«Σκίτσο ενός καλοκαιριού» – Κάθε καλοκαιρία έχει το σκοτάδι της μελαγχολίας, την αμηχανία της απραξίας
Τέσσερα αγόρια στην ηλικία της προ-ενηλικίωσης, ο Ρενέ 16 ετών ως κεντρικός ήρωας-αφηγητής, ένα καλοκαίρι και 1000 γερμανικά μάρκα. Αυτά είναι τα δομικά στοιχεία του μυθιστορήματος του συγγραφέα André Kubiczek (Αντρέ Κούμπιτσεκ) που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κριτική με τον τίτλο «Σκίτσο ενός καλοκαιριού» (πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά «Skizze eines Sommers»).
Το «Σκίτσο ενός καλοκαιριού» είναι αυτό ακριβώς, ένα σκίτσο μιας περιόδου ζωής που όλοι έχουμε είτε αγαπήσει είτε κρύψει χωρίς επιστροφή στο χρονοντούλαπο της προσωπικής μας ιστορίας. Γιατί ίσως δεν ασπάζονται όλοι την πεποίθηση ότι η περίοδος της εφηβείας μας, η περίοδος της προ-ενηλικίωσής μας είναι αγαπημένος τόπος επίσκεψης των αναμνήσεών μας. Μα αυτό που πραγματικά νιώθεις διαβάζοντας τη ρέουσα, τόσο ζωντανή περιγραφή του καλοκαιριού της συγκεκριμένης φάσης της ζωής του Ρενέ είναι ότι τελικά όσο χάλια και αν νομίζεις πως ήταν η δική σου περίοδο προ-ενηλικίωσης, αποτελεί ένα σημείο αναφοράς. Ένα σημείο αναφοράς για να ξανα-αγαπήσεις αυτό που ήσουν, για να πάψεις να ντρέπεσαι για αυτό, για να είσαι πιο ανεκτικός και πιο γλυκός απέναντι στην ιστορία σου και στην πορεία που έχεις διαγράψει. Ο Ρενέ, ο Ντιρκ, ο Μιχαήλ και ο Μάριο είναι η τετράδα που συνειδητοποιεί στην ηλικία των 16 ετών ότι ο χρόνος δεν ξαναγυρνά. Και για κάποιες στιγμές όπως αυτό το καλοκαίρι του 16ου έτους της ζωής τους, είναι επιτακτική η ανάγκη να το ζήσουν στο έπακρο.
Πώς το ζουν οι τέσσερις φίλοι; Περιδιαβαίνουν στους σχεδόν ερημωμένους λόγω των καλοκαιρινών αδειών δρόμους της πόλης τους, ανακαλύπτουν τη μουσική που τους εκφράζει μέσα στο απαγορευμένο κλίμα του πολιτικού καθεστώτος που χαρακτηρίζει τη χώρα τους, διαμορφώνουν τη μουσική τους ταυτότητα. Πλησιάζουν την ιδέα του έρωτα, πειραματίζονται δειλά ή τολμηρά, αναλόγως της ιδιοσυγκρασίας τους αλλά πάντα μοιράζονται τις εμπειρίες τους χωρίς ίχνος καυστικής διάθεσης αρνητικής αλλά με την εμπιστοσύνη, την οξύτητα, την αφέλεια και τον ενθουσιασμό της εφηβικής ψυχής. Διαμορφώνουν την αναγνωστική τους ταυτότητα και κάθε βιβλίο στου οποίου τον κόσμο επιλέγουν να βυθιστούν αποτελεί κομμάτι του μωσαικού της ζωής τους.
Ίσως η ιδέα αναπόλησης μιας τόσο ιδιάζουσας περιόδου ζωής αφήνει κάποιους αναγνώστες αδιάφορους ή λίγο βαριεστημένους. Τι το διαφορετικό αλήθεια μπορεί να έχει η αφήγηση ενός εφηβικού καλοκαιριού; Η αίσθηση του γλυκόπικρου συναισθήματος που τη συνοδεύει φαίνεται ίσως οικεία στους αναγνώστες. Τελικά όμως γιατί επιλέγεις να διαβάσεις ένα βιβλίο; Μόνο για μία αίσθηση καινούριου που θα σου προσφέρει; ‘Η μήπως και για την ευκαιρία να αγαπήσεις αυτό με το οποίο πιστεύεις ότι έχεις πια εξοικειωθεί;
Αναρωτήθηκα διαβάζοντας τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του Ρενέ, βλέποντας τον πίνακα της κάθε του μέρας, της κάθε του ώρας έτσι όπως τον ζωγραφίζει η πένα του André Kubiczek, τι ήταν αυτό που ένιωθα πρώτιστα. Και αυτό που εγώ ένιωσα είναι ότι όσο εξοικειωμένη και αν νόμιζα ότι είμαι με την παρελθούσα εφηβεία μου, τόσο πιο γελασμένη είμαι στην πραγματικότητα. Η γκρίζα περίοδος της εφηβείας μου που βρίσκεται υπό έλεγχο λόγω της κατασκευασμένης από την επιτακτική ωρίμανση της ενηλικίωσης πεποίθησης ότι όλα είναι υπό έλεγχο πια, πήρε ξανά -όπως κάθε φορά που μια αφηγηματική αναπόληση με κερδίζει- χρώμα.
