στο κτήνος ορμάτε
να γράψω ένα κείμενο χωρίς λέξεις. να πω κάτι χωρίς λόγια. να καταργήσω τα να και τα θα. να εκλείψουμε. να σβηστούν τα κείμενα. να πέσουνε τα σάιτ. να εκλείψουμε όλοι μας. να μην υπάρχουμε. να μην υπάρχουμε αφού δεν μπορούμε να καταλάβουμε. αφού τόσοι πολλοί από μας μείναμε άνιωθοι μπροστά στη φρίκη, όχι, να μην υπάρχουμε πια. δεν έχω τι να γράψω. από κάπου να ζητήσω συγγνώμη. από πού; από ποιον; από ποια μάνα και από ποιον πατέρα, από ποιο μνημείο κι από ποιο μνήμα; την ακούω τούτη τη μάνα που λέει ότι περνάει κάθε μέρα και καλημερίζει το γιο της. την ακούω να ανασαίνει μέσα στο εφετείο σε κάθε δικάσιμο. να στέκεται όρθια και να μας κάνει όλους να λουζόμαστε από ντροπή.
δεν τους ξέρετε; ακόμα δεν τους νιώσατε; ακόμα υπάρχετε εκεί έξω, ανίδεοι τάχα, όλοι ίδιοι είναι λέγοντας από δω κι από κει, χαμογελώντας ειρωνικά, ρίχνοντας μαχαιριές στα σωθικά μιας ολόκληρης κοινωνίας; είστε ακόμα εκεί έξω, θρασύδειλοι και μέσα σας ανύπαρχτοι, να τρέφεστε από τις μακεδονίες και τα λάβαρα, να σταυροκοπιέστε για αυτόν που τάχα θα σώσει τη χώρα σας και την εθνική σας περηφάνια, να φοράτε τα μαύρα ρούχα και να κρύβεστε σαν τους δωσίλογους, να επιτίθεστε δέκα σε έναν, να προσεύχεστε να πνίγονται κορμιά μες στη μεσόγειο, να γεννάτε μίσος και στάζετε χολή, υπάρχετε στ’ αλήθεια ακόμα εκεί έξω;
όχι, όχι. να εκλείψουμε. να παρατήσουμε ήσυχη αυτή τη γη. να αφήσουμε τους νεκρούς να ξεκουραστούνε επιτέλους. του κάρφωσαν το μαχαίρι μέσα στο στήθος κι ύστερα το γύρισαν. να πάρει αέρα η πληγή για να μην υπάρχει σωσμός. να είναι σίγουρος ο θάνατος. κι ύστερα να αποθανατιστεί ο φόνος για να πουλήσουμε φυλλάδες. και να βγούμε στα τηλεπαράθυρα. στην αρχή να μιλάμε για το ποδόσφαιρο κι ύστερα έκπληκτοι να ανοίγουμε το στόμα και να χάσκουμε. να καταδικάζουμε ό,τι τόσα χρόνια θρέψαμε γεμάτοι υποκρισία. κι ύστερα να αρχίζουμε να συλλαμβάνουμε αυτούς που με το ίδιο μας το χέρι τους καταστήσαμε ταγούς πολιτικούς. αυτούς που σκότωσαν τον Σαχτζάτ Λουκμάν, που χτύπησαν τους εργάτες στην ιχθυόσκαλα, που επιτέθηκαν μόλις προχτές σε κάποιον, που συνεχίζουν να σκορπίζουν βία, που βγάζουνε ψηφίσματα σε συλλόγους να μην ακουμπιούνται λέει τα παιδιά τους με παιδιά μεταναστών.
να φύγουμε σου λέω. ντρέπομαι για μένα και για σένα και για τη ζωή που κάνουμε. για τον ξάδερφο που ακόμα τους ψηφίζει, για τον γείτονα που μου ‘πε έλα μωρέ, μην τα πιστεύεις ότι γίναν έτσι, για μας που κλαίγαμε στις εκλογές του ’12 βλέποντας τον τρόμο να γίνεται ένα ποσοστό σαν όλα τα άλλα, για μένα που άρχισα ξαφνικά να κοιτάζω πίσω μου αν με ακολουθεί κανείς τα βράδια, για κείνη την δεκάτη ογδόη του σεπτέμβρη πριν από πέντε χρόνια που δεν κάψαμε την πρωτεύουσα για να τελειώνουμε οριστικά με μας.
είπα δεν θα βάλω λέξεις απόψε σε ό,τι νιώθω και πάλι έγραψα λόγια του αέρα και της πλώρης. απόψε δεν θα κοιμηθώ, προτού πω την τελευταία μου κουβέντα. να ορμήσουμε στο κτήνος. να το σκοτώσουμε όσοι λίγοι μείναμε να θέλουμε ελεύθερες ανάσες. για τον Παύλο Φύσσα. για τον Σαχτζάτ Λουκμάν. για όλους που το όνομά τους δεν έφτασε ως εμάς. να χιμήξουμε κατά πάνω στο κτήνος, χωρίς φόβο, με μαζεμένα όλα τα πάθη μας σε ένα, στο μοναδικό που μας απέμεινε να ονειρευόμαστε, στην ίδια τη ζωή.
τίποτα άλλο πια. μόνο αυτό.
στο κτήνος ορμάτε.
* Η φωτογραφία είναι από την πορεία στη μνήμη του Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι, στις 18 Σεπτεμβρίου 2014