tetartopress

“Οι αντίπαλοι” του Λούκα Γκουαντανίνο – Πομπώδης, αυτάρεσκη απεικόνιση ενός αμοραλιστικού κόσμου


“Οι αντίπαλοι” (“Challengers”).
Σκηνοθεσία: Λούκα Γκουαντανίνο.
Πρωταγωνιστούν: Ζεντάγια, Τζος Ο’ Κόνορ, Μάικ Φάιστ.
ΗΠΑ, 2024.

“Σ’ αγαπώ”, λέει ο Αρτ στην Τάσι, σύζυγο, προπονήτρια και μάνατζερ του, χωρίς φλόγα όμως, θαρρείς για να μετριάσει την απογοήτευσή της από την επιθυμία του να εγκαταλείψει το τένις, να πάψει να αγωνίζεται για την κορυφή- στα μάτια της, αυτό ισοδυναμεί με παραίτηση, έλλειψη φιλοδοξιών, αναξιοποίηση τού ταλέντου του. Έχοντας τελειώσει με τον προγραμματισμό αγώνων του με πιο αδύναμους αντιπάλους ώστε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του, η Τάσι δεν θα του απαντήσει με το γνώριμο, συμβατικό “Κι εγώ” παρά θα του πει, “Το ξέρω”, θαρρείς διαβεβαιώνοντάς τον ότι αντιλαμβάνεται την ανάγκη του να μην τον εγκαταλείψει.

Την ίδια ώρα, ο Πάτρικ, αναζητώντας ένα φτηνό μοτέλ για να βγάλει τη νύχτα πριν την έναρξη του τουρνουά τένις, βλέπει μια διαφημιστική γιγαντοαφίσα πασίγνωστης αυτοκινητοβιομηχανίας με τον Αρτ και την Τάσι. Όταν διαπιστώσει ότι η πιστωτική του κάρτα δεν έχει ούτε φράγκο κι αφού αποτύχει στο φλερτάρισμα της ιδιοκτήτριας του μοτέλ, θα αναγκαστεί να κοιμηθεί στο αυτοκίνητό του. Αργότερα, θα προσποιηθεί τον γοητευμένο σε μία γυναίκα που έχει γνωρίσει μέσα από τους ιστότοπους γνωριμιών ώστε να εξασφαλίσει στέγη για τον βραδινό του ύπνο. Αυτή η αντίθεση στις καθημερινές συνθήκες ζωής του Αρτ και της Τάσι από τη μία πλευρά, και του Πάτρικ από την άλλη, είναι η αρχή του ξετυλίγματος του κουβαριού μιας σχέσης ανάμεσά τους με ανταγωνισμούς, τραύματα κι εκδικητικότητα.

Δεν θα μπορούσαν να ήταν περισσότερο διαφορετικοί ο Αρτ από τον Πάτρικ αν και επιστήθιοι φίλοι κάποτε. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που ως νέοι είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά της Τάσι, όταν εκείνη ήταν το ανερχόμενο αστέρι στο Αμερικάνικο τένις- κι ο Γκουαντανίνο κινηματογραφεί για υπερβολικά πολλή ώρα τα υπερβολικά αποχαυνωμένα πρόσωπα των δύο νέων (όσο κι αν κατανοούμε τον σατιρικό, γκροτέσκο τόνο του), των “δύο λευκών αγοριών μου” όπως τους αποκαλεί η μιγάδα Τάσι. Ο αθέμιτος ανταγωνισμός για την κατάκτησή της όπου και οι δύο την έβλεπαν σαν έπαθλο, η διάρρηξη της φιλίας τους, η ερωτική σχέση καθενός με την Τάσι και οι ζωές τους που θα εξελιχθούν διαμετρικά αντίθετες, κάνουν εκείνα τα νεανικά χρόνια να μοιάζουν σαν μια άλλη, περασμένη πια ζωή και για τους τρεις. Ο clean cut, φαινομενικά ευαίσθητος αλλά φιλόδοξος Αρτ θα παντρευτεί τελικά την Τάσι- μετά την απογοήτευσή της από τη σχέση της με τον Πάτρικ, ένα “ρεμάλι” χωρίς φιλοδοξίες παρά το ταλέντο του και που φοβάται τη σταθερή σχέση με μια γυναίκα αλλά χωρίς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, έναν loser που δεν καμώνεται ότι είναι θύμα των περιστάσεων. Ο Πάτρικ μιλάει στην Τάσι χωρίς περιστροφές ενώ ο Αρτ της είχε απαντήσει, “Ποιος δεν θα σε γούσταρε;” όταν εκείνη αναρωτιόταν “αν την γουστάρει ακόμα”, σαν να μην έχει δικό του εαυτό και συναισθήματα. Και η Τάσι; Εκείνη ήταν μια πολεμική μηχανή του τένις πριν τον σοβαρό τραυματισμό της, είναι μια ανταγωνιστική ύπαρξη στο έπακρο (είχε δηλώσει στον Πάτρικ, “Έχουμε σχέση και θα ντραπώ εάν δεν παίξεις καλά”) και, πια, έχει επενδύσει την ανάδειξη και δικαίωσή της στις επιτυχίες του συζύγου της. Σχέσεις κατάκτησης, επιβολής, ιδιοκτησίας, εξουσίας σ’ έναν αμοραλιστικό κόσμο όπου ο ανταγωνισμός έχει εσωτερικευθεί σαν ύψιστη αξία ζωής και η μόνη διαφυγή είναι ο τρόπος ζωής του Πάτρικ, έναν κόσμο όπου ο έρωτας αντιμετωπίζεται σαν υπαρξιακή κερκόπορτα- σ’ αυτό, ούτε ο Πάτρικ διαφοροποιείται.


