tetartopress

“Pacifiction”, του Άλμπερτ Σέρα – Σαν υπό την επήρεια ψυχοτρόπου ουσίας βραδείας καύσης


“Pacifiction”.
Σκηνοθεσία: Άλμπερτ Σέρα.
Πρωταγωνιστούν: Μπενουά Μαζιμέλ, Μαρκ Σουσινί, Παχόα Μαχαγκαφανάου.
Ισπανία, Γαλλία, 2023.

Με το χαμόγελο όπου η οικειότητα που προβάλλεται, δεν μπορεί να κρύψει την ειρωνεία και τον ναρκισσισμό του, ο Ντε Ρολέ απαντά ότι δεν χρειάζεται πρόσκληση από κανέναν για να παραστεί οπουδήποτε, ότι δεν έχει παρά να προσκαλέσει ο ίδιος τον εαυτό του. Και πηγαίνει παντού: “Προσπαθώ να φροντίζω τον λαό όσο καλύτερα μπορώ”. Δεν ψεύδεται όταν υπόσχεται σε όλους τη βοήθειά του, επαίρεται ότι όλοι τον εμπιστεύονται, διαβεβαιώνει στιβαρά τους ντόπιους ότι θα επιβάλει στην τοπική εκκλησία να άρει την απαγόρευσή της για την είσοδό τους στο καζίνο – “Δεν κάναμε τη Γαλλική Επανάσταση για το τίποτα!”, δηλώνει με περηφάνια για την καταγωγή του. Ο Ντε Ρολέ, παρών σε όλες τις σκηνές της ταινίας, με το χαρακτηριστικό λευκό κοστούμι και τα λουλουδάτα πουκάμισα, τα γυαλιά ηλίου με πράσινα κρύσταλλα που επιτρέπουν να δούμε τα μάτια του αλλά λιγότερο το βλέμμα του, είναι ο ύπατος αρμοστής της Γαλλίας στην Ταϊτή.

Ο Ντε Ρολέ επιδεικνύει τη γαλλική κουλτούρα του με τον αέρα μιας φυσικής ανωτερότητας. Με χάρη φλυαρεί ακόμα και για θέματα όπως η εξόντωση των Ινδιάνων και των Πολυνησίων, συζητώντας με τους ξένους επενδυτές που ορέγονται αυτόν τον επίγειο παράδεισο (συζητώντας, προφανώς, χωρίς την έγκριση των ντόπιων), με θεατρικότητα τονίζει την αμηχανία του επιχειρώντας να εντυπωσιάσει την Σάννα με κοινοτοπίες ότι τα έντονα συναισθήματα σκοτώνουν τη δυνατότητα λήψης ορθών αποφάσεων κι ότι, ωστόσο, δεν αποφεύγει αυτόν τον κίνδυνο. Όταν, όμως, ένας ντόπιος τον αποκαλεί “φίλο” καθώς τον ενημερώνει για το κίνημα διαμαρτυρίας που προετοιμάζει ενάντια στις φημολογούμενες γαλλικές πυρηνικές δοκιμές, ο Ντε Ρολέ απαντά κοφτά, προειδοποιητικά ότι δεν είναι φίλοι ούτε ίσοι, χαρακτηρίζει ανυπόστατες τις φήμες γιατί, απλά, ο ίδιος δεν έχει ενημερωθεί ενώ θέλει να καταστείλει το κίνημα που δεν ελέγχει και δεν τον εξυπηρετεί. Είναι, ωστόσο, η πρώτη ρωγμή: κι αν οι φήμες ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα; Κι αν οι γνωστοποιήσεις τόσο σοβαρών θεμάτων δεν αφορούν το ιεραρχικό επίπεδό του; Πώς είναι δυνατόν για έναν έμπειρο διπλωμάτη να μην έχει αντιληφθεί ότι ουσιαστικά είναι μαριονέτα;

