tetartopress

«Ταξίδι στα Κύθηρα» – Μια ελεγειακή, ποιητική, συγκινητική τελετουργία της θλίψης


“Ταξίδι στα Κύθηρα”.
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Πρωταγωνιστούν: Μάνος Κατράκης, Μαίρη Χρονοπούλου, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Ντόρα Βολανάκη, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Τζούλιο Μπρότζι.
Ελλάδα, 1984.

Τα άσβεστα μετεμφυλιακά μίση αναζωπυρώνονται 32 χρόνια μετά, όταν ο Σπύρος αρνείται να πουλήσει τα χωράφια του ώστε να χτιστεί χιονοδρομικό κέντρο στο χωριό, μόνος αυτός ενάντια στην εμπορευματοποίηση τού τόπου του, ενάντια στην πώληση σε κερδοσκοπικά κεφάλαια της γης αυτού του κράτους που είχε αγωνιστεί για την απελευθέρωσή του, του ελληνικού κράτους που θαρρείς ότι σε ολόκληρη την επικράτειά του έχει κρεμασμένη μια ταμπέλα “πωλείται σε τιμή ευκαιρίας”: “Μην ξεχνάτε ότι είναι χωρίς ιθαγένεια εδώ, χωρίς εθνικότητα, άπατρις. Η άδεια παραμονής του μπορεί ν’ ανακληθεί ανά πάσα στιγμή. Αν μείνει εδώ, θα είναι υπεύθυνος για ό,τι συμβεί”, προειδοποιεί ο αρχιαστυνομικός τον γιο του Σπύρου καθώς ο πατέρας του, επαναπατρισμένος πολιτικός πρόσφυγας, απειλείται από τους συγχωριανούς. Ήταν η διχασμένη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία όπου το ένα μεγάλο μέρος της είχε υιοθετήσει την κυρίαρχη ερμηνεία των νικητών του εμφυλίου πολέμου, συμφωνώντας με τις πολιτικές αποκλεισμού του άλλου μεγάλου μέρους της από τις δεξιές κυβερνήσεις- είναι το μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος που χαρακτηρίζει οποιονδήποτε αμφισβητεί το εθνικό αφήγημα, ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια που πάντα ταυτίζονται με τα συμφέροντα των λίγων. Η Οδύσσεια του Σπύρου δεν είχε τελειώσει με την επιστροφή του από τη Σοβιετική Ένωση όπου είχε αναγκαστικά εκπατριστεί μετά την ήττα των ανταρτών του Δ.Σ.Ε.- η εξορία είναι η μοίρα του σ’ αυτόν τον τόπο. Συναντιούνταν, άραγε, σ’ αυτούς τους παλιννοστούντες, ο πόθος του νόστου, η αναμονή τόσων χρόνων με την πραγματικότητα της επιστροφής στην πατρίδα;

Αδελφός εναντίον αδελφού, συγγενής εναντίον συγγενή, φίλος εναντίον φίλου, συμπατριώτης εναντίον συμπατριώτη, 150.000 νεκροί, τραυματίες, εκατοντάδες χιλιάδες νεκρά ζώα, κατεστραμμένα σπίτια, υποδομές και οικονομία, εσωτερική μετανάστευση, διώξεις, βασανισμοί, φυλακίσεις, εξορίες, εκτελέσεις, χωρισμένες οικογένειες, πιστοποιητικά φρονημάτων: “Μας βάλανε και πολεμήσαμε Σπύρο. Βγάλαμε τα μάτια μας. Εσύ από δω κι εγώ από κει. Χάσαμε και οι δύο… Τίποτα δεν απόμεινε εδώ”: ομολογεί ο Αντώνης στον παλιό του αντίπαλο, για πρώτη και τελευταία φορά. Γερασμένοι και οι δυο τους πια, συναντιούνται στο χωριό 32 χρόνια μετά, πνιγμένος λυγμός στη φωνή του Αντώνη, κινήσεις διστακτικές πλησιάζοντας αυτόν τον “φονιά” κατά το εθνικό αφήγημα, ακολουθώντας τελικά τη συνείδησή του και προσφέροντας τσιγάρο στον στωικό, σιωπηλό Σπύρο, μια χειρονομία αναγκαίας λήθης του διχασμού και παραδοχής των εθνικών ψεμάτων- μια σκηνή όπου συμπυκνώνεται το εθνικό δράμα, με τις βαθιά συγκινητικές ερμηνείες των Κατράκη και Παπαγιαννόπουλου. “Αυτοί που βρίσκονται ψηλά, λένε: Να ο δρόμος για τη δόξα. Αυτοί που είναι χαμηλά, λένε: Να ο δρόμος για το μνήμα… Πολλοί δεν ξέρουν πως εκείνος που για τον εχθρό μιλάει, είναι ο ίδιος τους ο εχθρός” (Μπ.Μπρεχτ).


