“Υπόθεση Γκολντμάν” του Σεντρίκ Καν – Η αντιφατική σαγηνευτική προσωπικότητα του Πιερ Γκολντμάν στην πολύκροτη δίκη του το 1976

“Υπόθεση Γκολντμάν” (“Le procès Goldman”).
Σκηνοθεσία: Σεντρίκ Καν.
Πρωταγωνιστούν: Άριε Βορχάλτερ, Αρτούρ Χαράρι, Νικολά Μπριανσόν.
Γαλλία, 2023.
“Το δικαστήριο εντός μου διέπεται από έναν απαρέγκλιτο νόμο. Με συνέτριψαν τα όνειρα και τα ιδανικά μου. Η δικαιοσύνη δεν μπορούσε να με τιμωρήσει έχοντας αυτοτιμωρηθεί για τα εγκλήματά μου που δεν αφορούν τις ένοπλες ληστείες. Τιμωρούσα τον εαυτό μου επειδή δεν ήμουν σαν τον πατέρα μου, επειδή δεν αγωνίστηκα στο πλευρό του Τσε, επειδή δεν αναζήτησα ναζί να εξοντώσω” (από την αυτοβιογραφία του Πιερ Γκολντμάν).
Το όνειρο του γεννημένου το 1944 Γκολντμάν για “έναν αντιφασιστικό πόλεμο, μια πραγματική επιστροφή του χρόνου, της ιστορίας”, είχε τελειώσει το 1969 στη Βενεζουέλα πολεμώντας με τους αντάρτες εναντίον της κυβέρνησης. Ο συναγωνιστής του Οσβάλντο Μπαρέτο εξηγούσε στο δικαστήριο: “Όλα είχαν τελειώσει. Η επανάσταση έληξε. Τα τανκς κατέστειλαν την εξέγερση στην Πράγα, ο Τσε είχε πεθάνει, η Κούβα είχε σταθεροποιηθεί”. Επιστρέφοντας απογοητευμένος στη Γαλλία, ο Γκολντμάν πραγματοποιούσε ένοπλες ληστείες. Η αριστερή ιντελιγκέντσια της εποχής εξακολουθούσε να τον θαυμάζει ως αγωνιστή αλλά ο Γκολντμάν τυραννιόταν από ντροπή μπροστά στη δράση τού Πολωνo-Εβραίου πατέρα του, μαχητή της Γαλλικής Αντίστασης στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (μαζί με τη μητέρα του) και μέλους αριστερών Εβραϊκών οργανώσεων. Στη Γαλλία των αρχών της δεκαετίας του 1970, η ριζοσπαστική αριστερά εξακολουθούσε να ονειρεύεται την ένοπλη επανάσταση (χαρακτηριστικά, ο Γκολντμάν περιφρονούσε τον Μάη του 1968 μιλώντας για “παρωδία αστικού ανταρτοπολέμου όπου όλοι γυρνάνε σπίτι αφού πετάξουν την πέτρα τους” και τον Σταλινισμό μετά από ένα ταξίδι στην Πολωνία ως έφηβος) ενώ από την άλλη πλευρά, 25 χρόνια μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, εξακολουθούσε να υπάρχει ρατσισμός, ξενοφοβία κι αντισημιτισμός στην κοινωνία και την αστυνομία. Το 1975, το Γαλλικό Εφετείο αναίρεσε την πρωτόδικη απόφαση καταδίκης του Γκολντμάν σε ισόβια κάθειρξη για τη δολοφονία δύο ανθρώπων σε ληστεία το 1970, διατάσσοντας νέα εκδίκαση λόγω αντιφάσεων σε ορισμένες καταθέσεις (η Σινιορέ, ο Σαρτρ κι ο Μοντάν είχαν υπογράψει δηλώσεις στήριξής του). Ο Γκολντμάν αποδέχεται τις κατηγορίες για τις ληστείες αλλά απορρίπτει σθεναρά αυτές των φόνων.
– “Αν αυτή είναι η ποινή, τότε ταιριάζει στη μοίρα μου”, δηλώνει εμφατικά ο Γκολντμάν στον συνήγορο υπεράσπισής του.
