“Σαγόνια” – Μια σουρεαλιστική κωμωδία για τους “αγαθιάρηδες”, τους “άλλους” και τα στερεότυπα όλων
“Σαγόνια” (Mandibule)
Σκηνοθεσία: Κεντέν Ντυπιέ
Πρωταγωνιστούν: Γκρεγκουάρ Λυντί, Νταβίντ Μαρσαί, Αντέλ Εξαρχόπουλος. Γαλλία, 2020
Πόσοι θα πίστευαν έναν “αγαθιάρη” άνθρωπο, γι’ αυτόν που λέγεται ότι “χάνει”, αν τους ανακοίνωνε ότι η μύγα που βρήκε στο πορτ- μπαγκάζ, έχει τις διαστάσεις σκύλου; Αλλά ακόμα κι αυτό θα τους φαινόταν σαν ένα φυσιολογικό αποκύημα της φαντασίας μπροστά σ’ αυτήν την αντίδραση του Ζαν-Γκαμπ: να εκπαιδεύσει μια υπερφυσική μύγα με τεράστια κόκκινα μάτια και ευδιάκριτες ορθωμένες τρίχες, ώστε να πετά σαν drone και να ληστεύει τράπεζες χωρίς ίχνη! Μεροδούλι μεροφάι η ζωή του, σχεδόν μόνιμα άνεργος ο κολλητός του ο Μανού που κοιμάται σε sleeping bag στην παραλία, ο Ζαν- Γκαμπ σκέφτεται ότι η λεία από μια τράπεζα δεν θα τελειώσει τόσο γρήγορα όσο τα 500 ευρώ που τους προσφέρονται για μια εύκολη δουλειά.
Σοβαρότης, μηδέν! – θα σκεφτόμασταν ασφαλώς. Έστω κι αν η μύγα είχε δείξει μια δυνατότητα επικοινωνίας στο θαρραλέο άνοιγμα του πορτ-μπαγκάζ από τους δύο φίλους, παρατηρώντάς τους επιφυλακτικά πριν κρυφτεί, πως θα ήταν δυνατόν να εκπαιδευτεί, και μάλιστα για μια τέτοια εξωφρενική αποστολή; Πως να πετύχει ο Ζαν-Γκαμπ με βασικό του εργαλείο ένα παιχνίδι για μωρά; Ωστόσο, έχει υπομονή, κερδίζει την εμπιστοσύνη της τρέφοντάς την πλουσιοπάροχα ενώ ο ίδιος σχεδόν στερείται το φαγητό κι εκείνη αντιδρά όλο και περισσότερο στα εξωτερικά ερεθίσματα, αποκτά και όνομα (θηλυκό, βέβαια)- με άλλα λόγια, ο Ζαν-Γκαμπ αναγνωρίζει την προσωπικότητά της. Όπως κι ο σκηνοθέτης στα υποκειμενικά πλάνα της μύγας όπου μέσα από τα μάτια της, βλέπουμε πολλαπλασιασμένη την εικόνα κάθε αντικειμένου ή προσώπου (τα κύρια μάτια κάθε μύγας βλέπουν λες κι έχουν πολλές μικρές κάμερες). Απεχθής ως εικόνα, συμπαθής ως προσωπικότητα ωστόσο! Να, λοιπόν, που κανένας δεν πρέπει να είναι βέβαιος για τη βεβαιότητά του ότι άνθρωποι όπως ο Ζαν- Γκαμπ κι ο Μανού σκέφτονται, επιεικώς, ανώριμα, κρίνοντάς τους με προκατάληψη εξαιτίας και μόνο της διαφορετικής σκέψης τους.
Όσο, όμως, κι αν οι δύο κολλητοί πάνε κόντρα στο ρεύμα, είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα, δεν παύουν να κουβαλάνε τις προσωπικές ψυχικές καθηλώσεις της παιδικής τους ηλικίας μαζί με τη διαμόρφωση της κοινωνίας όπου έχουν μεγαλώσει, καθώς συμπεριφέρονται εγωιστικά ή λένε ψέματα, ιδιαίτερα όταν κρίνουν ότι επιτάσσεται από τις συνθήκες- όπως, εξάλλου, συμβαίνει γενικά με τους περισσότερους ανθρώπους, χωρίς να ενδιαφέρονται να επιβεβαιώσουν αν πράγματι ισχύει αυτή η πεποίθησή τους. Ο Ζαν- Γκαμπ κι ο Μανού δεν είναι μόνο αγαθιάρηδες που δεν σκέφτονται τις πιθανές συνέπειες των επιλογών τους για τη δική τους ζωή- δεν τις σκέφτονται ούτε για τους άλλους καθώς στον δικό τους περίκλειστο κόσμο χωράει μόνο η φιλία τους και τα συμφέροντά της. Κάποιες φορές, αυτή η στάση τους προκαλεί αστείες καταστάσεις όπου κανένας δεν φαίνεται να πληγώνεται τελικά, όπως όταν ο Μανού δεν αποκαλύπτει στην Σεσίλ ότι δεν είναι εκείνος ο εραστής των εφηβικών χρόνων της που “είχε χύσει τότε σε δύο μόλις λεπτά”, όπως εκείνη θυμάται, επιθυμώντας μια αναδρομική ολοκλήρωση (ενώ ο Μανού δεν θέλει να χάσει το άφθονο φαγητό στο σπίτι της). Είναι τόσο φανερό ότι αυτή η ταύτιση της Σεσίλ είναι λαθεμένη που απορούμε με την εθελοτυφλία της μπροστά σε κάθε ξεκάθαρη ένδειξη για το αντίθετο, ακόμα κι όταν ο Μανού της αντιγυρίζει: “κι εσύ είχες χύσει σε δύο λεπτά”, κάτι που, προφανώς, δεν είχε συμβεί! Πολλοί υποτιμούν τους αγαθιάρηδες, νιώθοντας ανώτεροι τους χωρίς να συνειδητοποιούν ότι η δική τους αντίληψη είναι περιορισμένη, δέσμια του παρελθόντος.
