“Utama, το σπίτι μας” – Η κλιματική αλλαγή στον τόπο των Κέτσουα

“Utama, το σπίτι μας” (“Utama”).
Σκηνοθεσία: Αλεχάντρο Λοάιζα Γκρίσι.
Πρωταγωνιστούν: Χόσε Καλκίνα, Λουίσα Κουίσπε, Καντελάρια Κουίσπε.
Βολιβία, 2022.
Κάθε πρωί, ο Βιρχίνιο ξεκινάει με το κοπάδι των λάμα προς αναζήτηση τροφής και η Σίσα κινάει με τα πόδια για το γειτονικό χωριό, μερικά χιλιόμετρα μακριά, για γεμίσει με νερό από το πηγάδι τους κουβάδες της. Έχουν γεράσει πια και όλα έχουν γίνει πιο κοπιώδη- και πιο άκαρπα: η υπερθέρμανση, η βόσκηση για τα ζώα που λιγοστεύει, το νερό που στερεύει. Δεν βαρυγκομάνε, όμως, δεν θέλουν να ξεριζωθούν και να εγκαταλείψουν το χωρίς ηλεκτρισμό πέτρινο σπιτάκι τους, αρκούνται στα φασόλια, το ψωμί και τις πατάτες. Ο Βιρχίνιο, μάλιστα, δεν παύει να θεωρεί ως προδοσία τη φυγή του γιου τους στην πόλη, την εγκατάλειψη του τόπου τους στο Αλτιπλάνο, το οροπέδιο των Άνδεων με τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες, τη δεύτερη ψηλότερη κατοικημένη περιοχή της γης μετά το Θιβέτ, με μέσο υψόμετρο τα 3.750 μέτρα. Ζουν εκεί μαζί με τα λάμα (στο Αλτιπλάνο ζει το 70% του παγκόσμιου πληθυσμού τους χάρη στην ικανότητα προσαρμογής τους) και θαρρείς ότι έχουν αναπτύξει μια επικοινωνία μ’ αυτά τα ζώα που υπερβαίνει την ανάγκη της εκτροφής τους και τη χρήση τους σαν υποζύγια: τους φοράνε ροζ κορδέλες, τόσο παράταιρο χρώμα με το τοπίο και τη στωικότητα στις ανθρώπινες φυσιογνωμίες ενώ τα λάμα, όταν ξεστρατίσουν για μέρες από την ανθρώπινη επίβλεψη, πάντα επιστρέφουν κεφάτα λες και πεθύμησαν το σπιτικό τους!
Μια ατέλειωτη καφέ γη χωρίς ίχνος πράσινου, ξερό έδαφος, σκασμένο από έναν τυραννικό ήλιο. Στη μέση κυλάει ένα ποτάμι, σαν δώρο από τις θεότητες της αυτόχθονης φυλής των Κέτσουα που ζει σ’ αυτό το άνυδρο τοπίο, με φανερά πια μειωμένη την ορμή του ρεύματός του. Στα νερά του ξεδιψάνε τα ζώα και πλένουν ρούχα οι γυναίκες. Μόνο ηλικιωμένοι έχουν απομείνει πια εκεί.
– “Τι θα κάνουμε αν συνεχιστεί η ανομβρία;”
– “Πρέπει να μείνουμε. Αν αφήσουμε τη γη μας, θα απομείνει μόνη στη σιωπή”: η αγωνία αυτού του ιθαγενή στη συγκέντρωση της κοινότητας απηχεί την ακατάλυτη σύνδεση όλων με τη γη τους. Είναι, άραγε, η έλξη της μνήμης του παραδοσιακού τρόπου ζωής, το αίσθημα του ριζώματος στη φύση, ή, επιπλέον, η βεβαιότητα του ανέστιου στις πόλεις, ο φόβος του αγνώστου; Είναι συναισθηματικά προσκολλημένοι σ’ αυτόν τον τόπο, τον λησμονημένο από το κράτος και τα παιδιά τους, ή αισθάνονται ευτυχείς μπροστά σ’ αυτήν τη μεγαλόπρεπη ομορφιά και ελεύθεροι μπροστά στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα;
Ποιες θρησκείες και ήθη αναπτύσσονται σ’ έναν τέτοιο αφιλόξενο τόπο; Λάμα θυσιάζονται τελετουργικά ως επίκληση προς τις θεότητες για να βρέξει, όμως θα ήταν αβασάνιστη μια πιθανή κρίση περί βάρβαρων εθίμων ενός πρωτόγονου πολιτισμού: “Για να λάβουμε από τη Μητέρα Γη”, δηλώνει ο σκηνοθέτης, “πρέπει να δώσουμε κι εμείς, να ανταποδώσουμε, να θυσιάσουμε… Αν το σκεφτούμε περισσότερο, μια θυσία βασίζεται σε κάτι που αγαπάμε. Και οι Κέτσουα αγαπάνε τα λάμα τους. Πιστεύω ότι ορισμένοι σύγχρονοι τρόποι που μεταχειριζόμαστε τα ζώα, είναι πολύ περισσότερο κτηνώδεις… Στην πραγματικότητα, είναι κτηνώδες το ότι συνηθίσαμε μόνο να παίρνουμε χωρίς να προσφέρουμε κι αυτό έχει επιβλαβή αντίκτυπο στο περιβάλλον”. Ο άνθρωπος έχει πάψει να αισθάνεται ως αναπόσπαστο μέρος του όλου, υπερεκμεταλλεύεται κερδοσκοπικά τους φυσικούς πόρους παρά τις σύγχρονες οικολογικές ρητορικές, έχει καταστεί αποπνευματικοποιημένο άτομο των πόλεων στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες, διαπαιδαγωγημένος με την υπερκατανάλωση και την κατοχή αντικειμένων- και ανθρώπων, μέσα από τις σχέσεις του.
