“Peeping Tom” του Μάικλ Πάουελ – Τολμηρά ανθρώπινη ματιά σ’ έναν δολοφόνο. Μια εμβληματική ταινία
“Peeping Tom” (παλαιότερος εμπορικός τίτλος: “Ο ηδονοβλεψίας”).
Σκηνοθεσία Μάικλ Πάουελ.
Πρωταγωνιστούν: Κάρλχαϊντς Μπεμ, Άνα Μάσεϊ, Μαξίν Όντλεϊ.
M.Bρετανία, 1960.
Νύχτα, άδειοι δρόμοι. Ένας άντρας που δεν βλέπουμε το πρόσωπό του, πλησιάζει μια σεξεργάτρια ενεργοποιώντας μια φορητή κάμερα που καλύπτει με το παλτό του – θα ‘λεγες ότι η κάμερα ενσωματώνεται στην ύπαρξή του. Το οπτικό μας πεδίο πλέον ορίζεται από ό,τι καταγράφει η κάμερα, δηλαδή ό,τι παρατηρεί ο άγνωστος άντρας, το βλέμμα μας έχει ταυτιστεί με το δικό του. Ανεβαίνουμε μαζί του τις σκάλες, αδιαχώριστα μαζί του, μπαίνουμε στο δωμάτιο της σεξεργάτριας, παρατηρούμε το γδύσιμό της, το απορημένο της βλέμμα όταν απρόσμενα εκείνος τη φωτίζει με έναν προβολέα, τη σταδιακή παράλυσή της από τον τρόμο, τις τελευταίες συσπάσεις φρίκης του προσώπου της ακούγοντας την απελπισμένη κραυγή της- δεν έχουμε δει τη φρικτή πράξη ως θεατές της ταινίας. Μεταφερόμαστε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο όπου η ίδια κάμερα προβάλλει το κινηματογραφημένο υλικό, σαν ταινία που έχει σκηνοθετήσει ο άντρας ο οποίος σηκώνεται εκστατικά από την καρέκλα του (καρέκλα σκηνοθέτη) ξαναβλέποντας την έντρομη έκφραση της γυναίκας έως ότου ξανακαθίσει αποφορτισμένος. Το πρωί θα δούμε το πρόσωπό του ενόσω κινηματογραφεί τη διακομιδή του πτώματός της και στην ερώτηση με ποια ιδιότητα βρίσκεται εκεί, ο Μαρκ, αρχικά σαν παιδί που έχουν πιάσει στα πράσα, ανασυγκροτείται χαμογελώντας γλυκά πριν αναφέρει το όνομα γνωστής εφημερίδας όπου εργάζεται.
“Δεν σε έχω δει ποτέ χωρίς την κάμερά σου”, λέει η Έλεν στον Μαρκ. “Πίστευα ότι έχει γίνει πια μέλος του σώματός σου”, θα χαριτολογήσει έχοντάς τον πείσει να μην την έχει μαζί του στο πρώτο τους ραντεβού. Απρόσμενα, ο συναισθηματικά ευνουχισμένος Μαρκ θέλει να παρατηρεί την Έλεν χωρίς την κάμερα παρά με τα δικά του μάτια, μαζί της δεν έχει την ανάγκη να αισθάνεται ισχυρός προκαλώντας φόβο όπως σε άλλους- σε συγκεκριμένο τύπο γυναικών, για την ακρίβεια- που παρατηρεί με τη διαμεσολάβηση της κάμερας, αναπαράγοντας και διευρύνοντας τον σαδισμό που είχε υποστεί ως παιδί: σ’ ένα ασπρόμαυρο φιλμάκι από το αρχείο των παιδικών του χρόνων που προβάλλει στην Έλεν, ο πατέρας του έχει τοποθετήσει μία σαύρα στο κρεβάτι του μικρού Μαρκ ενώ κοιμόταν κι αφού τον ξύπνησε με το φως ενός προβολέα, κατέγραφε τον φόβο του παιδιού με μια κάμερα. Τα βιβλία που έχει συγγράψει ο διάσημος πατέρας του για την επίδραση του φόβου πάνω στο νευρικό σύστημα, βασισμένα σε πειράματα πάνω στον γιο του, πάνω στον πόνο και το τραύμα του, και κοσμούν τη βιβλιοθήκη του Μαρκ, η κάμερα που του είχε κάνει δώρο ο πατέρας του κι ο Μαρκ έχει σε περίοπτη θέση απ’ όπου τον παρατηρεί θαρρείς το πνεύμα τού πατέρα του: τα παιδιά που έχουν στερηθεί τη γονεϊκή αγάπη, λαχταρούν για έναν λόγο, μια χειρονομία, ένα δώρο τους που θα τους προσφέρει μια ελπίδα, μια διάψευση αυτού που αισθάνονται αλλά αρνούνται να αποδεχτούν ενώ όντας εξαρτημένα από τη φροντίδα του γονιού, διοχετεύουν τον ανεκδήλωτο θυμό τους σε άλλα πρόσωπα ως μίσος. Γίνεται μακροχρόνια κι επίπονη για έναν ενήλικο η αναγνώριση των παιδικών συγκρούσεων που μαίνονται βαθιά μέσα του και η κατανόηση των φαντασιώσεων και των απωθημένων συναισθημάτων ώστε να ενισχύσει τον έλεγχο της συμπεριφοράς του και να αφεθεί στο θεραπευτικό “μαζί” των σχέσεων. “Ξέρεις ποιο είναι το πιο τρομακτικό πράγμα στον κόσμο; Ο φόβος”, ο Μαρκ θα πει στην Έλεν.