Για τον Ντε Ρολέ, η ανακάλυψη της αλήθειας σχετικά με το ενδεχόμενο της πολιτικής του απαξίωσης αποκτά υπαρξιακή έννοια – και, όποιος αντέχει να αποτινάξει δεδομένες απαντήσεις ερευνώντας σε βάθος, διαπιστώνει ότι όλες οι επιμέρους αλήθειες για τα κοινωνικοπολιτικά θέματα ανάγονται σε κοινή ρίζα. Αντέχει, άραγε, ο Ντε Ρολέ να αποδεχτεί ότι σε περίπτωση επανέναρξης των πυρηνικών δοκιμών εκεί, θα μπορούσε να έχει την ίδια τύχη με τους ντόπιους, έναντι των οποίων έχει την πεποίθηση ότι, ως Γάλλος κι Ευρωπαίος, υπερέχει πολιτιστικά; Μια τύχη παρόμοια εκείνης των ανθρώπων από την περιοχή που εποπτεύει έως την Νέα Ζηλανδία μετά τις εκατοντάδες πυρηνικές δοκιμές της Γαλλίας από το 1966 έως το 1996, εκθέτοντάς τους σε υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας-συμπεριλαμβανομένων των Γάλλων στρατιωτών εκεί; (η αποικιοκρατία είναι θανάσιμα επικίνδυνη και για τους πολίτες ενός αποικιοκρατικού κράτους). Θα μπορούσε, πλέον, να κατανοήσει τη διαστροφή της πραγματικότητας από τον Φρ. Ολάντ όταν το 2016, μιλώντας στους κατοίκους της Γαλλικής Πολυνησίας, αναγνώριζε την “προσφορά τους στη διαμόρφωση της γαλλικής δύναμης πυρηνικής αποτροπής”, αποφεύγοντας να αναγνωρίσει το έγκλημα των πολλών κρουσμάτων καρκίνου στο αρχιπέλαγος για τα οποία ήδη καταβάλλονται αποζημιώσεις; Να αντιληφθεί ότι η θυσία που ζητούν τα κράτη, ιδιαίτερα τα δυτικά, από τους πολίτες τους στο όνομα μεγάλων ιδεών κι εθνικών μεγαλείων, συνηθέστερα χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη για τα κέρδη των αφανών ελάχιστων; Ότι ο σκόπιμος χαρακτηρισμός των γηγενών στις παλιές αποικίες ως κατώτερων ή πρωτόγονων εμπεδώνει στη δυτική συλλογική συνείδηση το δίκαιο της οικονομικής απομύζησής τους;


Ωστόσο, ο Ντε Ρολέ σκιαγραφείται ανθρώπινος στον ναρκισσισμό του, στους φόβους του, στην ανάγκη να ελέγχει τα πάντα και στην αυταπάτη ότι το πετυχαίνει- στο ανεπαίσθητο βύθισμά του σε μια παραφροσύνη αναζητώντας την αλήθεια για τις φήμες, και, ενδεχομένως, την αλήθεια με αφορμή τις φήμες (δύσκολα φανταζόμαστε άλλον Ντε Ρολέ από τον Μαζιμέλ). Γύρω του, δύο άλλοι εκπρόσωποι της ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας συμβολίζουν δύο διαφορετικές στάσεις: ένας Πορτογάλος αινιγματικός πρεσβευτής, εκπρόσωπος τέως αποικιοκρατικής δύναμης, που μεθοκοπάει αλλά έχει κερδίσει την εύνοια της Σάννα κι ένας 65άρης εθνικιστής, νεοαποικιοκράτης Γάλλος ναύαρχος που κάθε βράδυ τα τσούζει στο δημοφιλές κλαμπ με τους ημίγυμνους νέους και νέες γηγενείς που εργάζονται εκεί (υπό τη διεύθυνση  Ευρωπαίου ιδιοκτήτη), που δείχνει ανοιχτά τις ομοφυλοφιλικές του επιθυμίες, θέλει να εντυπωσιάσει τους νεαρούς γηγενείς με κοινοτοπίες περί της αντρικής αλληλεγγύης στη θάλασσα (σπουδαία ερμηνεία του Σουσινί ως ανθρωπάκι που αποκτά υπόσταση μέσα από τον εθνικισμό του). Και οι τρεις άντρες ποθούν τα όμορφα πρόσωπα και σώματα των ντόπιων που πολλά απ’ αυτά υπερβαίνουν το βασικό (αν όχι  απόλυτο) δίπολο αρσενικού/θηλυκού βιολογικού φύλου με το οποίο διαμορφωνόταν η σκέψη των δυτικών μέχρι πρόσφατα (πάντα πολλοί Ευρωπαίοι αναζητούσαν στην Ανατολή ερωτικές εμπειρίες που θεωρούνταν ανήθικες στις πατρίδες τους)- είναι χαρακτηριστικός ο πόθος των τριών μεσήλικων Ευρωπαίων για τη δυναμική, εξωτική, πιθανώς διεμφυλική Σάννα. Ωστόσο, οι γηγενείς δεν εξωραΐζονται στην ταινία: άλλοι επιδιώκουν θέση στον διοικητικό μηχανισμό, άλλοι τάζουν φιλία κι αφοσίωση στον Ντε Ρολέ, άλλοι θέλουν να προκαλέσουν πανικό με τον σκοπό τους να αγιάζει τα μέσα. Η βία που υπόκεινται οι καταπιεσμένοι, αναπόφευκτα πλήττει την ταυτότητά τους (ο Γκωγκέν που το 1891 αναζήτησε αθωότητα, “έκσταση, ηρεμία και τέχνη” στην Ταϊτή, διαπίστωσε απογοητευμένος την αλλοίωση τής κουλτούρας της από τη Γαλλική αποικιοκρατία- χωρίς, βέβαια, ο ίδιος να απελευθερωθεί από τις δυτικές προκαταλήψεις του).

