Τα απρόβλεπτα και αλλόκοτα του κύριου Saunders
Ο Saunders αποτελεί μια αξιοσέβαστη φιγούρα στα λογοτεχνικά δρώμενα. Φέτος το όνομά του έφτασε σε περισσότερα αυτιά, καθώς κέρδισε το Booker για το Λήθη και Λίνκολν (εκδ. Ίκαρος, 2017). Η εντύπωση που έχω σχηματίσει από τα κατά καιρούς σχετικά αφιερώματα και άρθρα είναι πως αντιμετωπίζεται ως ένας από τους πρωτοπόρους της μικρής φόρμας στην Αμερική – ένας μάστορας των ιστοριών (short stories, όπως λέγονται στους κύκλους εκεί), όπου μέσα από περιοδικά και ανθολογίες πάει ένα βήμα μπροστά το διήγημα, ανήσυχος, πειραματιζόμενος συνεχώς, με σκοπό να ανακαλύπτει νέους τρόπους να πει όσα δημιουργεί η φαντασία του. Η οποία, πολλές φορές φλερτάρει με την λογοτεχνία του φανταστικού και την επιστημονική φαντασία. Άλλα ονόματα μεγάλης βαρύτητας στον χώρο που διάβασα πρόσφατα είναι: Thomas Ligotti, Steven Millhauser, Kelly Link και Rebecca Adams Wright.
Ο λόγος για την συλλογή ιστοριών, Δεκάτη Δεκεμβρίου, όπου από τις πρώτες σελίδες καθίσταται σαφές πως ο Saunders δεν είναι συμβατικός συγγραφέας. Οι ιστορίες του δεν κατοικοεδρεύουν στο ολότελα αλλόκοτο. Ίσως μιλάνε για καθημερινούς ανθρώπους, σε -ίσως- καθημερινές καταστάσεις. Υπάρχει, όμως, μια ιδιόρρυθμη συχνότητα στην αφήγηση.
Σε πρώτο επίπεδο τα εκφραστικά εργαλεία: αναπάντεχα χαχανητά από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, παράξενες εκφράσεις και παρατσούκλια και αποπροσανατολιστικές περιγραφές – για παράδειγμα ένα παιδί παίζει με τον Καλό Αρτοποιό, βρίσκεται στην Φάση Ψήσιμο ενώ παράλληλα πολεμάει Πεινασμένους Πολίτες. Κανείς εικάζει πως είναι ένα επιτραπέζιο αυτό που παίζει μέσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Ή μήπως είναι ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι; Ο Saunders γίνεται προκλητικά παραπλανητικός. Έχει το χάρισμα μια παλαβή αρχικά ιδέα στα μάτια του αναγνώστη, να γίνεται σταδιακά μια νέα γλώσσα που μαθαίνει να ακούει και να κατανοεί. Όπως στην αλλοπρόσαλλη μαρτυρία ενός τρόφιμου στην «Απόδραση από το Αραχνοκέφαλο», με την ακαταλαβίστικη φουτουριστική της ορολογία, όπου έγκλειστοι σε ένα ίδρυμα γίνονται πειραματόζωα. Τα αισθήματά τους ελέγχονται μέσα από ουσίες όπως Ευδαιμονίλ, Σκοτεινόλ, Ευπειθίνη κτλ. Η ακατάληπτη αφήγηση σταδιακά άλλαζε σελίδα με τη σελίδα, ξάφνου ήμουν ικανός να την διαβάζω σαν ένα συμβατικό ανάγνωσμα, να αγωνιώ για τις εξελίξεις. Όλοι οι χαρακτήρες και στις πιο καθημερινές ιστορίες έχουν μια δόση ανισορροπίας – ή μάλλον η δυσβάσταχτη πεζότητα της ζωής τους κάνουν να έχουν ξεσπάσματα μανίας. Όπως ο μίζερος καταστηματάρχης με την τσαλαπατημένη αυτοπεποίθηση, κοιτάζοντας φύλλα να χορεύουν γύρω από ένα αμέριμνο πουλάκι, σκέφτηκε πως το κυνηγούσαν. Δεν θα το έπιαναν ποτέ το πουλάκι, σκέφτηκε, εκτός αν εκείνος το σκότωνε. Και φυσικά θα αναγορευόταν από την συνομοταξία των φύλλων ως Βασιλιάς των Φύλλων. Ναι, μια τέτοια τρέλα, άλλοτε λίγο άλλοτε πολύ αναδύεται από αυτές τις ιστορίες.