Η διαρκής, προσχεδιασμένη έκθεση στον φόβο και η ανάμνηση της παράλυσης, η ανημπόρια μιας φυσιολογικής ενήλικης ζωής, στον Μαρκ διαστρέφονται σε ηδονοβλεψία της ζωής. Και, σαν υπνωτισμένος, θαρρείς υπακούοντας σε αλλόκοσμες φωνές κι αποκτώντας μια αδιαπέραστη μάσκα, ερεθίζεται σεξουαλικά από τον τρόμο των γυναικών μπροστά στην κοφτερή άκρη τού τριπόδου της κάμεράς του που κατευθύνει αναπότρεπτα πάνω τους, ως υποκατάστατο του φαλλού που δεν χρησιμοποιεί ενώ η ηδονή του φόνου, της υπέρτατης κυριαρχίας επί του άλλου, υποκαθιστά την ανικανοποίητη λίμπιντό του. Όμως, ο απόηχος του πόνου που έχει εγγραφεί μέσα του φτάνει ακόμα ως τη συνείδησή του ως ενοχή: ο φοβισμένος, χαμηλόφωνος, περιχαρακωμένος Μαρκ σκιαγραφείται περισσότερο σαν βασανισμένος άνθρωπος παρά σαν ψυχοπαθής δολοφόνος, περισσότερο ως θύμα παρά ως θύτης, μεταδίδοντας ότι η ευθύνη βαρύνει πρωτίστως τα πατριαρχικά, πουριτανικά περιβάλλοντα όπου τα παιδιά υπόκεινται τη διαπαιδαγώγηση ενηλίκων, ιδιαίτερα των πατέρων, που αδιαφορούν για τις παιδικές επιθυμίες κι ανάγκες- όπου η καταδίκη των δολοφόνων χωρίς αναζήτηση των αιτίων για τις πράξεις τους, επιβεβαιώνει μια αυτοϊκανοποιητική ηθική υπεροχή. Και, μέσω του χαρακτήρα της ανοιχτής συναισθηματικά Έλεν που επιθυμεί να ρίξουν μαζί φως στα σκοτάδια του, μεταδίδεται ότι ο Μαρκ μπορεί να αγαπηθεί: η Έλεν δεν θα τρομάξει από τον Μαρκ (διεγείροντας τη δολοφονική εμμονή του) παρά “θα τρομάξει για τον Μαρκ”. Είναι συγκινητική η άφοβη στάση της- συγκινεί και η εμπιστοσύνη που εκείνος της δείχνει αμέσως, αγωνιώντας να λυτρωθεί. Προλαβαίνει, άραγε, κι αν όχι, ποια μπορεί να είναι η πολυπόθητη λύτρωση;
“Αισθανόμουν ότι είχα δίκιο ενώ εκείνοι που αντέδρασαν τόσο βίαια στην ταινία, είχαν άδικο. Οι άνθρωποι δεν μπορεί να είναι τόσο αθώοι”, είχε πει ο Πάουελ: η ανθρώπινη ματιά σ’ έναν δολοφόνο στάθηκε ο κύριος λόγος των αρνητικότατων κριτικών εκείνης της εποχής, με χαρακτηρισμούς όπως “σατανική”, “πορνογραφική”, “τερατώδης”. Η ταινία αποσύρθηκε αμέσως ενώ ο Πάουελ απαξιώθηκε (από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στις δεκαετίες του 1940-50). Ενόχλησαν, επίσης, οι σαφείς υπαινιγμοί, τόσο για τις ομοιότητές μας με τον Μαρκ καθώς ο χαρακτήρας του έχει τεθεί στο επίκεντρο της ταινίας και το βλέμμα μας ταυτίζεται με το δικό του όσο και για την ηδονοβλεπτική διάσταση της θέασης μιας ταινίας: όπως ο Μαρκ ικανοποιείται πρωτίστως μέσω της όρασης, παρατηρώντας (και καταγράφοντας) τον τρόμο των γυναικών, παρόμοια για τον κινηματογραφικό θεατή, η πρώτιστη ικανοποίηση προκύπτει από την όραση όπου, παρακολουθώντας φανταστικούς χαρακτήρες στην οθόνη, παρατηρεί συναισθήματα κι αντιδράσεις των ηθοποιών που περιέχουν κάτι από την προσωπική τους αλήθεια κι ο φακός έχει συλλάβει κι αποθανατίσει. “Αυτό το πολύ ιδιαίτερο της ύπαρξής του που ένας άνθρωπος προσφέρει μπροστά στην κάμερα, συνέλαβε ο Πάουελ δείχνοντας πόσο κοντά είναι η δημιουργία μιας ταινίας στην παραφροσύνη, πως αυτό μπορεί να σε κατασπαράξει”, έχει δηλώσει ο Μάρτιν Σκορσέζε που ανακάλυψε την ταινία μετά από τρεις δεκαετίες- έχει συμβολική σημασία ότι η κάμερα του Μαρκ θυμίζει όπλο και χρησιμοποιείται ως όπλο κι ότι είναι επαγγελματίας του κινηματογράφου ως βοηθός σκηνοθέτη. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι υπάρχει μια υπερβολή στην άποψη περί ηδονοβλεψίας του θεατή καθώς οι χαρακτήρες και οι σχέσεις που απεικονίζονται στις ταινίες, μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα είδος ψυχαναλυτικού καθρέφτη μας.
Η τολμηρή θεματική, οι ψυχαναλυτικές, Φροϋδικές αναφορές, η ατμόσφαιρα όπου υφέρπει λύπη και η εξαιρετική ερμηνεία του Μπεμ που ως Μαρκ εκφράζει διψασμένη τρυφερότητα, ανείπωτο πόνο, υπόκωφο τρόμο κι ανακουφιστική σκληρότητα, συνθέτουν μια σπουδαία ταινία που παραμένει επίκαιρη.