Τάμα σε ένα φθινόπωρο
Τάμα σε έναν Νοέμβρη, εκεί που τα όνειρα του φθινοπώρου -όλοι έλεγαν πως- δεν πιάνουν όταν τα φύλλα στα δέντρα της Τοσίτσα έπεφταν σκορπίζοντας στη γη από τον ουρανό εκείνο το ξεθυμασμένο κόκκινο.
Κούμπωσε νωχελικά το τελευταίο κουμπί, το τεσσαρακοστό ένατο στη σειρά, στο χακί του αμπέχονο. Κάθε κούμπωμα, μια δική του ιστορία, κοντά μισό αιώνα. Αφηγήσεις πολλές, διηγήσεις πρώιμων αλλά και όψιμων επαναστατών, σχολικές γιορτές, τραγούδια του δρόμου, γαρύφαλλα του εμπορίου σε όλες τις μεταπολιτευτικές αποχρώσεις, κασέτες που πάνω τους γράφτηκαν στιγμιότυπα τριών ημερών, αδούλευτες έντεκα μήνες τον χρόνο σε κασετόφωνα που άντεξαν στον χρόνο, με μπαταρίες μισοάδειες.
Έστριψε στην Καλλιδρομίου. Ο φρέσκος αέρας από τα πεύκα του Στρέφη άνοιξαν τα πνευμόνια του ακριβώς στο σημείο που ο Φούντας μαχαίρωνε την Στέλλα. Στάθηκε για λίγο, ενός λεπτού σιγή το σώμα του, μπροστά στο μαγαζί του Άσιμου και συνέχισε για να κατέβει την Θεμιστοκλέους, σφυρίζοντας τον ήχο από το παπάκι.
Καταστήματα σωρό, άδεια τα περισσότερα, με βιτρίνες ρημαγμένες μιας εποχής που διαφήμιζε την ξοφλημένη πραμάτεια της σε αφίσες δίχρωμων και βραχυπρόθεσμων, όπως αποδείχθηκε, απολαύσεων. Μόνο κάτι φαγάδικα και καφέ έδειχναν σωστά την τάξη του χρόνου, την πείνα ενός λαού που η μοναδική του επαγγελματική απασχόληση σχεδιάστηκε να είναι η ευπρεπής σίτιση των τουριστών.
Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Τα τσιμεντένια μεγαθήρια του εθνάρχη της πολεοδομικής κομποστοποίησης έδειχναν ξεκάθαρα την εικόνα ενός έθνους σε αστικό κώμα. Μόνο κάτι αγγελίες σε κίτρινο νωπό χαρτί στα κλειστά παντζούρια θύμιζαν πως ίσως κάποτε άνθρωποι θα επέστρεφαν σε μια στεγασμένη ζωή με τον μήνα. Προς το παρόν, μισθώσεις ημέρας, εβδομάδας, το πολύ δεκαπέντε ημερών, με δώρο το πρώτο γέμισμα του ψυγείου, τυρί γερμανικό σε φέτες, βούτυρο Γαλλίας σε μερίδες ενός κουταλιού του γλυκού. Στην γωνία με την Βαλτετσίου, ένας κλητήρας με την συνοδεία δύο περιπολικών, μετρούσαν κλινοσκεπάσματα οκτώ και κηροπήγια δυο, ένα τσουβάλι ζωής πεταμένο στον κάδο εισπρακτικών απορριμάτων, ανακυκλώσιμα υλικά για αναλώσιμες ζωές που γεννήθηκαν αλλά δεν άνθισαν, παρά μόνο για λίγο, στον οργασμό της μεταπολίτευσης.
Έφτασε στην πλατεία. Κλειστά. Ούτε αριστερά, ούτε ίσια, ούτε όμως και δεξιά; Καθόλου μπροστά, μόνο πίσω. Πίσω στον χρόνο, πίσω σε ένα ανίκητο και τόσο ακίνητο “Απαγορεύεται”. Στουρνάρη; Απαγορεύεται. Τοσίτσα; Απαγορεύεται. Η Μπόταση; Απαγορεύεται. Μόνο αριθμοί κυκλοφορίας φορτηγών, μπουλντόζες μεγαθήρια σαν τανκς, διμοιρίες που παρελαύνουν πάνω κάτω στην πλατεία και πάλι αναστροφή, στρατός κανονικός που επελαύνει με ρυθμό εμβατηριακό σε μια γειτονιά, σκηνές μιας εποχής που το μπετόν της ανάπτυξης προσποιείται πως αντικατέστησε τον γύψο της ασφάλειας. Μπερδεύτηκε. Έβγαλε από την ιδρωμένη χούφτα του το κόκκινο γαρύφαλλο και το εναπόθεσε με όλες τις τιμές στο παρμπρίζ ενός τανκς που αντί κανόνι έφερε στο καβούκι του έναν εκτοξευτήρα νερού.
Κάνοντας έναν ολόκληρο γύρο, η Πατησίων του φάνηκε κάπως γνωστή. Στα μεγάφωνα ο ήχος απολύτως γνώριμος, όπως και τα πρόσωπα εκείνων που πουλούσαν τα κομματικά τους κουπόνια. Στριμώχτηκε στο πλήθος, το χακί του αμπέχονο πρόδιδε την κάμποση ηλικία του, η υγρασία στα μάτια του θάμπωνε τα χρώματα του Νοέμβρη. Ήταν τουλάχιστον όλα εκεί, έστω και λίγο περισσότερο από άλλες χρονιές δυσδιάκριτα. Η πύλη, οι κολώνες, τα συνθήματα, τα τραγούδια του Μίκη, τα λόγια του Ρίτσου και του Ελύτη, η φωνή του Ξυλούρη, το αγέραστο μέταλλο του Βασίλη κι αργότερα το μουντό χρώμα της μάντρας στην αμερικάνικη πρεσβεία.
Έψαξε τις παρουσίες. Ο Μήτσος εκεί, κάτω ακριβώς από τον Ήλιο του Μουσείου συντροφιά με τον Νηρέα τον Βάρα, ο Πράχτορας, ο Περικλής, ο Διονύσης, ο Μάκης, η Βέρα, η Αλκμήνη, η Πέπη. Τους μέτρησε και δεν έλειπε ούτε ένας. Χαμογέλασε στο συνειδησιακό του παρουσιολόγιο, καταχώρησε και νέα πρόσωπα, κορίτσια και αγόρια που ερωτεύτηκαν κάποια χρονολογία* και θέλησαν να κουβαλήσουν τον Νοέμβρη μισό αιώνα ακόμη μπροστά.
Ήρεμος πια, ψάχνοντας μήπως κατά λάθος κρατούσε κάποιο δεύτερο γαρύφαλλο, στάθηκε μπροστά στο μνημείο. Έβγαλε το χακί αμπέχονο, δίπλωσε στην μέση με προσοχή τα μανίκια μην τσακίσουν στην υγρασία τόσων φθινοπώρων κι έσκυψε να το επιστρέψει εκεί που πάντοτε ανήκε, σε ένα κομμάτι γης που έμεινε για πάντοτε ζωντανά κατακόκκινο. Σηκώθηκε απαλά, το τάμα του Φθινοπώρου εκπληρώθηκε, έστριψε το μεσήλικο κορμί του και έφυγε χωρίς ενοχές και απωθημένα σε μια άγνωστη επαρχία, μην τυχόν και τον πετύχουν εκεί τα γκρίζα μαλλιά ενός αμετανόητου πενηντάρη Νοέμβρη.
*