Δεν ξέρω αν αποτελεί μια συγγραφική του εμμονή, ωστόσο ο προβληματισμός πάνω στην γλώσσα και τις αλλαγές που μπορούν να επιφέρουν κατάλληλες ουσίες, φαίνεται να είναι ένα βασικό στοιχείο αυτής της συλλογής. Το ξανασυναντούμε με σκέρτσο και κέφι στην θλιβερή ιστορία «Το Ιπποτικό μου Πατατράκ», όπου υπάλληλοι που δουλεύουν σε ένα μεσαιωνικό θεματικό πάρκο, με τις κατάλληλες ουσίες μπαίνουν στο πετσί του ρόλους του. Μιλάνε και σκέφτονται με μεσαιωνικό, ιπποτικό στόμφο, πράγμα που δεν αργεί να οδηγήσει σε μια γκάφα με δραματικές συνέπειες. Κι εκεί συναντούμε λέξεις με κεφαλαία που δεν είναι πάντα ξεκάθαρα τι εξυπηρετεί, αλλά καταλήγει να δίνει στις ιστορίες πάντα ένα ύφος εγχειριδίου. Μα αν κάτι κανείς καταλαβαίνει αμέσως διαβάζοντας αυτές τις ιστορίες είναι πως το χιούμορ πάντα μπλέκεται με τις πιο δραματικές, θλιβερές ιστορίες. Οι άνθρωποι είναι αδύναμοι, ακόμα κι οι γοητευτικοί σκιαγραφούνται με έξυπνα τοποθετημένες καυστικές πινελιές – το όμορφο μασκαρεύει την φαιδρότητα, όπως και το άχαρο και αξιολύπητο είναι κι αυτό για γέλια. Κανείς δεν την γλυτώνει από το Saunders, που λέει πως έχει η ανθρωπότητα το μαύρο της το χάλι, οπότε δεν έχουμε παρά να ευθυμήσουμε και λίγο. Μάλιστα σε ένα πρόσφατο βίντεο* όπου ο Saunders μιλάει για την τέχνη της ιστορίας ξεκινώντας το λέει: η ζωή είναι μια τρελή κατάσταση, που μέσα από την λογοτεχνία προσπαθούμε να δώσουμε νόημα. Αυτό συνοψίζει όμορφα την προσέγγιση του Saunders.
Με ενθουσίασε όμως το βιβλίο με την ψυχαγωγική καθαρά τέρψη που αναμένει κανείς; Όχι. Δεν ξέρω αν αυτές οι ιστορίες είναι φτιαγμένες για μια αμιγή ψυχαγωγία. Αμφιβάλλω αν καν ο ίδιος ο Saunders έχει αυτό κατά νου όταν τις γράφει και τις εκδίδει. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς πως η μικρή φόρμα τα τελευταία 100 χρόνια, έχει περάσει από πολλά στάδια ώστε τώρα να αποτελεί την προμετωπίδα του πειραματισμού του πεζού λόγου. Ένας πειραματισμός που γνωρίζει τεράστια αποδοχή στα μεγάλα λογοτεχνικά περιοδικά του εξωτερικού και που πολλές φορές δίνει εξαιρετική λογοτεχνία ή εφοδιάζει και την πιο συμβατική λογοτεχνία με όπλα και προσεγγίσεις που ανανεώνουν τον πεζό λόγο και τη μυθοπλασία. Για αυτόν τον λόγο αξίζει να διαβαστεί αυτό το βιβλίο. Είναι η ματιά ενός ευφυούς ανθρώπου στην καθημερινότητά μας με φαντασία και χιούμορ.
Σας κάνει; Δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε.
[wc_box color=”secondary” text_align=”left”]
«Δεκάτη Δεκεμβρίου»
Συγγραφέας: George Saunders
Μετάφραση: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Επιμέλεια: Ελευθερία Κοψιδά
Α’ Έκδοση: 2015
[/wc_box]
* George Saunders On Story