“Tár” του Τοντ Φιλντ – Συναρπαστική Κέιτ Μπλάνσετ σε μια ασαφή, εξουθενωτική, επιτηδευμένη ατμόσφαιρα
“Tár”.
Σκηνοθεσία: Τοντ Φιλντ.
Πρωταγωνιστούν: Κέιτ Μπλάνσετ, Νίνα Χος, Νοεμί Μερλάντ.
ΗΠΑ, 2022.
Η Λύντια Ταρ, μια από τις σημαντικότερες και διασημότερες σύγχρονες μαέστρους κλασσικής μουσικής, ωθείται από το πάθος της για τον Μπαχ, από την αδιαπραγμάτευτη άρνηση της αποδόμησης του καλλιτεχνικού έργου εξαιτίας μιας ηθικά αμφιλεγόμενης προσωπικής ζωής του καλλιτέχνη- και επιχειρεί να επιβάλει την άποψή της στον νεαρό μαθητή της, τον χαμηλόφωνο Μαξ που χαμογελά αμήχανα και το δεξί του πόδι τρέμει νευρικά.
Ο Μαξ αδιαφορεί για τη μουσική του Μπαχ εξαιτίας του μισογυνισμού του (επιχειρηματολογώντας ότι είχε 20 παιδιά) κι απορρίπτει τους λευκούς, άρρενες, cis συνθέτες (δηλωτικός όρος ότι το φύλο παραμένει ίδιο μ’ αυτό που καταγράφηκε στη γέννηση) καθώς αυτοπροσδιορίζεται ως πάμφυλο άτομο (αναγνωρίζοντας τον εαυτό του σε όλα ή πολλά φύλα) και BIPOC (ακρωνύμιο του πολυλεκτικού όρου “Μαύρος, Γηγενής και Έγχρωμος Άνθρωπος”). Θ’ αντιδράσει, ωστόσο, σε μια προσβολή της Ταρ με γνώριμη, έμφυλη βρισιά: “γαμημένη βρόμα”, κι εκείνη θα του απαντήσει χαρακτηρίζοντάς τον “ρομπότ… με ψυχή διαμορφωμένη από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης”. Ποια θέση παίρνουμε εμείς; Είτε συντασσόμαστε ιδεολογικά με την Ταρ είτε με τον Μαξ, είναι, άραγε, δυνατόν να ορίσουμε το σωστό και το λάθος δεδομένου ότι η άποψή μας έχει διαμορφωθεί από τις αξίες της εποχής και της κοινωνίας όπου έχουμε μεγαλώσει; Αντιλαμβανόμαστε ότι η Ταρ, σαρκάζοντας τις “αλλεργίες του Μαξ”, όχι μόνο απαξιώνει την ιδεολογία του, επιπλέον μειώνει την προσωπικότητά του από θέση ισχύος, την επικρίνουμε ακόμα κι αν συντασσόμαστε μαζί της ή την δικαιολογούμε ότι είναι έμπλεη πάθους, υποβιβάζοντας την επιθετικότητά της ως απόρροια μιας φυσιολογικής έπαρσης αυτής της χαρισματικής προσωπικότητας (σαγηνευόμαστε, όπως το ακροατήριο, από τον πνευματώδη λόγο και τη θεατρικότητα των κινήσεων της) και υπερταλαντούχας μουσικού; Είναι, όμως, φυσιολογική αυτή η έπαρση ή την θεωρούμε ως τέτοια στις κοινωνίες μας του ανταγωνισμού και των ανισοτήτων; Κατανοούμε που τελειώνει ο διάλογος κι αρχίζει η λεκτική και ψυχολογική βία του ισχυρότερου προς τον πιο αδύναμο; Κι αν συντασσόμαστε με τον Μαξ, προβληματιζόμαστε για τον εγκλωβισμό του σε ιδεολογικά στεγανά που ορίζουν ποια μουσική πρέπει να συγκινεί και να εξυψώνει;
