Τι δηλαδή γιατί
Λαχανιασμένη από τα σκαλιά στο αμφιθέατρο, η ανάσα της τώρα ήταν ένας κυκλώνας.
Σαν κυκλώνας την τραβούσε, της άρπαζε τα ρούχα και τα μαλλιά, κι εκείνη έσφιγγε σφιχτά την καρέκλα και ολόκληρο το κορμί της, σε μια προσπάθεια να μην στρίψει προς τα εκεί, να μη κοιτάξει καν, να μην καρφωθεί. Προσπαθούσε να σκεφτεί κανένα στιχάκι να σιγοτραγουδήσει, να φανεί κουλ. Και γυρνούσε ξανά στα αιώνια ερωτήματα, οι υποσχέσεις που δίνουν δυο κορμιά τι γίνονται, όταν οι παραλήπτες τις ξεχνάνε ή δεν τις παίρνουν σοβαρά, ή όταν οι αποστολείς δεν τις θυμούνται ή δεν τις πιστεύουν πια, τι γίνονται αυτές οι υποσχέσεις; Αργοσβήνουν και λιώνουν μέσα στους αιώνες, ή καίγονται αυτοστιγμεί, ή έχουν ήδη αναληφθεί στους ουρανούς των όρκων κι εμείς, αφελείς, λατρεύουμε τις στάχτες τους; Όταν στεγνώνουν τα δάκρυα και παγώνει ο θυμός, όταν κλείνουν τα φώτα ή ανοίγουν τα παράθυρα στο εκτυφλωτικό φως τι γίνονται αυτές οι υποσχέσεις; Πες μου, ρε μαλακισμένο, θα μου πεις;
Σαν κυκλώνας.
Ήρθε κι έκατσε δίπλα της και το πράγμα χειροτέρεψε, την τραβούσε κοντά της σαν κυκλώνας από αυτούς τους πολύ δυνατούς που ξηλώνουν κουμπιά, σκίζουν πουκάμισα, σηκώνουν φούστες, παίρνουν όλο τον αέρα από το στόμα σου και σε αφήνουν ημιθανή στο πάτωμα με τα δάχτυλά να αναζητούν τους αστραγάλους της. Τι θέλουμε, τι ζητάμε, σκεφτόταν, αλκοόλ και αγκαλιές. Η ιστορία της ζωής μας: ανεπαρκή μεθύσια και λειψές αγκαλιές. Μισά χαμόγελα και φευγαλέα βλέμματα. Κι η άλλη να κρατάει στα δάχτυλά της το στυλό που εκείνη της δάνεισε. Και να σταυρώνει τα πόδια της, κι εκείνη να τσακίζεται στις κορυφογραμμές του γονάτου της. Μετά άπλωσε και τα χέρια, αδιάφορη, και τεντώθηκε σα να μη συμβαίνει τίποτα. Το αριστερό της χέρι πέρασε πίσω της και σχεδόν την αγκάλιασε. Να μην τεντώνεσαι, να μην ακουμπάς την καρέκλα μου, είναι δικιά μου η γαμωκαρέκλα ρε. Κάθομαι εγώ εδώ, μαλακισμένο, δειλή, κοτάρα.
Σαν κυκλώνας.
Σαν φούξια κυκλώνας μωρό μου, περπατάς και σπάνε τα πεζοδρόμια, τα αμάξια λύνουν το χειρόφρενο και κυλάνε προς το μώλο, τα δέντρα σκύβουν να σε φιλήσουν, γελάς και φουσκώνουν τα ποτάμια, κλαις και οι άνθρωποι κόβουν τις φλέβες τους. Αρέσεις. Μπορείς να καταλάβεις το πόσο αρέσεις; Αρέσεις, ρε μαλακισμένο, είσαι όμορφη. Είσαι μια παραλία. Βγήκα στο κορμί σου και μάζεψα κοχύλια, και το θυμάμαι βήμα – βήμα. Μας είπανε δοκιμάστε έτσι, δοκιμάστε αλλιώς, μας είπανε πώς είναι το σωστό, μας είπαν ανώμαλες, μας είπαν φρικιά. Ντροπές και ενοχές, κλάματα μέσα στη ντουλάπα, ιδρώτας στο σεντόνι και το πρωί λακ στο μαλλί. Ζήσε, γαμώτο σου, ζήσε.
Ενώ με πνίγεις, σου φιλώ τα χέρια.