Ποια χαρακτηριστικά σφυρηλατούν αυτές οι συνθήκες ζωής; Θαρρείς ότι αυτή η απέραντη σιωπή (που καθώς συντονιζόμαστε μαζί της, βαθαίνει η αναπνοή μας) και το περιορισμένο των τοπικών πόρων αντανακλώνται στις ανθρώπινες συμπεριφορές: μετρημένες λέξεις, τα συναισθήματα δεν εκφράζονται πληθωρικά παρά μεταδίδονται μέσω της βεβαιότητας της αμοιβαιότητάς τους, το γνώριμο, αγαπημένο βλέμμα υπενθυμίζει και ανανεώνει τη σύνδεση, η ανάγκη της επιβίωσης γεννάει την ηθική της αλληλεγγύης και η αγάπη για τον τόπο γεννάει την αντοχή και την περηφάνια που, όμως, μπορεί να φτάσει ως την ξεροκεφαλιά, άλλοτε σκληρά- ο Βιρχίνιο, αρνούμενος ν’ απελευθερωθεί από τον θυμό του για τον γιο του, παρερμηνεύει την έγνοια τού εγγονού του που θέλει να τον πάρει στην πόλη εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος υγείας του- κι άλλοτε παιδιάστικα- ο Βιρχίνιο, σαν τα αρσενικά ζώα που αρνούνται να παραχωρούν την ηγεσία του κοπαδιού, επιταχύνει τον βηματισμό του ώστε να προπορεύεται του νεαρού Κλέβερ. Όμως, η καλλιεργημένη από την επαφή με τη φύση ψυχή του γέρου ιθαγενή, θα αναγνωρίσει τελικά το δίκιο του εγγονού πού τού προσάπτει εγωισμό στην απαίτησή του από τη Σίσα να τον συνοδεύσει στο ποτάμι των ψυχών, ουσιαστικά να τον ακολουθήσει στον θάνατό του, όπως επιτάσσει η παράδοσή τους. Παράλληλα, ο Κλέβερ θα αποτινάξει κάθε ίχνος αστικής έπαρσης μέσα στην έγνοια του γι’ αυτούς τους ανθρώπους, θα κατανοήσει τη σχέση τους με τη γη. Και, όσο κι αν δεν μας μεταδίδονται αυτές οι εσωτερικές αλλαγές τους, ωστόσο μας μεταδίδεται το αμοιβαίο άνοιγμα στην αλληλεπίδραση, ο αλληλοσεβασμός που χτίζεται. Το διαγενεακό χάσμα μπορεί να γεφυρωθεί, οι άνθρωποι να αλλάξουν, η θέρμη ανάμεσά τους να αναδυθεί.
Είναι οι κίνδυνοι της κλιματικής αλλαγής, αφανισμός διαφόρων μορφών ζωής, ανθρώπινων πολιτισμών, αύξηση της πείνας και φτώχειας, μετανάστευση εκατομμυρίων ανθρώπων. Απεικονίζοντας τον άνθρωπο στις πραγματικές του διαστάσεις μέσα στο φυσικό περιβάλλον, θαρρείς ότι τονίζεται η ύβρις της πεποίθησής μας ως κυρίαρχο είδος που επιφέρει όλο και μεγαλύτερη επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης για όλα τα έμβια όντα. Η θλίψη μας επιτείνεται από τη συγκλονιστική ομορφιά αυτών των τοπίων. Είναι φανερό ότι ο Γκρίσι εκτιμά βαθιά αυτούς τους ανθρώπους, κατανοεί την αγάπη για τον τόπο τους που δεν θέλουν να “απομείνει μόνος στη σιωπή”, την αξιοπρέπειά τους, την επιθυμία τους να πεθαίνουν εκεί. Υπάρχει, ωστόσο, και η αισιόδοξη πλευρά, όπως δηλώνει: “η φύση είναι αιώνια, αναγεννάται, πάντα θα δημιουργούνται και θα υπάρχουν νέες μορφές ζωής και χωρίς εμάς”. Η ελλειπτικότητα του σεναρίου, η αποδραματοποίηση, η ντοκιμαντερίστικη οπτική κι ο αργός ρυθμός μας μεταφέρουν σ’ αυτόν τον άγνωστο τόπο που αν και μακρινός, τα προβλήματά του αφορούν όλους μας. Η βασική ένστασή μας είναι ότι θα θέλαμε μια πιο διεισδυτική ματιά στην ψυχοσύνθεση αυτών των ανθρώπων, να κατανοήσουμε το πνεύμα των παραδόσεών τους καθώς η ταινία αρκείται σε αναφορές ή απεικονίσεις τους, και ορισμένες νοοτροπίες τους, όπως την απόλυτη άρνηση του Βιρχίνιο να συνδράμει τη Σίσα στη μεταφορά του νερού, επικαλούμενος ότι “είναι δική της δουλειά”. Και, παρά το ότι αισθανόμαστε μια υποτονικότητα καθώς η ταινία οδεύει προς το τέλος, την παρακολουθούμε με ενδιαφέρον και με υποδόρια συγκίνηση.