«Στο γραφείο καθηγητών» του Ιλκέρ Τσατάκ – Ο ιδεαλισμός σ’ ένα αδιαπέραστο και σκληρό περιβάλλον

“Στο γραφείο καθηγητών” (“Das lehrerzimmer” / “The teachers’ lounge”)
Σκηνοθεσία: Ιλκέρ Τσατάκ.
Πρωταγωνιστούν: Λεόνι Μπένες, Λέοναρντ Στέτνις, Εύα Λέμπαου.
Γερμανία, 2023.
Στο πρόσωπο της νέας, πρωτοδιόριστης Κλάρα είναι φανερή η αντίθεση στην πίεση που ασκεί ο έμπειρος συνάδελφός της στους εκπροσώπους της 7ης τάξης, ζητώντας τους να υποδείξουν ονόματα συμμαθητών ή συμμαθήτριών τους ως υπόπτους για τις κλοπές. Όταν η διευθύντρια δώσει εντολή να ερευνηθούν πορτοφόλια μαθητών, η Κλάρα υπενθυμίζει στα παιδιά ότι δεν είναι υποχρεωμένα να δεχτούν. “Εννοείται ότι δεν είναι υποχρεωτικό. Αλλά αν δεν κρύβετε κάτι, δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε”, συμπληρώνει η διευθύντρια που κινείται στη γκρίζα ζώνη όπου κάτι δεν προβλέπεται ούτε απαγορεύεται (μια από τις γκρίζες ζώνες που δεν εξυπηρετούν μονάχα την αναγκαία ευελιξία στην τήρηση των κανονισμών), αφήνοντας να εννοηθεί, επιχειρώντας να εμπεδωθεί, ότι οφείλουμε να συναινούμε στην αναστολή της ιδιωτικότητας και των προσωπικών δικαιωμάτων όταν το απαιτούν οι έκτακτες συνθήκες (όπως, βέβαια, ορίζονται από τους έχοντες την ισχύ) – διαφορετικά, πρόκειται για λανθασμένη, ατομοκεντρική αντίληψη της ελευθερίας, ενδεχομένως και με σκοπό να αποκρυφτούν επιλήψιμες πράξεις. Άραγε, πως θα κρίναμε την άρνηση ενός μαθητή: θα συμφωνούσαμε ή θα επαληθεύαμε τη διευθύντρια; Ο έλεγχος πραγματοποιείται- συναίνεσαν οι μαθητές ή χειραγωγήθηκαν; Νοείται, όμως, συναίνεση από μειονεκτική θέση όταν στις κοινωνίες μας, τα παιδιά διαπλάθονται με το αξίωμα της αυθεντίας των ενηλίκων (είναι χαρακτηριστικός ο πληθυντικός που απευθύνονται στους καθηγητές, χωρίς αμοιβαιότητα, εντυπώνοντας φόβο παρά σεβασμό γι’ αυτούς) και στη σχολική ζωή, δεν έχουν λόγο στη διδακτέα ύλη ούτε στον τρόπο εκπαίδευσης; Ή, εκεί όπου οι μαθητές εκπροσωπούνται στα συμβούλια των καθηγητών αλλά αυτή η παρουσία περιορίζεται στην καταγραφή της άποψής τους;
Η κάμερα της Κλάρα στο γραφείο καθηγητών, ενεργοποιημένη από την ίδια αλλά χωρίς καμία συναίνεση, έχει καταγράψει μόνο το χέρι που κλέβει χρήματα ωστόσο είναι εφικτή η ταυτοποίηση του δράστη μέσω τού ρούχου του στην εικόνα: δεν μπορεί, όμως, να θεωρηθεί αδιάσειστο στοιχείο ενοχής και, βέβαια, ως παράνομο υλικό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τεκμηρίωση. Κι όμως, η Κλάρα και η διευθύντρια ενοχοποιούν αυτό το πρόσωπο, το γεγονός διαδίδεται κι ό,τι υπέβοσκε, εκδηλώνεται ανεξέλεγκτα διαρρηγνύοντας την τεχνητά στιλπνή επιφάνεια: οι διδασκαλίες περί της ανάγκης “καθολικά επαληθεύσιμων