, δεν κατανοεί ότι η καταγωγή και το να δουλεύεις τη γη μια ζωή, δεν τεκμηριώνουν αποκλειστικό δικαίωμα ν’ αποφασίζεις για την τύχη της. Και ο Αντουάν, δεν κατανοεί τι σημαίνει συσσωρευμένη κούραση με ελάχιστα χρήματα σαν ανταμοιβή ούτε τη ζήλια του Σαν σ’ αυτό το χωριό χωρίς νέες γυναίκες για μια “κανονική ζωή, με γυναίκα και παιδί”, σαν τη δική του- κυρίως αρνείται να κατανοήσει γιατί ο ιδεαλισμός του δεν αγγίζει τον άλλον. Κι όταν επιδείξει μια συμβιβαστική διάθεση, ο Αντουάν θέτει όρο να μείνει εκεί έναν ακόμα χρόνο ώστε να καλύψει τη μεγάλη ζημιά που υπέστη εξαιτίας τους. Ο Σαν ανταπαντά ότι αν καθυστερήσουν, ο επενδυτής θα στραφεί στο διπλανό χωριό: το αδιέξοδο είναι προδιαγεγραμμένο.
Ο Αντουάν στέκεται μπροστά στις ανεμογεννήτριες μιας κοντινής περιοχής, φέρνοντας στον νου μας τον Δον Κιχώτη που πολεμούσε αλλοπαρμένα ανεμόμυλους: πόσο αιθεροβάμων είναι για τις δυνατότητές του ν’ αποτρέψει την εγκατάστασή τους; Πόσο ωθείται από την επιθυμία να προστατεύσει το περιβάλλον, την πίστη στο ιδανικό του και πόσο από αστική υπεροψία απέναντι στους τραχείς ορεσίβιους, από ναρκισσισμό αδιαφορώντας για τους κινδύνους που εγκυμονεί η ακαμψία του κι αγνοώντας τη σύζυγό του όταν τους επισημαίνει, εθελοτυφλώντας μπροστά στη μέθη της ισχύος που κατακλύζει τους χωρικούς όταν επιβάλλονται στα άγρια άλογα των βουνών, συλλαμβάνοντάς τα με μόνη τη σωματική τους δύναμη ώστε να τα ξεψειρίσουν; (τηρώντας μια Γαλικιανή παράδοση). Και για τον Σαν, άραγε, που τελειώνει η δικαιολογία των συνθηκών της ζωής του που γεννά αυτήν την απεγνωσμένη οργή του και που αρχίζει η ευθύνη των πράξεών του; Βρισκόμαστε, βέβαια, σ’ έναν πατριαρχικό κόσμο αποκλεισμών, επίδειξης ισχύος κι άσκησης βίας, αγώνων επικράτησης μέχρις εσχάτων, σαν δύο αρσενικά ζώα που διεκδικούν την αρχηγία του κοπαδιού. Ενδιαφέροντα ερωτήματα και θέματα που, ωστόσο, μένουν στο περιθώριο γιατί περισσότερο ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας θρίλερ όπου μεταδίδεται μεν η κλιμάκωση της έντασης που σιγοβράζει και το αναπόφευκτο (κατ’ αυτόν) της βίαιης εκδήλωσής της, τον ενδιαφέρει η απεικόνιση των συνεπειών της περιχαράκωσης, περιορίζοντας, ωστόσο, δραματουργικά τα αίτια σε συμπληρώματα της πλοκής. Γιατί, οι αντρικοί χαρακτήρες τελικά δεν εμβαθύνονται παρά την πρόθεση “δημιουργίας όχι απλά “καλών” και “κακών” αλλά πολύπλοκων χαρακτήρων”, όπως δηλώνει ο Σορογκογιέν, λειτουργούν περισσότερο ως σύμβολα, με δεδομένες νοοτροπίες και συμπεριφορές ώστε να οδηγούν νομοτελειακά στο αδιέξοδο. Γιατί, πως να επιτευχθεί η υπέρβαση ώστε να ακούμε τον άλλον, πως να “κατανοηθεί η αιτία των συγκρούσεων” εάν δεν έχουμε επίγνωση των προκαταλήψεων και των κινήτρων μας, επίγνωση του εχθρού μέσα μας που προβάλλεται σε κατασκευασμένους εχθρούς δίπλα μας; Η πρόθεση της ισομερούς κατανομής δίκιων, αδίκων κι ευθυνών αποδυναμώνεται καθώς η σκηνοθετική οπτική φιλτράρεται μέσα από τη ματιά του Αντουάν καθώς γύρω του οι χωρικοί σφίγγουν τον κλοιό (και, χαρακτηριστικά, η τοπική αστυνομία νίπτει τας χείρας της), δεν τονίζεται η υπαρξιακή διάσταση, δεν γίνεται νύξη για το πολιτικό πλαίσιο (που οφείλεται η φτώχεια των ορεσίβιων αγροτών, ωθώντας στον φθόνο και τη βία;).
Είναι κρίμα γιατί η αφήγηση είναι δεξιοτεχνικά βραδυφλεγής, οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές, ιδιαίτερα η δωρική ερμηνεία της Φουά ως Ολγκά και του Ζαχέρα που ενσαρκώνει τον Σαν στο όριο μιας ψυχικής διαταραχής, γιατί το δεύτερο μέρος αποκτά ενδιαφέρον όταν η Ολγκά αποφασίζει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο χωριό, ενάντια σε κάθε λογική, επιδεικνύοντας σθεναρότητα, ανθεκτικότητα, θαρρείς αντλώντας δύναμη από μια αστείρευτη εσωτερική πηγή βαθιάς πνευματικότητας και πίστης στο δίκαιο και χαρτογραφώντας δρόμους επίλυσης. Ωστόσο, η οπτική της ταινίας φιλτράρεται ξανά μέσω τής αστικής ματιάς της: το μόνο άλλο γυναικείο πρόσωπο, η μητέρα του Σαν, γυναίκα του χωριού, έχει παγωμένα χαρακτηριστικά, μια έκφραση βουβά εκδικητική προς τους ξένους- και τη ζωή, με ευνουχιστική στάση προς τους γιους της (η ταινία, συνεπώς, δεν είναι φεμινιστική). Αντίθετα, στη σχέση της Ολγκά με την κόρη της, το χάσμα των γενεών περιγράφεται επιφανειακά και γεφυρώνεται ως δια μαγείας χάρη σε σεναριακές ευκολίες… Ενδιαφέρουσα ταινία, αναμφίβολα, οι προθέσεις της, όμως, δεν πραγματώνονται, αποδυναμώνοντας την ατμόσφαιρα.