Τα γέλια του κόσμου

Δεν είναι τυχαίο που ο κορυφαίος ποιητής Γιάννης Ρίτσος παραμένει διαχρονικός, υπέρτατος στην τέχνη και τη γραφή όταν συχνά ανακαλείς το στίχο που έγραφε για τα γέλια του κόσμου που περνούν απ’ τις λύπες σου. «Έχεις ακόμα να κλάψεις πολύ ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει». Για την ακρίβεια, για να τον δεις να ξεκαρδίζεται στα γέλια, να τρέμει από ευτυχία. Είναι μακρύς ο δρόμος της «Ιθάκης». Ο κόσμος αυτός που συνήθισε να είναι σκυθρωπός, να περπατά αργά και δειλά σε ένα δρόμο που στην πραγματικότητα ούτε ο ίδιος ξέρει πού οδηγεί.
Σε έναν κόσμο που δεν έμαθε ποτέ να αγαπά, που τρέμει στην ιδέα της αγάπης και της συμπόνιας. Σε αυτό τον κόσμο που αποφεύγει το μοιραίο αντάμωμα των ματιών, αυτή τη συνάντηση που μυρίζει κατανόηση, γνώση και δύναμη απέναντι στη στιγμή της αποδοχής του άλλου. Σε έναν τέτοιο κόσμο που παραμένει τραγικός από τότε, οι άνθρωποι επιμένουν να είναι θλιβεροί και ακίνητοι σε μια εποχή που αντιστρόφως ανάλογα τα πάντα κινούνται ραγδαία και ταχύτατα. Κι εσύ, επιμένεις να κλαις για έναν κόσμο που δεν ξέρει να ξεβολεύεται, να μη συμβιβάζεται, που αντέχει στη μετριότητα, την τύφλωση και τη σκοτεινιά.
Ζεις και κλαις για έναν κόσμο που ρουφάει ως το μεδούλι το φασισμό και την αήθεια. Γι’ αυτόν που με ασπίδα την περηφάνια του, εχθρεύεται αυτούς που ονομάζει αντισυστημικούς και αναλίσκεται στην εξόντωση όσων νομίζει ότι ψαλιδίζουν την καλογυαλισμένη φαγωμένη αξιοπρέπειά του. Έμαθε να μισεί, να πλήττει, να χασμουριέται, να λησμονεί τη βάση του σε βαθμό ιεροσυλίας, να γελάει χαιρέκακα με τη θλίψη και τον πόνο του άλλου. Έτσι, έγινε και αυτός θλιβερός.
Ξέχασε να ονειρεύεται, να καίγεται σαν το κερί, συνήθισε να κοιτάει το πάτωμα αντί για τ’ άστρα και τ’ άστρα αντί για τις φορές που θα έπρεπε να σύρεται από ντροπή για την κατάντια και τις πράξεις του, αυτές που αμαύρωσαν χιλιάδες φορές την ιστορία του. Η καύση του δεν έγινε γνώση, τροφή για πολιτισμό και ανθρωπιά, έμεινε στο λίγο, το προφανές και το επιπόλαιο. Κι εσύ κλαις για ένα κόσμο δειλό, που έκανε τον εκσυγχρονισμό παντιέρα και με αυτό εκπορεύει όλες τις πράξεις του. Όλες αυτές που βρήκαν απόκριση στον κόσμο αυτόν που κοιμάται και δεν αιμορραγεί πια για την τύχη του, που δεν οργίζεται, δεν αφυπνίζεται, δε σκοντάφτει στην ατέλεια για να μάθει, δεν ξαγρυπνά ποτέ από ανησυχία, πόνο και αγωνία για το αύριο, που βαφτίζει ήττα την αδυναμία.
Κι εσύ συνεχίζεις να κλαις γι’ αυτόν τον κόσμο που δε θα αλλάξει ποτέ, αλλά που το γέλιο που βλέπω εγώ αυτή τη στιγμή στα χείλη σου ίσως κάνει τον κόσμο αυτό να γνωρίσει τι πάει να πει ευτυχία. Και ίσως η λύπη σου να μάθει τελικά τον κόσμο αυτόν να γελάει τρανταχτά.