Πήρε χρώματα γιατί οι έφηβοι κάθε εποχής πάντα έχουν και θα έχουν κοινές συμπεριφορές, αγωνίες και σκέψεις. Και ξαφνικά σηκώνεις το κεφάλι σου, κοιτάς το ρεύμα του περιρρέοντος τρέχοντος κόσμου σου και χαμογελάς λίγο κοροϊδευτικά. Πόσο μάταια είναι όλα αλήθεια αν δεν καταλάβεις ότι όλοι ξεκινάμε από το ίδιο σημείο αφετηρίας, την ανάγκη να ονειρευτούμε και να δημιουργήσουμε; Μάταια, ανούσια και καταστροφικά. Γιατί μια εικόνα χίλιες λέξεις. Και το Σκίτσο ενός καλοκαιριού σου δείχνει περίτρανα την αλήθεια της ανθρώπινης ύπαρξης. Ασχέτως εποχής, συγκυρίας χρονικής, και λοιπών συνθηκών, ο Σαρτρ ή ο Μπρεχτ ή ο Μποντλέρ πάντα θα επηρεάσουν την ανθρώπινη ψυχή και θα αποτελέσουν ένα συνδετικό κρίκο συμπόρευσης στην ανακάλυψη των συναισθημάτων μας. Το μυστήριο του έρωτα, το ανεξήγητο που καθορίζει αν θα είμαστε στους τυχερούς να τον βιώσουμε ή στους άτυχους που θα πληγωθούμε, πάντα θα αποτελεί κοινό σημείο αναφοράς της ανθρώπινης ύπαρξης. Και η βαριεστημάρα ή η νωχελικότητα ή η παροδική φύση του ενθουσιασμού είναι κομμάτια που πάντα θα διακοσμούν το οποιοδήποτε μονοπάτι ζωής, είτε συνειδητά επιλεγμένο είτε από τύχη.
Λύτρωση νιώθει ο αναγνώστης από όλο αυτό το βάρος «Τι θα μπορούσα ή τι θα έπρεπε να κάνω διαφορετικά;». Γιατί ο Κούμπιτσεκ δείχνει ότι η μελαγχολία για λάθη περασμένα δεν έχει καμία βάση. Γιατί και η μελαγχολία και η απραξία είναι κομμάτια του σκίτσου της καθημερινής πράξης της ζωής μας. Και αυτήν την πεποίθηση-λύτρωση την κερδίζει ο αναγνώστης γιατί ο Κούμπιτσεκ αφηγείται ένα καλοκαίρι σε συγκεκριμένο χωροχρόνο, στην πόλη Πότσνταμ στην Ανατολική Γερμανία το καλοκαίρι του 1985. Το καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας και το ακόμα υψωμένο τείχος του Βερολίνου, είναι ο μέγιστος βαθμός απραξίας που μπορεί ποτέ να υπάρξει. Τίποτα δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει μέσα σε αυτό το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς. Και όμως ο Κούμπιτσεκ δείχνει ότι ο Ρενέ, οι φίλοι του και ο καθένας συμμετέχων του περιβάλλοντός τους υπάρχουν και υπάρχουν δυναμικά. Η εξωτερική απραξία ενός κράτους υπό απαγόρευση υπάρχει μέσω της αντίθεσής της απέναντι στην πράξη της κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.
Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες προσφορές αυτού του Σκίτσου. Η ανάσα της ψυχής του που δείχνει ότι ακόμα και αν η απραξία είναι κομμάτι του χωροχρόνου σου, στο χέρι σου είναι αν θα αποφασίσεις να πορευτείς προς την δεδομένη βιολογική ενηλικίωση μέσω της ζωής της κάθε στιγμής και της προσπάθειας κατάκτησης της αυτογνωσίας σου.
«Γιατί ίσως το καλοκαίρι μπορεί να είναι πολύ περισσότερα από μια απλώς εποχή». Ναι, το καλοκαίρι είναι πολύ περισσότερα από μια απλώς εποχή. Ο Αντρέ Κούμπιτσεκ μου θύμισε αυτό που θεωρητικά διδασκόμαστε αλλά σπανίως εφαρμόζουμε στην πράξη: Ίσως οι καιρικές συνθήκες και εποχές είναι Φυσικά Δεδομένα, μα η εποχή και το κλίμα της δικής μας καθημερινότητας είναι αποτέλεσμα προσωπικής κατάκτησης , που ακόμα και τα δεδομένα μπορεί πολλές φορές να τα νικήσει αν την παρεμποδίζουν στην εξέλιξή της γιατί όπως είπε και ο Σοφοκλής «ουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει» (τίποτα πιο τρομερό από τον άνθρωπο).
Λίγα λόγια για το συγγραφέα
Ο André Kubiczek γεννήθηκε στην πόλη Πότσνταμ στην τότε Ανατολική Γερμανία το 1969. Σπούδασε Γερμανική φιλολογία στα πανεπιστήμια της Βόννης και της Λειψίας. Ζει στο Βερολίνο και ασχολείται με τη γραφή από το 1994. Του έχει απονεμηθεί το λογοτεχνικό βραβείο Candide to 2007. To βιβλίο του «Σκίτσο ενός καλοκαιριού», το μόνο μέχρι στιγμής βιβλίο του μεταφρασμένο στα ελληνικά, ήταν υποψήφιο για το Γερμανικό Βραβείο Βιβλίου το 2016. Τα λοιπά βιβλία του είναι μέχρι στιγμής « Junge Talente» (2002) και « Die Guten und die Bösen» (2003). Όπως αναφέρεται στο σύντομο βιογραφικό του σημείωμα από τις εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ «Οι κριτικές έχουν αναγνωρίσει στην αυτοβιογραφική γραφή του Kubiczek την απελευθέρωση ενός γνήσιου εκπροσώπου της τελευταίας γενιάς της Ανατολικής Γερμανίας από τη χειραγωγούμενη γλώσσα μιας κοινωνίας που είχε υποστεί πλύση εγκεφάλου».
«Σκίτσο ενός Καλοκαιριού» | Συγγραφέας: André Kubiczek | Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός | Ημερομηνία έκδοσης: 2018 | Εκδόσεις Κριτική