αληθειών” και “χτισίματος κάθε απόδειξης βήμα βήμα” αποδεικνύονται κούφια λόγια στους μαθητές, η σύγχυση του παιδιού του “ενόχου” αφήνει αδιάφορους τους απορροφημένους στη δική τους σύγχυση καθηγητές που, μάλιστα, επικρίνουν τη συμπεριφορά του, οι καθηγητές εναντιώνονται στην Κλάρα όταν τους αρνείται την προβολή του υλικού, έχοντας ήδη αντιληφθεί την παράνομη πράξη της. Χρήση κατά το δοκούν από τους ενήλικες, των σαφώς καθορισμένων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στο επιτρεπόμενο και το απαγορευμένο, περιχαρακωμένες βεβαιότητες για το δίκιο και το άδικο, πολιτική μηδενικής ανοχής όπου στηλιτεύεται το σύμπτωμα και τιμωρείται η συμπεριφορά σ’ έναν σωφρονισμό χωρίς διερεύνηση και κατανόηση κινήτρων και ψυχισμών, κατασκευή ενόχων πριν βεβαιωθεί η ενοχή ώστε να προστατεύεται η φήμη ενός κατ’ επίφαση προοδευτικού σχολείου σ’ ένα κατ’ όνομα δημοκρατικό κοινωνικό σύστημα. Στις κοινωνίες μας, όταν η γνώριμη τάξη πραγμάτων κλυδωνίζεται, ο σώζων εαυτόν σωθήτω στον πανικό που επικρατεί αντί προβληματισμού.
Που συνορεύει ο ιδεαλισμός με το αίσθημα ηθικής υπεροχής; Συγκινεί ο ιδεαλισμός της Κλάρα, κατανοούμε την απογοήτευσή της από τους συμβιβασμένους συναδέλφους της που έχουν ιδεολογικοποιήσει τη στάση τους ώστε να πείθουν -και να πείθονται- για το δίκιο τους ωστόσο δεν διερευνά περισσότερο τις δυνατότητες συνεργασίας μαζί τους: είναι εφικτή, όμως, η πραγμάτωση των ιδανικών για έναν άλλον κόσμο χωρίς συλλογική δράση; Η, επιπλέον άπειρη, Κλάρα δεν αντιλαμβάνεται τις πολλαπλές δυναμικές που αναπτύσσονται ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένης τής δικής της συμβολής σ’ αυτές, δεν αντιλαμβάνεται ότι ούτε οι μαθητές της εμπνέονται: τα παιδιά γελάνε με τούς συμμαθητές τους να δέρνονται, φεύγουν απροειδοποίητα από το μάθημα, ένας μαθητής που αντέγραφε, τής απαντά ειρωνικά, “αυτό που θέλετε, είναι να σας ζητήσω συγνώμη” αντί να αναφερθεί στον φόβο να μην προβιβαστεί, να εκτιμήσει τη διάθεσή της να βρουν μαζί λύση. Άραγε, συνειδητοποιεί, άραγε συνειδητοποιούμε γιατί μεγαλώνοντας τα παιδιά, πιστεύουν ότι όλοι οι ενήλικοι θέλουν να τους κάνουν μόνο κήρυγμα, γιατί πουλάνε 2 ευρώ την εφημερίδα τους λόγω “εξόδων έρευνας” (με λανθασμένη έως στρεβλωμένη αντίληψη περί έρευνας), γιατί στοχοποιούν το παιδί του κατηγορούμενου για κλοπές, ως δυνητικό κλέφτη λόγω κληρονομικότητας, ερμηνεύουν την ευαισθησία ως ευαλωτότητα και συσπειρώνονται ενάντια στον πιο αδύναμο ώστε να τον εξοντώσουν; Συνειδητοποιούμε ότι στις αντιδράσεις των παιδιών εκφράζεται μια τυφλή, απεγνωσμένη προσπάθεια να διαφυλάξουν την αυτοεκτίμησή τους σε συνθήκες που ορίζουν άλλοι χωρίς ενσυναίσθηση, αναπαράγονται συμπεριφορές των ενηλίκων-ανθρώπων αναφοράς τους και κοινωνικές προκαταλήψεις, διακρίνονται παθογένειες κάθε κοινωνίας δικαίου του ισχυρού, εμπορευματοποίησης, ανταγωνισμού, του καλυμμένου “δομικού” ρατσισμού, του κακώς νοούμενου δικαιωματισμού που οδηγεί στον ατομοκεντρισμό;