Είναι η εποχή του #Μetoo όπου οι γυναίκες, τα συνηθέστερα θύματα της αντρικής εξουσιαστικής βίας, έχουν τη δυνατότητα να την καταγγείλουν δημοσίως- κι όμως, συχνά την αναπαράγουν λεκτικά και ψυχικά (χωρίς, όμως, να επισημαίνεται στην ταινία ότι οι γυναίκες, όλα τα θύματα, μπορεί να συμπεριφέρονται όπως οι θύτες όταν αποκτούν εξουσία επειδή έχουν εσωτερικεύσει τα πρότυπα των πατριαρχικών κοινωνιών μας). Όπου οι κακοποιητικές συμπεριφορές διαδίδονται άμεσα χάρη στα social media- κι όμως, συχνά αρκεί η καταγγελία για να τεκμηριώσει ενοχή, ιδιαίτερα για διασημότητες, καταλήγοντας στην κανιβαλιστική “κουλτούρα της ακύρωσης”. Όπου οι νέες ορολογίες προσδιορισμού ταυτότητας στοχεύουν στη συμπερίληψη και την ορατότητα, ενάντια στη λευκή, πατριαρχική, ετεροφυλοφιλική κανονικότητα- κι όμως, συχνά το πνεύμα τους διαστρεβλώνεται γεννώντας νέες μορφές αποκλεισμών. Είναι η εποχή της πολιτικής ορθότητας, προφυλάσσοντας κοινωνικές μειονότητες από περιθωριοποιήσεις- κι όμως, συχνά η τυπολατρική, άτεγκτη χρήση των επιταγών της καταλήγει στον περιορισμό της έκφρασης και έλεγχο της σκέψης (χωρίς, όμως, να τίθεται το ερώτημα για τα αίτια ύπαρξης κοινωνικών μειονοτήτων). Σ’ αυτήν τη σύγχρονη εποχή ζει και βασιλεύει η Ταρ- και αμφισβητείται ηθικά με τις καταγγελίες εναντίον της να πληθαίνουν. Είναι η σταρ στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, οι μεγάλες κινήσεις των χεριών της θαρρείς ότι ορίζουν μια προσωπική επικράτεια όπου ελάχιστοι κρίνονται άξιοι να γίνουν δεκτοί (μέχρι να εκδιωχθούν), κινεί τα νήματα όλων σαν μαριονέτες αδιαφορώντας για τα συναισθήματά τους. Η μαέστρος συγκινείται από το παίξιμο μιας νεαρής τσελίστριας και γοητεύεται απ’ αυτήν: άραγε, συγκινείται από το πάθος της για τη μουσική, προσωποποιώντας το εξιδανικευμένα στη νεαρή γυναίκα ή από την ερωτική έλξη που αισθάνεται; Είναι πραγματικά τόσο ταλαντούχα η τσελίστρια ή η Ταρ δεν θέλει να την κρίνει; Φουντώνουν τα κουτσομπολιά και οι κατηγορίες ότι μεροληπτεί αγνοώντας την επετηρίδα κι από την άλλη, η Ταρ απεχθάνεται τη γραφειοκρατική νοοτροπία του χώρου της. Ένα βίντεο δημοσιοποιείται με φανερή τη συρραφή στιγμιοτύπων από τη σύγκρουση με τον Μαξ: σε ποιον βαθμό απεικονίζεται η ουσία της και πόσο είναι κατασκευασμένο ώστε να διαπομπεύσει; Είναι μόνο θύτης ή άλλοτε είναι θύμα; Ωστόσο, δεν διαφωτιζόμαστε που τελειώνει η ευθύνη της Ταρ κι αρχίζουν οι κακόβουλες φήμες σ’ όλες αυτές τις καταγγελίες…
