“Walden” – Από την πνευματικότητα της ελεύθερης βούλησης στις εκβιομηχανοποιημένες υπάρξεις
“Walden”
Ντοκιμαντέρ του Ντάνιελ Ζίμμερμαν
Ελβετία, 2018
Το 1845, ένας νεαρός απόφοιτος του Χάρβαρντ, ο μετέπειτα Αμερικανός συγγραφέας Χένρι Ντέιβιντ Θορώ, ξεκίνησε να ζήσει για ένα χρόνο σε μια καλύβα στο δάσος, «τόσο μικρή που δεν χωρούσε να φιλοξενήσει ούτε έναν αντίλαλο».
«Πήγα στο δάσος επειδή επιθυμούσα να ζήσω συνειδητά, να αντιμετωπίσω μονάχα τα ουσιώδη της ζωής και να δω αν θα μπορούσα να μάθω όσα είχε να μου διδάξει, έτσι ώστε, όταν θα ερχόταν η ώρα μου να πεθάνω, να μην ανακάλυπτα ξαφνικά ότι δεν είχα ζήσει ποτέ. Δεν ήθελα να ζήσω ο,τιδήποτε δεν ήταν ζωή – το να ζει κανείς είναι τόσο πολύτιμο – ούτε ήθελα να παραιτηθώ, εκτός πια κι αν ήταν απολύτως απαραίτητο. Ήθελα να γευτώ μια ζωή γεμάτη και να ρουφήξω όλο της το μεδούλι, να ζήσω με τρόπο τόσο αυστηρό και σπαρτιάτικο ώστε να τρέψω σε άτακτη φυγή ο,τιδήποτε δεν ήταν ζωή… και, αν τότε αποδεικνυόταν ευτελής, να καταγράψω όλη αυτή την αυθεντική ευτέλεια και να τη δείξω στον κόσμο· ή, αν ήταν θεσπέσια, να τη γνωρίσω από πρώτο χέρι, έτσι ώστε στο επόμενο ταξίδι μου να είμαι σε θέση να δώσω μια πιστή περιγραφή της. Ήθελα να γευτώ μια ζωή γεμάτη και να ρουφήξω όλο της το μεδούλι, να ζήσω με τρόπο τόσο αυστηρό και σπαρτιάτικο ώστε να τρέψω σε άτακτη φυγή οτιδήποτε δεν ήταν ζωή. Έχουμε ανάγκη το τονωτικό της άγριας φύσης – να τσαλαβουτήσουμε κάποιες φορές σε βάλτους όπου παραμονεύει ο νυχτοκόρακας και η αγριόκοτα, να ακούσουμε το βροντερό κρώξιμο της βαλτομπεκάτσας· να μυρίσουμε το σπαθόχορτο που θροΐζει στον άνεμο, στα μέρη όπου μονάχα τα πιο άγρια και μοναχικά πουλιά χτίζουν τις φωλιές τους, εκεί όπου το κουνάβι σέρνεται με την κοιλιά στο έδαφος». Το 1854 ο Θορρώ συγγράφει το βιβλίο του “Walden”, που πραγματεύεται τα θέματα μιας κυριολεκτικής επιστροφής στη φύση, σαν τη μόνη δυνατή απόφαση ενάντια στην προϊούσα εκβιομηχάνιση της εποχής του.