Ο άγνωστος στην Ελλάδα Σέρα (στη δέκατη ταινία του εδώ) δηλώνει ότι ο χαρακτήρας του Ντε Ρολέ δημιουργείται μέσω της καταγραφής της κίνησής του, των ενεργειών του και των γεγονότων που προκαλούνται, κι όχι μέσω κάποιας σφιχτής δραματουργικής δομής. Αφηγείται μια ελάχιστη δραματουργία μέσω των εικόνων όπου “μικροσκοπικές συμπεριφορικές λεπτομέρειες είναι διάσπαρτες” όπως δηλώνει (καταγράφει τους ηθοποιούς με τρεις κάμερες, συγκεντρώνοντας πάντα πολύ υλικό για το μοντάζ), συμπληρώνοντας ότι του αρέσει να δυσκολεύει τον θεατή να τις εντοπίζει, να χρειάζεται να είναι συγκεντρωμένος. Ο χρόνος σέρνεται σε μακρόσυρτα πλάνα δημιουργώντας μια ονειρική, υπνωτιστική ατμόσφαιρα χωρίς συναισθηματικές κορυφώσεις όπου η ειρωνεία και η θλίψη είναι υποδόριες- θαρρείς ότι βρισκόμαστε υπό την επήρεια μιας ψυχοτρόπου ουσίας βραδείας καύσης. Όλα υπονοούνται, η αίσθηση ενός κινδύνου που ελλοχεύει, εμπεριέχεται στις μεγαλόπρεπης ομορφιάς εικόνες όπου τα πολύ έντονα χρώματα του ηλιοβασιλέματος αποκτούν μια όλο και πιο απόκοσμη λάμψη, το πολιτικό σχόλιο για τις συνέπειες της αποικιοκρατίας και τα αθέατα κέντρα εξουσίας υφέρπει. Αν και ορισμένες φορές αισθανόμαστε ότι δοκιμάζεται η υπομονή μας από τη διάρκεια και τον βραδύ ρυθμό της ταινίας, σύντομα απορροφόμαστε πάλι από την ατμόσφαιρα και το φινάλε μας καθηλώνει. Πρωτίστως, το “Pacifiction” είναι μια σπάνια πια, απολαυστική, μυσταγωγική κινηματογραφικά εμπειρία.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σκιαδαρέσες και Usurum live στην Πάτρα

Σκιαδαρέσες και Usurum live στην Πάτρα

7 οι Usurum και 5 οι Σκιαδαρέσες μας κάνουν 12. Ε, δεν μπορεί κάποιος από όλους θα σας αρέσει! Σας ...
Ένας ελέφαντας με ρεντιγκότα

Ξένια Μαρίνου «Ένας ελέφαντας με ρεντιγκότα»

Το βιβλίο επιχειρεί μια διαφορετική τοιχογραφία των πρώτων τριάντα χρόνων της Γ΄ Γαλλικής Δημοκρατίας, εστιάζοντας στην ανασυγκρότηση και στον τρόπο ...
Wu Ming «Αλτάι»

Wu Ming «Αλτάι»

Βενετία, 1569. Ένα μπουμπουνητό συγκλονίζει τη νύχτα, ο ουρανός είναι κόκκινος και επικρέμαται απειλητικά πάνω από τη λιμνοθάλασσα: είναι η ...
Ηρακλής Παναγούλης «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες»

Ηρακλής Παναγούλης «Ανεβοκατεβαίνοντας κλίμακες»

Τρεις χρόνοι, τρεις γεωγραφίες. Δρόμοι, διαδρομές και δίκτυα στην Πελοπόννησο του 18ου αιώνα, στη μεταπολεμική Δίβρη Ηλείας, στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 213 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top