– “Μόνο εγώ μπορώ να σας αθωώσω”, απαντά ο Κιεζμάν.
– “Δεν σας χρειάζομαι, είμαι αθώος κι αυτό δεν αλλάζει ούτε από σας, είναι οντολογικό”.
– “Αθωότητα εκπορευόμενη εκ Θεού, έξω από κάθε κρίση; Πρέπει να προκύψει από τα στοιχεία”.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γκολντμάν δεν ήθελε μάρτυρες υπεράσπισης κατά την πολύκροτη δεύτερη δίκη του όπου εξόργιζε τον Κιεζμάν με τις συχνές επιθετικές του παρεμβάσεις, αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις ότι έπεφτε σε παγίδες εξαιτίας τού οξύθυμου χαρακτήρα του. Ο Κιεζμάν αναφερόταν σε ορισμένους μόνο ρατσιστές αστυνομικούς ενώ ο Γκολντμάν χαρακτήριζε ολόκληρη την αστυνομία ως ρατσιστική- και τον επίσης Πολωνο-Εβραίο συνήγορό του ως “Εβραίο του σαλονιού” εξαιτίας τού μετριοπαθούς, τακτικιστικού λόγου του. Άραγε, προτιμούσε να σαπίσει στη φυλακή περήφανος ότι δεν θα είχε υποχωρήσει ούτε χιλιοστό από τις απόψεις του, θεωρώντας το ως ηθική νίκη επί του αστικού κράτους, πίστευε με έπαρση ότι θα έπειθε τη “λευκή, αρσενική δικαιοσύνη” της εποχής με τον διαλεκτικό του λόγο δηλώνοντας ότι “προφανώς στερούμαι ηθικής από πλευράς νόμου και κοινωνικής δεοντολογίας έχοντας διαπράξει τρεις ληστείες… θα συμβάλω στην απογύμνωση της δίκης από κάθε παραδοσιακό φτιασίδι στόμφου και θεατρικότητας που θα συγκάλυπτε το ουσιώδες” (οι υποστηρικτές του στο δικαστήριο ξεσπούσαν σε επευφημίες) ή επιθυμούσε να γίνει μάρτυρας της ιδεολογίας και της καταγωγής του, τόσο ως εξιλέωση για μια ελλειμματική δράση μπροστά σ’ αυτήν των γονιών του όσο και ως φορέας τού τραύματος από την Εβραϊκή καταγωγή του, έχοντας κληρονομήσει τη μνήμη του πόνου από τους διωγμούς των Εβραίων σε διάφορες ιστορικές περιόδους και την τραγωδία του Ολοκαυτώματος; (έχοντας, παράλληλα, οργή για την Εβραϊκή παθητικότητα στο Ολοκαύτωμα που δίδασκαν οι ραβίνοι, ερμηνεύοντάς το ως βούληση του Θεού, όπως έχει δηλώσει). Πώς, όμως, δεν αντιλαμβανόταν ότι εάν καταδικαζόταν για φόνο απλών πολιτών, το κράτος θα μπορούσε πια να αμαυρώσει τις ιδέες του;
Καταθέσεις του πατέρα, ψυχιάτρων, παλιών συναγωνιστών, αστυνομικών, στρατηγικές των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής που κατακεραύνωναν, στρογγύλευαν ή συσκότιζαν την αλήθεια ή πτυχές της- μια δίκη δεν πρόκειται μονάχα για διαδικασία απόδοσης δικαιοσύνης, επιπλέον πρόκειται για αγώνα πειθούς, κατάκτησης των ενόρκων και του κοινού στο όνομα της δικαιοσύνης- αυτόπτες μάρτυρες που δεν θυμούνταν καθαρά μετά από 6 χρόνια, αντικρουόμενες καταθέσεις που όλες, ωστόσο, διέπονταν από λογική, αντιφατικές μαρτυρίες. “…Οι μάρτυρες θεωρούνται πάντα καλόπιστοι ενώ ο κατηγορούμενος θεωρείται