“Εγώ είμαι”, τους είχε πει με την εξασθενημένη φωνή του ο Σπύρος όταν αποβιβάστηκε από το καράβι του επαναπατρισμού.
“Είμαι ο Αλέξανδρος”, τον είχε πλησιάσει αμήχανα ο γιος του.
“Κι εγώ, η Βούλα”, είχε συστηθεί ψυχρά η κόρη του. “Πάμε στο σπίτι, η μητέρα μας περιμένει”.
“Στο σπίτι;”: ο Σπύρος αναρωτήθηκε, θαρρείς, αν εκείνο το σπίτι μιας άλλης ζωής του, μπορούσε να θεωρείται ακόμα σπίτι του. Ζωές που είχαν κυλήσει περισσότερο χωρίς τον άλλον παρά μ’ αυτόν, η άγνοια για την τύχη του, οδύνη και επιβίωση, μνήμη κι αναμονή, φόβοι κι αισθήματα αποξένωσης που σκίαζαν τη χαρά της επανασύνδεσης. Μπορούσε να ξαναπιαστεί το νήμα από εκεί που οι άνθρωποι αναγκάζονταν να το αφήσουν, αρκούσαν τα συναισθήματα και η ανάμνηση των συναισθημάτων να καλύψουν το κενό της επαφής τόσων χρόνων; Όταν απομονώθηκαν ο Σπύρος και η σύζυγός του από τη γιορτή της υποδοχής του στο σπίτι, τα χέρια του πλησίασαν φοβισμένα τα χέρια της Κατερίνας κι εκείνη το ’βαλε στα πόδια, πριν σπάσει η καρδιά της. Για τον Αγγελόπουλο, όμως, η επανασύνδεσή τους είναι φυσική, κι όχι λόγω ιερών ιδεών περί αφοσίωσης στον γάμο αλλά χάρη στη συντροφικότητα που αναπτύσσεται και χαράσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που μοιράζονται προσωπικά συναισθήματα και κοινά ιδανικά. Και, η Κατερίνα, με δάκρυα που ποτέ δεν επιτρέπει να κυλήσουν, αποδέχεται την άλλη του ζωή στα ξένα: γι’ αυτούς τους αποσυνάγωγους που είχαν βρεθεί σ’ ένα διαφορετικό πολιτικό σύστημα, γλώσσα, ήθη και κλιματολογικές συνθήκες, πιστεύοντας ότι η εξορία τους θα ήταν σύντομη, αυτά που τους έλειπαν στην αρχή, ήταν πιο πραγματικά απ’ αυτά που είχαν εκεί- μέχρι που δεν μπορούσαν πια να πιαστούν από “ό,τι είχαν αφήσει πίσω, στην Ελλάδα”. Η έγνοια και η φροντίδα από μια γυναίκα εκεί, “ένα πιάτο φαΐ, ένα κουμπί που χρειάζεται ράψιμο”, μια νέα οικογένεια σε εκείνον τον μακρινό κόσμο, οι δυσκολίες της ζωής που δεν αντιμετωπίζονταν πια μόνο με το όνειρο του γυρισμού… Αντίθετα, η νεότερη γενιά δεν ονειρεύεται ούτε νοσταλγεί χαμένα όνειρα, μετέωρη ανάμεσα στην ανάγκη για λήθη και την αδυναμία να αποθέσει το βάρος που κληρονόμησε: βυθισμένοι σε υπαρξιακή κρίση ο Αλέξανδρος και η Βούλα, αίτιο και, ταυτόχρονα, παράγωγο της εθνικής κρίσης ενός κράτους με πλαστή ταυτότητα, μεγαλωμένοι χωρίς τον έναν γονιό- πόσο μπορεί ένα παιδί να κατανοήσει αυτούς τους λόγους της απουσίας του χωρίς το παιδικό παράπονο να καταλήξει σε αυτοπροστατευτική εξιδανίκευση ή αυτοπροσταστευτικό θυμό; Εκείνος πασχίζει να μην παρακολουθεί τη ζωή σαν θεατής, εκείνη θέλει να αποδεσμευτεί από τη σκιά του πατέρα, καταλήγοντας στον φόβο της εγγύτητας, καταφεύγοντας στο περιστασιακό σεξ, “στο σώμα της για να μην αισθάνεται πεθαμένη”.