164 χρόνια μετά, ο Ελβετός ντοκυμανταιρίστας Ντάνιελ Ζίμμερμαν, στην ταινία του με τίτλο αυτόν του βιβλίου του Θορώ, “Walden”, μας τείνει το χέρι του ζητώντας μας να τον ακολουθήσουμε σε μια εκ νέου θέαση των τόσο γνωστών διαδρομών των δέντρων που υλοτομούνται: στη δική του ταινία, τα δέντρα κόβονται από τα δάση της Αυστρίας και ταξιδεύουν με τραίνα, φορτηγά και πλοία έως την Κίνα κι έως τον Αμαζόνιο. Σε μια εκ νέου θέαση που έχει να κάνει με ένα διαφορετικό τρόπο: πως άραγε θα μπορούσε σήμερα ο Θορώ να παρατηρούσε την εξέλιξη των καιρών μας; Το πνεύμα του Θορώ έχει εμποτίσει την ταινία από το πρώτο πλάνο που η κάμερα του Ζίμμερμαν σε μιαν αργή οριζόντια κίνηση παρατηρεί τα δέντρα που υψώνονται κάθετα στην εικόνα. Είναι σαν ο Θορώ να μας οδηγεί μέσα στο δάσος στην αρχή, μέσα στις γνώριμες διαδρομές του. Όμως ο χρόνος έχει προχωρήσει πια, είμαστε στο 2018, και οι υλοτόμοι πριονίζουν τα ψηλά δέντρα κι ο ήχος του θροΐσματος του αέρα πάνω στα φύλλα σκεπάζεται από τον ήχο των μηχανών. Σαν τώρα πια να είναι το πνεύμα του Θορώ αυτό που ακολουθεί τον σκηνοθέτη στη σύγχρονη εποχή.
Σ’ αυτήν τη φορμαλιστική δημιουργία, η τόσο ρεαλιστική εικόνα της πραγματικότητας που συλλαμβάνει η ψηφιακή φωτογραφία, υποβάλλει μια προφητεία που νομοτελειακά θα επαληθευτεί. Εκείνη την προφητεία του Θορώ στον δικό του “Walden” πριν τόσα πολλά χρόνια. Το μουντό γκρίζο χρώμα της επιφάνειας των κτιρίων και των πλοίων, σε αντίθεση με το ζωηρό πράσινο χρώμα του δάσους, αντανακλάται στα μάτια μας και υποβάλλει την αίσθηση μιας αναπότρεπτης καταστροφής. Ίσως να χρειαστεί άλλη μια ταινία ή ένα ακόμα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο, μετά από άλλα 200 χρόνια ώστε η ανθρωπότητα να είναι πιο έτοιμη ν’ αφουγκραστεί αυτό το σήμα κινδύνου.
Τώρα πια δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε για πολλή ώρα τους ήχους της βαλτομπεκάτσας και του νυχτοκόρακα. Ούτε ανθρώπινες φωνές ακούγονται στην ταινία. Οι ήχοι που ακούγονται πια είναι από τα πριόνια, από τα φουγάρα των μεγάλων πλοίων, από τα φορτηγά στους αυτοκινητόδρομους. Οι λίγοι άνθρωποι που εμφανίζονται, δεν έχουν ονόματα. Χωρίς την επιθυμία πια για προσωπική, ελεύθερη βούληση, για εξερεύνηση και πνευματικότητα, κατέληξαν να παίζουν μονάχα το ρόλο ενός αναγκαίου εξαρτήματος στην πλήρως μηχανοποιημένη διαδικασία της κοπής, της στοίχισης των σανιδών που έχουν παραχθεί από το κομμένο δέντρο, της φόρτωσης. Ονόματα πια, ανθρώπινα ονόματα, έχουν τα πλοία.
Ο Ζίμμερμαν, με λίγα πλάνα – σεκάνς που ξετυλίγονται αργά, που διαγράφουν όλα μια πλήρη κυκλική διαδρομή, καταλήγοντας εκεί από όπου έχουν ξεκινήσει πριν μεταβούμε στο επόμενο κεφάλαιο πλάνο-σεκάνς, μας φέρνει αντιμέτωπους με τα στερεότυπά μας: ο ανεξήγητα στην αρχή αργός ρυθμός της ταινίας μετουσιώνεται σ’ ένα είδος διαλογισμού, η κούραση κι η επανάληψη της αρχής γίνονται μια βαθιά βιωματική εμπειρία. Ξέρεις το μήνυμά της ταινίας κι όμως το ξαναζείς από την αρχή με έναν καινούριο τρόπο. Ο “Walden” των καιρών μας δεν θα μπορούσε παρά να ήταν ένας πικρά ειρωνικός τίτλος.