Πώς μπορεί, άραγε, να διαγράφεται μονοκοντυλιά μία ανθρώπινη σχέση, να εξατμίζεται το παρελθόν που έχουν μοιραστεί οι άνθρωποι τόσο εύκολα, τόσο γρήγορα, τι θα μπορούσε να διάβρωνε υπόγεια τα συναισθήματά τους χωρίς να θέλουν να του δίνουν σημασία; Άραγε, η έλξη μετά το τέλος μιας σχέσης, παρά την ανάμνηση των τραυμάτων και την αμοιβαία απόρριψη για τη ζωή του άλλου, υποδηλώνει έναν ζωντανό ακόμα ερωτισμό ή είναι ένα καταφύγιο μέσω των αναμνήσεων μιας άλλης εποχής όταν συνειδητοποιείται μια στεγνή συναισθηματικά ζωή στο σήμερα; Η έλλειψη ελευθερίας και ειλικρίνειας με τον εαυτό μας και τους άλλους, είναι συμβιβασμός στις ανάγκες της σκληρής, ενήλικης πραγματικότητας ή αποκάλυψη μιας εσωτερικής πραγματικότητας που η φωτογένεια, η μέθη κι ο πειραματισμός των νιάτων απωθούσαν; Πόση αλήθεια απομένει σε μια ζωή προσαρμοσμένη στα κοινωνικά πρότυπα, πως μια τέτοια ζωή εκλαμβάνεται ως η δική μας αλήθεια; Ο Γκουαντανίνο απεικονίζει τρεις κυνικές υπάρξεις αποφεύγοντας να ηθικολογήσει, απεικονίζει τη δίψα τους για επικράτηση επί του άλλου, την επιθυμία τους για σεξ χωρίς συναισθηματική σύνδεση, όμως, δεν εμβαθύνει στη σχέση τους με τον εαυτό τους και τα εσωτερικά τους σκοτάδια, οι θλιμμένες εκφράσεις των προσώπων δεν μεταδίδουν τον υπόκωφο πόνο που δεν του δίνουν σημασία. Αρκείται σε μια περισσότερο σεναριακή περιγραφή των χαρακτήρων και οι δυναμικές των σχέσεών τους είναι επιφανειακές.

Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο, είναι η αυτάρεσκη επίδειξη του προσωπικού σκηνοθετικού του στυλ μέσα από τα πολλά φλασμπάκ, τη συναρμολογούμενη σαν παζλ αφήγηση της ιστορίας, το χωρίς ανάσα μοντάζ που δίνει φρενήρη ρυθμό, τις εξεζητημένες λήψεις από ψηλά, τα σπρινταριστά τράβελινγκ, να κινηματογραφεί τα χτυπημένα από τη ρακέτα μπαλάκια του τένις σαν καυτές σφαίρες. Αισθανόμαστε hangover από την πομπώδη επίδειξη στυλ που δεν δημιουργεί ατμόσφαιρα, από τη βιντεοκλιπίστικη αισθητική, μια εντυπωσιακή υπερσκηνοθεσία με κύριο σκοπό να τονίζει ότι βλέπουμε μια ταινία με υπογραφή του Γκουαντανίνο. Η ταινία κουράζει, θα μπορούσε να ήταν τουλάχιστον κατά μία ώρα μικρότερη καθώς πολλές σκηνές δεν προσθέτουν κάτι ουσιαστικό δραματουργικά και το σασπένς ξεφουσκώνει παρά τον παλμό και το νεύρο πολλών σκηνών. Είναι κρίμα γιατί είναι ολοφάνερη η σκηνοθετική δεξιοτεχνία και το προσωπικό ύφος, γιατί δεν χαρίζεται στον θεατή απεικονίζοντας τον αμοραλισμό των κοινωνιών μας, γιατί τα γυμνά και ημίγυμνα σωμάτων κι ο ερωτισμός ορισμένων σκηνών (εντός κι εκτός γηπέδου) που μεταδίδουν την αποδοχή της σεξουαλικής ρευστότητας από τη γενιά Υ και τη γενιά Z δεν έχουν πορνογραφικότητα, γιατί οι ερμηνείες είναι φυσικές. Το μπιτάτο μουσικό σκορ αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο την όποια δραματικότητα των καταστάσεων και το ομολογουμένως εντυπωσιακό φινάλε που θέλει να μεταδώσει την απελευθερωτική επιθυμία για συμφιλίωση που αναδύεται, έρχεται μετά από μια αδιάφορη, μεγάλη σε διάρκεια τελική σεκάνς, σαν πυροτέχνημα.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Οι τακτικές επισκέψεις της αφηγήτριας στο σπίτι των τυφλών συγγενών της μετατρέπονται σε εναγώνιες προσπάθειες να σώσει τον γιο τους ...
«Με τη καρδιά στο χέρι» - Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

«Με τη καρδιά στο χέρι» – Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

Ο Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει στις 14 Φλεβάρη  με καινούριο δίσκο στη Veego Records. «Η Εκδρομή» εξιστορεί σε 10 τραγούδια – ...
Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Ένας καθηγητής κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει στους μαθητές του λυκείου του τις βασικές έννοιες της Διάκρισης του Πιερ Μπουρντιέ, οδηγώντας τους να ...
Naxatras - Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

Naxatras – Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

To psychedelic rock συγκρότημα Naxatras ανακοίνωσε την κυκλοφορία του πέμπτου στούντιο άλμπουμ τους, V, που θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 227 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top