tetartopress

“Το αλάνι” της Σάρλοτ Ρέγκαν – Tο πλησίασμα ενός άγνωστου πατέρα και μιας άγνωστης κόρης, με αμεσότητα και θέρμη


“Το αλάνι” (“Scrapper”).
Σκηνοθεσία: Σάρλοτ Ρέγκαν.
Πρωταγωνιστούν: Λόλα Κάμπελ, Χάρρις Ντίκινσον.
Ηνωμένο Βασίλειο, 2023.

– “Είσαι η Τζόρτζι;
– “Ποιος ρωτάει;“, απαντά έκπληκτο, επιφυλακτικά αλλά και θαρραλέα το κορίτσι αυτόν τον άγνωστο νέο άντρα που εμφανίστηκε από το πουθενά, έχοντας πηδήξει πάνω από τον φράχτη του σπιτιού της (και πως διάολο γνωρίζει το όνομά της;).
– “Είμαι ο Τζέισον… Ο μπαμπάς σου”… Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού“.

Είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε την 12χρονη Τζόρτζι να μην ξέρει τι να πει, να κοιτάζει προς τα κάτω, τους ώμους της να κυρτώνουν, να νιώθει αμήχανα. Από που ξεφύτρωσε αυτός ο άγνωστος 30άρης με το μετεφηβικό παρουσιαστικό, αυτό το χυμαδιό με τα βαμμένα άσπρα μαλλιά που δηλώνει πατέρας της; Το τελευταίο που θα ήθελε η Τζόρτζι, θα ήταν ένας ενήλικος να την επιβλέπει και να πρέπει να συνυπάρχει μαζί του καθώς έχει οργανώσει πια τη ζωή της μετά τον θάνατο τής μητέρας της: μαγειρεύει, σιδερώνει, καθαρίζει, όλα μόνη της- και κλέβει ποδήλατα με τον μεγαλύτερο σε ηλικία κολλητό της, τον Αλί που, πουλώντας τα, βγάζει τα προς το ζην. Α! Και ξεγελά τις υπηρεσίες της Πρόνοιας στους τακτικούς τηλεφωνικούς της ελέγχους, αναπαράγοντας τις έτοιμες, ηχογραφημένες στο κινητό της απαντήσεις του νεαρού υπαλλήλου στο ψιλικατζίδικο που υποκρίνεται έναν ανύπαρκτο θείο της και ο οποίος μένει μαζί της. Η επιτήδεια Τζόρτζι πιστεύει ότι δεν έχει ανάγκη κανέναν ενήλικο, είναι μαχήτρια της ζωής- είναι χαρακτηριστικό ότι δεν δυσανασχετεί ούτε στο ελάχιστο ή νιώθει μειονεκτικά για το ακουστικό που φοράει (από πότε, άραγε, και γιατί;)- κι  αυτό το πρόβλημα υγείας της δεν δραματοποιείται παρά απεικονίζεται σαν να έχει γίνει πια αποδεκτό ως ένα προσωπικό σωματικό χαρακτηριστικό της. Το τελευταίο που θα είχε ανάγκη η Τζόρτζι, θα ήταν να μάθει να ζει με έναν άγνωστο, και μάλιστα τον εντελώς άγνωστό της πατέρα.

Ορισμένα βράδια, η Τζόρτζι απομονώνεται σε ένα δρομάκι για να δει βίντεο με τη μητέρα της που έχει αποθηκευμένα στο κινητό της- και για να μην την δουν να δακρύζει. Σ’ ένα δωμάτιο που έχει κλειδωμένο, το κορίτσι στοιβάζει άχρηστα αντικείμενα και υπολείμματα από παλιοσίδερα (“scrap”), υψώνοντας μια αυτοσχέδια κατασκευή όπου σκαρφαλώνοντας, θαρρείς ότι αισθάνεται πιο κοντά στην μητέρα της- και η κάμερα μπαίνει αργά και περιφέρεται προσεκτικά στον χώρο, θαρρείς αποτίοντας σεβασμό στο κρυφό πένθος της μικρής. Συχνά προκαλείται η εντύπωση ότι τα παιδιά δεν πενθούν καθώς οι συναισθηματικές τους αντιδράσεις διαφέρουν απ’ αυτές των ενηλίκων, καθώς φαίνεται ότι προσαρμόζονται χωρίς έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις στη νέα τους ζωή, όμως στην πραγματικότητα οι εσωτερικές τους διεργασίες δεν γίνονται αντιληπτές από τους ενήλικες. Οι πρακτικές ανάγκες, η καθημερινή υπερδραστηριότητα αποσπούν την Τζόρτζι από τον πόνο ή τον κάνουν πιο υποφερτό και,  παράλληλα, αυτή η καθημερινή ρουτίνα την υπνωτίζει  προσφέροντάς της μια βεβαιότητα ότι θα εξακολουθήσει να ζει όπως θέλει χωρίς να γίνει αντιληπτό.