Τι θα κάναμε στη θέση της Κλάρα, πως στεκόμαστε μπροστά στον ιδεαλισμό της; Και, αντέχουμε να παρατηρήσουμε τον εαυτό μας στις αντιδράσεις καθηγητών και γονιών; Στη στάση του κατηγορούμενου που περιχαρακώνεται στην οργή του (κι εναντιώνεται στην Κλάρα αλλά όχι στη διευθύντρια), αδιαφορώντας για τη σύγχυση τού παιδιού του; Στον πατέρα που διαμαρτύρεται στην Κλάρα ότι τα διαγωνίσματα είναι δύσκολα για 12χρονα παιδιά αλλά μόνο σωπαίνει στην απάντησή της ότι διδάσκει την προβλεπόμενη ύλη; Στους γονείς που την κατηγορούν ότι έχει χάσει τον έλεγχο της τάξης χωρίς να διερευνούν τα αίτια του αναβρασμού και τις ευθύνες των υπολοίπων; Στους καθηγητές που προτείνουν αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος για ένα παιδί που εκδηλώνει βία αντί να θελήσουν να το κατανοήσουν κι ενσωματώσουν όπως προτείνει η Κλάρα ώστε να μην στιγματιστεί, κατηγορώντας την ότι “θέλει μόνο να έχει τα παιδιά με το μέρος της”; Όλοι στρέφονται εναντίον της Κλάρα, κρίνοντας τον ιδεαλισμό της ως ανεδαφικό, κυρίως ως επικίνδυνο: είναι η πεποίθηση των ανθρώπων με αδύναμο, ελλειμματικό εγώ για την ανάγκη ύπαρξης ενός σιδηρού ηγέτη όπου εναποθέτουν την ευθύνη των κρίσιμων αποφάσεων, είναι η ανάγκη για εξιλαστήρια θύματα που η τιμωρία τους για τη διαφοροποίησή τους, απαλλάσσει όλους από κάθε ευθύνη. Και, όσοι πιστεύουμε ότι η αστυνομία είναι ο επιχειρησιακός βραχίονας της κρατικής βίας, άραγε θα καταφεύγαμε σ’ αυτήν ώστε να απομακρυνθεί από το σχολείο ένας μαθητής που έχει αποβληθεί αλλά δεν αποχωρεί;
Μια πολιτική στην ουσία της ταινία χωρίς εξιδανικεύσεις, χωρίς απαντήσεις σ’ ένα πολυεπίπεδο σενάριο, με ένταση που κλιμακώνεται, πλάνα που αποπνέουν ασφυξία, υποβλητική μουσική που μεταδίδει την αγωνία της Κλάρα, ένα ψυχολογικό θρίλερ- θαρρείς ότι έτσι μεταδίδεται πληρέστερα ο διαρκής αγώνας της με τα θέματα ηθικής που προκύπτουν σ’ ένα περιβάλλον που, όσο πιο σαθρό, τόσο πιο αδιαπέραστο και σκληρό. Και το ευφυές φινάλε δεν επιτρέπει αισιοδοξία. Στην καθηλωτική ατμόσφαιρα συμβάλλει η συνταρακτική ερμηνεία της Μπένες που χάρη στη σωματικότητά της και το βλέμμα της, ακροβατεί ανάμεσα σ’έναν εσωτερικό διαλογισμό θαρρείς όπου επανατροφοδοτείται από την πίστη στις αξίες της και στην απελπισία ως τα όρια της κατάρρευσης. Μια σπουδαία ταινία που θέλουμε να ξαναβλέπουμε.