Σε κουρελιασμένους καιρούς θα ανασάνουμε…
Στο ξέφρενο κυνηγητό της τρέλας, του έρωτα και της ουτοπίας, σε ψάχνω απεγνωσμένα.
Στα σαλεμένα όνειρά μου. Στις πόλεις μας που σωριάστηκαν σα μαραμένα λουλούδια. Στις δικές μας πόλεις. Όχι σε τούτες εδώ, που έχουν ντυθεί με τα γκρι, τσιμεντένια, βαριά πανιά τους.
Όχι, όχι, αυτές είναι γεμάτες με παραμορφωμένα πρόσωπα, κολλημένα στα βρώμικα τζάμια. Πρόσωπα εγκλωβισμένα. Αλυσοδεμένα μυαλά σε κοντέινερ. Μια ατέλειωτη φυλακή. Όχι εδώ.
Ψάχνω ακόμα κάτω από τα θρυμματισμένα πέταλα. Ζητώ τα μάτια σου. Το μυαλό μου θολώνει και ο ίσκιος από τα σκόρπια, πελώρια σύννεφα μου κρύβει την ελπίδα να σε βρω.
Σκοτεινιάζει και φοβάμαι.
Δεν θα σου πω ψέματα.
Έρχονται μέρες με φαρμακερές, απειλητικές γλώσσες.
Να προσέχεις, μπορεί να σε κάψουν.
Μην τα παρατάς.
Υποσχέσου μου πως θα ζωγραφίζουμε με μανία την ελεύθερη ζωή μας, πως δεν θα σταματήσουμε ούτε λεπτό. Όσο κι αν ξεθωριάζουν τα χρώματα του ουρανού. Όσο κι αν πονούν τα χέρια μας.
Το τσιγάρο που ανάψαμε για μαύρο πινέλο θα συνεχίσει, ώσπου κάποτε τα χείλη μας να σμίξουν. Και τότε με λαβωμένα κορμιά, ταξιδεμένα σε κουρελιασμένους καιρούς, θα ανασάνουμε ελευθερία.