Στο άκουσμα της πατρικής ιδιότητάς του, η Τζόρτζι μαζί με τον Αλί, φαντάζονται τον Τζέισον σαν βαμπίρ, σαν φυλακισμένο, σαν γκάνγκστερ!- ούτε, όμως, τότε το πρόσωπό της φωτίζεται από γέλιο. Η παιχνιδιάρικη, ζωογόνα παιδική φαντασία πάντα ξορκίζει τους φόβους και η Τζόρτζι φοβάται, όχι μόνο την ανακατωσούρα και τους μπελάδες που θα επιφέρει η παρουσία του, επιπλέον τις συναισθηματικές δυσκολίες να τον αποδεχτεί. Φυσικά, θα αρχίσουν τη σχέση τους με το να “την λέει” ο ένας στον άλλον με την πρώτη ευκαιρία, να δοκιμάζει ο ένας την υπομονή του άλλου αναζητώντας τη θέση τους στη σχέση παιδιού- γονιού, τη διαδικασία μιας ψυχικής αποκατάστασης τόσο για ένα παιδί πιο ώριμο από την ηλικία του που έχει απωθήσει την παιδικότητά του σε μεγάλο βαθμό όσο και για έναν ενήλικο ανώριμο για την ηλικία του. “Δεν έχω ανάγκη να αντικαταστήσεις τη μαμά αλλά έχω ανάγκη κάποιον“: τα παιδιά έχουν πάντα ανάγκη έναν ενήλικο που προσφέρει το ζωτικό αίσθημα ασφάλειας, θέλοντας να τα κατανοήσει, επιτρέποντάς τους να είναι ο εαυτός τους κοντά του- κι ο ίδιος επιθυμώντας να γίνει ο καλύτερος γονιός που μπορεί να είναι χωρίς να φοβάται να μεγαλώνει κι εκείνος μαζί τους αντιμετωπίζοντας τους δικούς του ψυχικούς κόμπους, χωρίς να φοβάται “τις υπαρξιακές προκλήσεις που τα παιδιά θέτουν στους γονείς ή φροντιστές τους, επειδή είναι αυτά που είναι” (Γέσπερ Γιούλ).

Η αμεσότητα του αμοιβαίου ανοίγματος μέσα απ’ αυτό που εξελίσσεται ο καθένας τους, ανάμεσα στην ετοιμόλογη, τσαμπουκαλού, καυγατζού (“scrapper”) Τζόρτζι που θέλει να κρύβει τη θλίψη της, και στον Τζέισον που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον φόβο των γονεϊκών του ευθυνών και στη χαρακτηρολογική του ευθύτητα κι ανοιχτωσιά, μεταδίδεται με φυσικότητα, τρυφερότητα κι αστείες στιγμές, χωρίς συναισθηματικές κορυφώσεις, χωρίς συναισθηματικές ευκολίες. Συμβάλλουν σημαντικά τόσο οι ανεπιτήδευτες ερμηνείες της μικρής Λόλα Κάμπελ και του Χάρρις Ντίκινσον και η χημεία ανάμεσά τους όσο και η ευχάριστη, παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα όπου αφ’ ενός αποφεύγεται η γνωστή μουντή απεικόνιση των σκληρών συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης κι αφ’ ετέρου αναμειγνύεται ο κοινωνικός ρεαλισμός με στοιχεία παραμυθιού, ενός μαγικού ρεαλισμού: οι εργατικές  κατοικίες είναι πολύχρωμα βαμμένες συνιστώντας μια παστέλ παλέτα, η Τζόρτζι προσέχει να μην σκοτώσει με την ηλεκτρική σκούπα τις αράχνες στο σπίτι της ενώ έχει ζωγραφίσει στον τοίχο το σχήμα μιας φωλιάς τους, συμμαθητές και συμμαθήτριές της ντυμένοι/-ες με ομοιόμορφες ροζ ή κίτρινες στολές, μιλούν για την Τζόρτζι κατευθείαν στην κάμερα, σχολιάζοντας κι επικρίνοντάς την εν είδει χορού (μάλλον η μικρή που έχει αποβληθεί από το σχολείο, δεν έχει και τις καλύτερες σχέσεις με κανέναν τους!). Ωστόσο, αν και ευρηματικό αυτό το στοιχείο του μαγικού ρεαλισμού, μοιάζει κάπως με ξένο σώμα στην ταινία.

Υπάρχει, επιπλέον, η ένσταση ότι δεν απεικονίζονται οι σοβαροί κίνδυνοι στην καθημερινότητα της μικρής με συνέπεια έναν εξωραϊσμό της πραγματικότητας όσο κι αν αυτό υπηρετεί την ατμόσφαιρα της ταινίας. Επίσης, δεν εμβαθύνεται ο χαρακτήρας του πατέρα. Όμως, πάνω απ’ όλα, κυριαρχεί η συγκίνηση από τη θέρμη του πλησιάσματος και της αποδοχής, από την αισιοδοξία που αποπνέεται, από τη σύλληψη του παιδικού πνεύματος με τα πλάνα στο ύψος της Τζόρτζι, αυτή η υπέροχη αίσθηση τόσες φορές ότι τα παιδιά είναι η πιο αναζωογονητική παρέα, οι πιο αξιαγάπητοι άνθρωποι που έχουμε γνωρίσει. “Το αλάνι” είναι μια αξιαγάπητη ταινία.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Οι τακτικές επισκέψεις της αφηγήτριας στο σπίτι των τυφλών συγγενών της μετατρέπονται σε εναγώνιες προσπάθειες να σώσει τον γιο τους ...
«Με τη καρδιά στο χέρι» - Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

«Με τη καρδιά στο χέρι» – Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

Ο Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει στις 14 Φλεβάρη  με καινούριο δίσκο στη Veego Records. «Η Εκδρομή» εξιστορεί σε 10 τραγούδια – ...
Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Ένας καθηγητής κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει στους μαθητές του λυκείου του τις βασικές έννοιες της Διάκρισης του Πιερ Μπουρντιέ, οδηγώντας τους να ...
Naxatras - Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

Naxatras – Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

To psychedelic rock συγκρότημα Naxatras ανακοίνωσε την κυκλοφορία του πέμπτου στούντιο άλμπουμ τους, V, που θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 229 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top