Στάσου πλάι μου
«Πόσο όμορφο χριστουγεννιάτικο δέντρο μπαμπά! Έλα ξάπλωσε εδώ κάτω μαζί μου να δεις. Είναι μαγικό»
Πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς; Φαρδύς πλατύς ξαπλώθηκε κάτω από το δέντρο και έμεινε να χαζεύει μια τον μικρό, μια τον εντυπωσιακό διάκοσμο. Στα μικρά καστανά του μάτια καθρεφτίζονταν τα χριστουγεννιάτικα στολίδια. Χρωματιστά, πλουμιστά, υπέροχα. Αστέρια σε διάφορα μεγέθη, κατάλευκες χιονονιφάδες, μπάλες χρυσοσκονισμένες, αγγελάκια και ζαχαρωτά. Αγιοβασιλιάτικοι σκούφοι και χαμογελαστά χιονανθρωπάκια κρεμασμένα με χρυσές κλωστές συμμετείχαν όλα αρμονικά στη σύνθεση μιας εικόνας πράγματι μαγικής. Τα λαμπιόνια με το θερμό φωτισμό τους και τον γιορτινό χορό τους μαγνήτιζαν το βλέμμα, σχεδόν το εγκλώβιζαν. Έφερναν στο νου μελωδίες και εικόνες παραμυθένιες, από έναν καινούριο, άγνωστο κόσμο.
Ο πατέρας ήταν ήρεμος. Με ένα χαμόγελο καρφιτσωμένο στο πρόσωπο, γεμάτο αγάπη, στοργή και φροντίδα, άκουγε με προσοχή τον μικρό που εκστασιασμένος μιλούσε ακατάπαυστα. Τον ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα στους λαβυρίνθους και τα μονοπάτια της σκέψης που η φαντασία του μικρού τον οδηγούσε. Μονοπάτια περίτεχνα, σε μέρη αλλιώτικα, μακριά από τα στενά όρια του κόσμου που τα μάτια βλέπουν και η λογική ορίζει. Σφιχτά του κρατούσε το χέρι και το μόνο που του ψέλλισε ήταν « όσο θέλεις θα μείνουμε σε τούτο το μαγικό δέντρο».
Οι περαστικοί στην στολισμένη κεντρική πλατεία της πόλης κοιτούσαν άλλοι με απορία και άλλοι με μια υποψία κοροϊδίας. Δεν είχαν το χρόνο ούτε τη διάθεση να αντιληφθούν το νόημα της παράξενης εικόνας που αποκαλυπτόταν μπροστά τους. Ίσως αν οι δουλειές δεν έτρεχαν, ίσως αν η δημόσια υπηρεσία δεν απαιτούσε την παρουσία τους σε τόσο αυστηρά ωράρια και πιεστικά ραντεβού, ίσως αν τα ψώνια μπορούσαν λίγο να περιμένουν, να μπορούσαν να σταθούν λίγο παραπάνω. Και να κοιτάξουν καλύτερα με εκείνο το άλλο βλέμμα, που όλοι έχουμε κι όλοι το αγνοούμε. Να ενδιαφερθούν και να μάθουν ας πούμε πως ένα παιδί με αυτισμό δεν μπορεί να κατανοήσει τη γλώσσα του σώματος. Πως δυσκολεύεται να διαχειριστεί το απρόοπτο. Πώς δεν δέχεται εύκολα το άγγιγμα, κάποιες φορές πονά με αυτό και ούτε του είναι εύκολο να διακρίνει την κυριολεξία από τη μεταφορά. Πως δεν του αρέσει να του επισημαίνουν το λάθος του, αλλά θέλει τον τρόπο και το χρόνο του, τον οποίο πρέπει κανείς να σέβεται. Και πως χρειάζεται αγάπη και κατανόηση. Όχι περισσότερη ή λιγότερη από οποιοδήποτε άλλο παιδί. Από οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο.
Αν τα πράγματα λοιπόν ήταν αλλιώς, ίσως να ήξεραν πως στην ερώτηση «Τι κάνει ένας άντρας ξαπλωμένος κατάχαμα στη μέση της πλατείας με ένα μικρό παιδί;» η απάντηση είναι απλή. Αγαπάει, περιμένοντας τη στιγμή που ο μικρός του θα είναι έτοιμος να επιστρέψει στην κατά τα άλλα λογική πραγματικότητα.