Τη νύχτα που σωπάσαν οι ποιητές
Κι ήρθε ο καιρός, να μας φανερωθούν σημεία και τέρατα. Έγινε το σκοτάδι πιο άφεγγο από ποτέ. Στοίχειωσε ο ύπνος μας, γίνανε οι εφιάλτες μας ζωή. Ήτανε τότε, που σωπάσανε οι ποιητές.
Γίνηκε η πτώση κατάπτωση κι ο έρωτας καψούρα. Έγινε ο πόνος μας νταλκάς και προϊόν η αγάπη κι οι ποιητές σωπαίναν.
Κι όσοι είχαν απ’ αυτούς κάτι να πουν, φτιάξανε δόξης βάθρα στους εαυτούς τους, ν’ απομακρυνθούν. Τώρα, μας φτύνουν κατάμουτρα το χλευασμό τους, αυτάρεσκα γιορτάζουν την επιβεβαίωση, πιότερο αποστασιοποιημένοι από ποτέ. Μα οι ποιητές είναι ιχνηλάτες, όχι ψευδοπροφήτες. Διαβάζουν τα σημεία και τους καιρούς, πιάνουν το χέρι μας στο χέρι τους και προειδοποιούν. Ζουν ό,τι ζούμε. Όμοια την πτώση και την πτήση μας στους ουρανούς.
Όταν σιωπήσανε οι ποιητές ήρθανε άλλοι, με την άμπελο ακόμα καρφωμένη στα μαλλιά. Φιλοσοφούσαν μιαν ακατάληπτη αρλούμπα, που τη νομίζαν ποίηση. Λίγο βρισιά και νεολογισμό, λίγο ψευτομαγκιά και νέα ήθη. Τώρα, προτάσσουν το δάχτυλο ίσια απάνω στο ντουβάρι και ζητούν να γίνουν καθοδηγητές.
Την ώρα που σωπάσαν οι ποιητές, σηκώθηκε οχλοβοή. Μικρότεροι και μεγαλύτεροι από δαύτους, ‘γίναν ρακοσυλλέκτες αρεσκείας και αποδοχής του διαδικτύου. Μπερδέψανε τα λόγια τους και χάθηκε η ρήμα. Χαθήκαν τα διαμάντια στην οχλοβοή κι αυτοί, φθηνές καρικατούρες του εαυτού τους, γυρεύουν ακολουθητές.
Ήρθε το σκότος κι αδιάλειπτοι φόβοι παραμονεύουν στις γωνιές. Προσγειώθηκε ο άνθρωπος στη μέση λαβυρίνθου χωρίς αρχή και τέλος. Δίχως το μίτο των ποιητών, μηδέ της Αριάδνης. Ήταν η νύχτα εκείνη που σωπάσαν οι ποιητές. Μπλέχτηκε ο άνθρωπος στ’ αδράχτι και δώστου να γνέθει η γριά μάγισσα τη ρόκα της και να τυλίγει: “Μια βολά τύψεις και τρεις βολές φόβος, μιαν απαιδευσιά και δώστου πάλι. Δυο βολές λήθη, μιαν έπαρση…” και στη μέση ο άνθρωπος να μπλέκεται με το μαλλί. Ήτανε τότε που σωπάσαν οι ποιητές κι έμεινε ο άνθρωπος μ’ ορθάνοιχτο το στόμα να τυλίγεται με λάθη, τύψεις και σιχτίρια.
Παλεύουν τα βουβάλια στο βάλτο κι είθε να γίνουνε οι άνθρωποι βατράχια μέσα του, να ποδοπατηθούν γιατί σιωπήσαν οι ποιητές. Κι είθε οι άνθρωποι να γίνουν ισορροπιστές απάνω στο στημόνι και δώστου να κλώθει η γριά μαλλί, για ν’ αυγαταίνει το νήμα. Δώστου καμπόσους απ’ αυτούς να τσακίζονται στο κενό κι άλλους να παίρνουν σχοινολίταρο και να κρεμιόνται, για να γλιτώσουν την περπατησιά μιας χαμένης ισορροπίας. Κι οι ποιητές, να στέκουν σιωπηλοί.
Και τούτη ‘δω την ώρα, στο πιο βαθύ σκοτάδι πριν την ξημερωσιά, στις απαρχές τούτου του κόσμου π’ αλλάζει, οι ποιητές στέκουν βουβοί ακόμα.
Στο διάολο λοιπόν οι ποιητές. Θ’ αρχίσουμε τραγούδι δίχως στίχο. Κι όταν ο πόθος μας γίνει λυγμός και ο λυγμός, ελπίδα, θα φτιάξουμε δικά μας ποιήματα. Θα κάνουμε ποιήματα φωτιά, να κάψουμε τη δρούγα που μας περιβάλλει, ν’ αποξηράνουμε τα έλη, να ξεβαλτώσει ο άνθρωπος. Στο διάολο λοιπόν οι ποιητές και η σιγή τους, θα γίνουμε εμείς οι ποιητές.