Κάποιες άλλες φορές, όμως, αυτή η στάση τους προκαλεί οδυνηρές καταστάσεις, όπως στην Ανιές που μετά από ένα ατύχημα στο παρελθόν, δεν μπορεί να μιλήσει φυσιολογικά παρά μόνο κραυγάζει. Γελάμε ακούγοντάς την να γνωστοποιεί το μενού της ημέρας, σαν απαγγελία σχολικής γιορτής. Θαρρείς, όμως, ότι η Ανιές έχει επιπλέον απελευθερωθεί από τις συμβατικότητες της αστικής ευγένειας, ότι η οξύτητα τής φωνής και η ένταση τής ομιλίας της εκφράζουν τον αυθορμητισμό και την ευθύτητά της, όπως όταν όχι μόνο κοκκινίζει από θυμό με τους νέους καλεσμένους που τρώνε πριν καθίσουν όλοι στο τραπέζι, τους βάζει και τις φωνές. Η Ανιές είναι η μόνη που διαισθάνεται ότι οι δύο κολλητοί κρύβουν κάτι, κι αυτοί, κουβαλώντας τη διαμόρφωση της δυτικής κοινωνίας όπου ο πιο αδύναμος είναι πεδίο άσκησης εξουσίας, εκμεταλλεύονται την κρυφή προκατάληψη των φίλων της που την θεωρούν “σαλεμένη” πια και ικανή για ακραίες πράξεις. Θαρρείς ότι έτσι ο Μανού κι ο Ζαν-Γκαμπ τους απελευθερώνουν από τη συγκαταβατική ανεκτικότητα που δείχνουν στη φίλη τους, χωρίς να είχαν μπει ποτέ στον κόπο να κατανοήσουν ότι δεν έχει γίνει ένα “ψυχάκι” παρά εκφράζει ανεπεξέργαστα τη λαχτάρα της για ειλικρίνεια και τον θυμό της για τον οίκτο τους. Η Ανιές αποδεικνύεται πιο φυσιολογική από τους “φυσιολογικούς” (και τους “λιγότερο φυσιολογικούς”) που είναι περιχαρακωμένοι, όχι μόνο απέναντι στη νέα γυναίκα που αγωνιά για επικοινωνία αλλά, προφανώς, και ανάμεσά τους.
Ο Κεντέν Ντυπιέ σκηνοθετεί μια σουρεαλιστική κωμωδία του παραλόγου όπου σχεδόν τίποτα δεν είναι λογικό, δεδομένο ή συνηθισμένο. Θα μπορούσε κάποιος να του προσάψει ότι χρησιμοποιεί τις ιδιαιτερότητες της προσωπικότητας των δύο ελαφρόμυαλων κολλητών και του προβλήματος της Ανιές, με σκοπό να προκαλέσει τα αντανακλαστικά μας για να γελάσουμε δυνατά, γνωρίζοντας ότι τοποθετούμε τον εαυτό μας ψηλότερα απ’ αυτούς τους τρεις: ωστόσο, μέσα στη διαδοχή των κωμικών καταστάσεων, μας προσφέρει το ερέθισμα να αντιληφθούμε γιατί μόνο γελάμε εκεί όπου υφέρπει πόνος. Εξάλλου, ειρωνεύεται διακριτικά όλους τους χαρακτήρες. Στην επιτυχία της ταινίας, σημαντικό ρόλο παίζουν οι ερμηνείες των τριών βασικών χαρακτήρων: η Αντέλ Εξαρχόπουλος σκιαγραφεί ένα ζωντανό, αστείο, ανθρώπινο κυρίως πορτραίτο της Ανιές, κερδίζοντάς μας με την αστεία και συνάμα σοβαρή εκφορά του λόγου, και το εκφραστικό της βλέμμα. Και, βέβαια, οι τόσο φυσικές ερμηνείες του διδύμου των Γκρεγκουάρ Λυντί και Νταβίντ Μαρσαί, έχοντας χημεία μεταξύ τους σαν να είναι φίλοι στην πραγματικότητα. Είναι τόσο διασκεδαστικός ο μυστικός κώδικας επικοινωνίας τους, με μια χειρονομία όπου σχηματίζουν το κεφάλι ενός ταύρου με τα δάχτυλά τους, λέγοντας συντονισμένα: “Τορό” (έτσι προφέρεται η γαλλική λέξη “Taureau” που σημαίνει: ταύρος) και αγγίζοντας τα χέρια τους, είτε γιατί γιορτάζουν κάτι είτε γιατί ανησυχούν είτε όταν συμπαραστέκεται ο ένας στον άλλον (λέγοντας: “ταύρος- θλίψη”!). Μια πνευματώδης, απολαυστική ταινία διάρκειας μόλις 77 λεπτών, με αισιόδοξο κλείσιμο- αφού όμως πρώτα μάς έχει ρίξει βέλη για την άγνοια των στερεοτύπων και του επιφανειακού ανθρωπισμού μας.
* Την ταινία “Σαγόνια” την είδαμε στο 22o Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου της Ελλάδας.