Ρίζες βαθιά χωμένες στη γη
Δίπλα στο δέντρο είχε μια στοίβα ρούχα και βιβλία. Ο Πιρς όπως θα μάθαινα αργότερα είχε φτιάξει το «σπιτικό» του.
Με μια αυτοσχέδια σκούπα, καθάριζε το πεζοδρόμιο και όταν κλείδωνα το ποδήλατο, εκείνος με χαμόγελο μου φώναζε, εγώ! Τον Ρωτούσα από που έρχεται και γελούσε, ήταν από τη Γεωργία και έφτασε εδώ, οικονομικός μετανάστης. Δούλεψε για δυο χρόνια μεροκάματο, όμως όπως είπε, η Ελλάδα τάιζε πολλούς και δεν έβρισκε πια δουλειά.
Έτσι αποφάσισε να πουλήσει χαρτομάντιλα και να στήσει σπιτικό στο υπόγειο.
Πότιζε το δέντρο καθημερινά και μου έδειχνε τις ρίζες με δάκρυα στα μάτια. «Αυτό έχει ρίζες, εγώ ποτέ…»
Σχεδιάζει να φύγει για Ιταλία και έπειτα ίσως καταφέρει να γυρίσει στη χώρα του να ψάξει τους φίλους του.
Έβγαλε ένα μικρό μπουκάλι με λάδι και μου το χάριζε, ένα μπουκάλι λάδι από τη Γεωργία. Τον αγκάλιασα και του υποσχέθηκα σπιτικό φαγητό με το λάδι του. Έφυγα σαν να μην μετακινήθηκα ποτέ από εκεί. Πόσα δέντρα είχαν την τύχη να ξεδιψούν από κάποιον που κοντοστάθηκε για λίγο στην σκιά του; Είχα άραγε ποτίσει εγώ κάποιο δέντρο; Έχω ρίζες; Ο Πιρς Θα γύριζε κάποτε να σφιχταγκαλιάσει τους φίλους του;
Έφτιαξα μια κατσαρόλα λαδερά και γύρισα το απόγευμα στον Πιρς. Χαμογέλασε. Καθίσαμε, κόψαμε δυο κομμάτια ψωμί και φάγαμε στο πεζοδρόμιο, δίπλα από το δέντρο.
Από εκείνη την μέρα δεν τον είδα ξανά. Ονειρεύομαι τον Πιρς στην Ιταλία κι έπειτα στη χώρα του, να γελάει και να κοιμάται στα ζεστά.
Εύχομαι να τα κατάφερε.
Από εκείνη τη μέρα, ποτίζω τα δέντρα στην γειτονιά μου. Ξεδιψάει η ψυχή μου. Δοκίμασε το κι εσύ.