Και όμως, και βέβαια, στα σωθικά της Ταρ σιγοκαίνε οι γνώριμοι ανθρώπινοι φόβοι που απωθεί θριαμβευτικά: στοιχειώνεται από απόκοσμους ήχους (άραγε, τους ακούει ή τους φαντάζεται;) που πυκνώνοντας, προαναγγέλλουν την πτώση. Μια κλινικότητα, ένας υπόκωφος σπαραγμός που δεν μας αγγίζουν εξαιτίας της ψυχρής, συναισθηματικά αποστασιοποιημένης ατμόσφαιρας καθώς ο σκηνοθέτης ελέγχει το υλικό του σε τόσο μεγάλο βαθμό που η ταινία δεν ανασαίνει. Υπάρχει, βέβαια, η μεγάλη ερμηνεία της Μπλάνσετ στον ρόλο της Ταρ που ενσαρκώνει συναρπαστικά μια ύπαρξη που πιστεύει ότι έχοντας αγγίξει το θείο στη μουσική, θεωρεί τον εαυτό της ως έναν επίγειο Θεό. Όμως, δεν κατανοούμε τον λόγο της αποκαθήλωσής της: Είναι η αδηφάγος κοινή γνώμη;- όπου θαυμάζοντας τους ιδιοφυείς και καταξιωμένους, δεν συνειδητοποιούμε τον φθόνο μας, ότι κρυφά, ύπουλα θαυμάζουμε τους εαυτούς μας, υποκαθιστώντας έναν Θεό που βραβεύει κι αποκαθηλώνει. Πρόκειται για θεία δίκη για την ύβρι της αλαζονείας; Η ταινία αρκείται σε μια διανοητική και ναρκισσιστική παράθεση πληθώρας ερωτημάτων και θεμάτων, μόνο σε επίπεδο αναφοράς όμως, στο όνομα μιας πάση θυσίας αποφυγής κάθε έτοιμης απάντησης που γίνεται αυτοσκοπός όσο κι αν ο Φιλντ δηλώνει ότι “δεν υπάρχει λαθεμένη ανάγνωση της ταινίας καθώς ο μόνος σκοπός είναι να εμπνεύσει όσο πιο σφοδρές ή παραπανήσιες εικασίες ή απόψεις είναι δυνατόν”.
Συμβάλλει, επιπλέον, ότι οι υπόλοιποι χαρακτήρες λειτουργούν μόνο σαν δορυφόροι της Ταρ, με γνώριμες, άρα στερεοτυπικά εξηγήσιμες, συμπεριφορές χωρίς όμως να μεταδίδονται τα κίνητρα, οι προσδοκίες και οι οδυνηρές διαψεύσεις από τις συναισθηματικές επενδύσεις τους, η ανάγκη να ενδυναμώσουν την ψυχική τους υπόσταση όταν αποδομώντας την Ταρ, παίρνουν εκδίκηση θαρρείς για όσο επισκιάζονταν απ’ αυτό το ιερό τέρας- δεν μεταδίδεται ότι δεν είναι μόνο η Ταρ που κατακτά και καταναλώνει ανθρώπους και σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν κατανοούμε τη στάση της συμβίας της Ταρ όταν αντιλαμβάνεται ένα ακόμα ερωτικό παραστράτημα της μαέστρου κι αντιδρά όταν ο μύθος της καταρρέει, ούτε του κοριτσιού που έχουν υιοθετήσει, στη μοναδική φορά που η αγαπημένη της “γονέας ένα” (η Ταρ) αθετεί μια υπόσχεσή της ούτε της νεαρής τσελίστριας όταν αποκτήσει προνόμια. Κι ενώ δεν παρακολουθούμε αδιάφοροι, ωστόσο το ενδιαφέρον ατονεί, η μεγάλη διάρκεια κουράζει ενώ το τρίτο κεφάλαιο μοιάζει ξένο, ιδιαίτερα λόγω τού διαφορετικού ρυθμού του. Η ταινία μιλά ουδέτερα, εξιστορεί ασαφώς (κι όχι διφορούμενα), καταγράφει αποστειρωμένα, αφηγείται εξουθενωτικά, απεικονίζει επιτηδευμένα.