Ο Αγγελόπουλος στοχάζεται πάνω στην κρίση που βίωνε αυτή η γενιά, η δική του γενιά, μέσα από τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου που σκηνοθετεί μια ταινία (η προβολή του Αγγελόπουλου), με κεντρικούς χαρακτήρες τον ίδιο του τον εαυτό ως Αλέξανδρο, έναν επαναπατρισθέντα, άγνωστο πατέρα και μια αδελφή, τη Βούλα που η αντίθεσή της με τον χαρακτήρα της Κατερίνας είναι φανερή. Σ’ αυτήν την έναρξη της ανθρωποκεντρικής περιόδου του, δεν εστιάζει, ωστόσο, στις προσωπικές ιστορίες παρά στοχάζεται για τις επιπτώσεις της Ιστορίας πάνω σ’ αυτές. Μεσαία και μακρινά πλάνα, αργά και μεγάλα σε διάρκεια, κυκλικές κινήσεις της κάμερας που καταλήγουν στο αρχικό σημείο ή πρόσωπο καταγράφοντας το πέρασμα ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος (αγαπημένα Αγγελοπουλικά πλάνα) και λίγος, αποσταγμένος, θαρρείς, λόγος που μεταδίδει ό,τι βασανίζει, αποστασιοποιώντας μας από τα δράματα των χαρακτήρων που  ανάγονται σε σύμβολα (χωρίς να παύουμε να αισθανόμαστε, ταυτόχρονα, έναν δισταγμό του Αγγελόπουλου να πλησιάσει τα πρόσωπα) κι από τα δρώμενα, παρακινώντας μας σε κριτική συμμετοχή. Μουντός ο ελληνικός ουρανός, μια χειμωνιάτικη μωβ απόχρωση έχει εξαπλωθεί στη φύση, διαρκώς αναμμένα φώτα αυτοκινήτων, βροχή, καταχνιά, η αίσθηση ενός αδιόρατου κλοιού να σφίγγει, τοπία ερημωμένα, κτίρια της πόλης και σπίτια του χωριού εγκαταλειμμένα (μαγική η δουλειά του Γιώργου Αρβανίτη σε φωτογραφία και κινηματογράφηση), ένας υπόκωφος θρήνος για το απατηλό όνειρο των ιδεατών Κυθήρων σε μια χώρα με ανοιχτά τα τραύματά της. “Η ενστικτώδης και πολύ οργισμένη αντίδρασή μου απέναντι στο πως βλέπουν οι περισσότεροι την Ελλάδα, κυρίως οι ξένοι, μια Ελλάδα του ήλιου, του μπάνιου… Πάντα έβλεπα μια Ελλάδα πέρα από την ανθρώπινη πίεση που γίνεται πάνω στην εξέλιξη των γεγονότων, μια Ελλάδα σχεδόν θλιβερή”, έχει δηλώσει ο Αγγελόπουλος. Γνώριμά μας τοπία όπου προβάλλονται, σαν σε όνειρο, τα εσωτερικά τοπία της μελαγχολίας και της αγωνίας όσων εσωτερικά ανέστιων πονάνε αυτόν τον τόπο, που “τρώνε βρόμικο ψωμί”.

Κι αν η σχεδόν απαθής ερμηνεία του Μπρότζι αποδυναμώνει τον χαρακτήρα του Αλέξανδρου (με ντουμπλαρισμένη φωνή στα ελληνικά), κι αν σε ορισμένες σκηνές η δραματουργία είναι περισσότερο ελλειπτική ή προσχηματική  απ’όσο θα θέλαμε, κι αν η αυτοαναφορικότητα παραμένει αισθητή- αυτά, τελικά, δεν έχουν μεγάλη σημασία: η ταινία είναι μια ελεγειακή, ποιητική, συγκινητική τελετουργία της θλίψης για μια χώρα που αρνείται το παρελθόν της, που δεν έχει ενστερνιστεί τη ρήση του Σολωμού, “Το έθνος πρέπει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθές”.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...
"Έρωτας Big Bang" στις Γραμμές Τέχνης

“Έρωτας Big Bang” στις Γραμμές Τέχνης στην Πάτρα

Παρασκευή 12 και Σάββατο 13 Απριλίου 2024, στις 21:00, η Μαρίνα Βολουδάκη, συνοδεία Σπύρου Λευκοφρύδη, επιστρέφει στο Θέατρο Γραμμές Τέχνης ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top