δεδομένο ότι ψεύδεται… Ο μηχανισμός της μαρτυρίας είναι τρομακτικός. Μας ρωτούν επιζητώντας κάτι. Πιστεύουμε ότι έχουμε δει ή θέλουμε να έχουμε δει…”, δηλώνει ο Κιεζμάν. Πώς να αξιολογείτο η ψυχική κατάσταση όσων βρέθηκαν στην καρδιά των γεγονότων ή πιέστηκαν αφόρητα από την αστυνομία, όπως ακούγεται συχνά; Πώς πρέπει να ερμηνεύονται τα βλέμματα, οι δισταγμοί, η καθυστέρηση στις απαντήσεις; Πόσο επηρεάστηκε το δικαστήριο από το πολεμικό κλίμα ανάμεσα στους οπαδούς των δύο πλευρών, με τα προκαθορισμένα ιδεολογικά τους φίλτρα προς τον οργισμένο, αντιρατσιστή, αντιφασίστα, με μαύρη σύντροφο στη ζωή, Εβραίο Γκολντμάν, και πόσο από την αναδρομή στα παιδικά κι εφηβικά χρόνια του (γονεϊκό διαζύγιο και διαφορετικές χώρες όπου ζούσαν μετά, αποβολές από το σχολείο, επιθετικότητα, ψυχωσικά επεισόδια, αυτοκτονικές τάσεις) όπου επιχειρήθηκε να τεκμηριωθεί- με αυθαιρεσία, βέβαια- αν ψυχολογικά ήταν ικανός για φόνο; Χωρίς αδιάσειστα στοιχεία, όμως, δικαστές κι ένορκοι- κι εμείς οι θεατές- πάντα επιλέγουν το αφήγημα περί ενοχής ή αθωότητας με σημαντικό βαθμό υποκειμενικότητας.
Αν και η συμπάθεια για την προσωπικότητα του Γκολντμάν είναι αισθητή, στην ταινία ο λόγος μοιράζεται ισότιμα σε όλους ενώ δεν εκφέρεται άποψη αν διέπραξε τους φόνους. Με αφετηρία πραγματικά γεγονότα, συνεντεύξεις με τους συνηγόρους υπεράσπισης και το αυτοβιογραφικό βιβλίο του, οι δημιουργοί της ταινίας δηλώνουν ότι συνέθεσαν μια ταινία μυθοπλασίας. Βασισμένη στον λόγο, στη διαλεκτική, όπου οι μαρτυρίες κατατίθενται σε φυσικό χρόνο, με ντοκιμαντερίστικο ύφος, παράγεται σασπένς που μας κρατά σε εγρήγορση, καθιστώντας μας συμμέτοχους στη διαδικασία ανακάλυψης της αλήθειας- και συνειδητοποίησης των στερεοτύπων μας- ωστόσο η διάρκεια της ταινίας θα μπορούσε να ήταν μικρότερη. Παράλληλα, υπονοείται η ομοιότητα του τότε με το σήμερα όπου η ακροδεξιά εξαπλώνεται, η Ευρώπη συντηρικοποιείται ενστερνιζόμενη αντιπροσφυγικές κι αντιμεταναστευτικές ρητορικές, αντιμετωπίζοντας τον ξένο ως εχθρό (ο αντισημιτισμός έχει μειωθεί, προσωρινά, μπροστά στη δυτική στήριξη της γενοκτονίας που διαπράττει το Ισραήλ στην Παλαιστίνη), καταπατώντας διεθνείς συμβάσεις και το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης. Και, βέβαια, η συμβολή της μεγάλης ερμηνείας του Βορχάλτερ είναι καταλυτική ενσαρκώνοντας μαγνητικά την αντιφατική, σαγηνευτική προσωπικότητα του Γκολντμάν που δίνει παράσταση σαν σταρ σε θεατρική σκηνή: καλλιεργημένος, πνευματώδης, φλεγόμενος από κοινωνικές αγωνίες, με λόγο καθηλωτικό, παρορμητικός, ποζάτος, υπερόπτης, χειραγωγικός- αδιόρατα θλιμμένος, οργισμένος με όλους και τον εαυτό του.