«Το χρώμα του ροδιού» του Παρατζάνoφ – Αξέχαστη ομορφιά, οργιαστική φαντασία, ένα μοναδικό αριστούργημα
“Το χρώμα του ροδιού” (“Tsvet granata” / “The color of pomegranates”)
(αρχικός πρωτότυπος τίτλος: “Sayat Nova”).
Σκηνοθεσία: Σεργκέι Παρατζάνoφ.
Πρωταγωνιστεί: Σοφίκο Τσιαουρέλι.
Σοβιετική Ένωση, 1969.
“Η ταινία δεν προσπαθεί να αφηγηθεί τη ζωή ενός ποιητή. Περισσότερο ο σκηνοθέτης προσπάθησε να αναδημιουργήσει τον εσωτερικό κόσμο του ποιητή μέσα από τα δέη της ψυχής του, το πάθος και τα βάσανά του, ευρέως χρησιμοποιώντας σύμβολα κι αλληγορίες της παράδοσης των Μεσαιωνικών Αρμενίων τροβαδούρων”, αναφέρεται στην εισαγωγή. Ο γεννημένος στη Γεωργία, γόνος Αρμενικής οικογένειας Σεργκέι Παρατζάνωφ (εκ-σοβιετισμένο όνομα του Σαρκίς Παρατζανιάν) θέλει να ανοίξει μια πύλη στην ψυχοσύνθεση του γεννημένου πριν δύο αιώνες στην Γεωργία, Αρμένη ποιητή και τροβαδούρου Σαγιάτ-Νόβα (σημαίνει: “Βασιλιάς του τραγουδιού”), όπως αποτυπώθηκε στο έργο του. Δεν το επιχειρεί μέσω της ποίησής του (ακούμε λίγους και μεμονωμένους στίχους του): τις δύο Αρμενικές ψυχές συνδέουν μέσα στον χρόνο, ο πόνος που έχει εγγραφεί στη συλλογική μνήμη του μαρτυρικού Αρμενικού λαού και η κοινή κουλτούρα. “Είμαι ο άνθρωπος που η ζωή και η ψυχή του είναι μαρτύριο”: με φόντο τις σελίδες ενός παλιού, ίσως ιερού, βιβλίου, μια φωνή μιλάει στωικά ή απαγγέλει έναν στίχο ανάμεσα σε πλάνα όπου χυμός ροδιών ποτίζει ένα λευκό ύφασμα, σχηματίζοντας ενδεχομένως το περίγραμμα της Σοβιετικής Ένωσης κι όπου ένα μαχαίρι το ποτίζει με ίδιο κοκκινωπό υγρό, σχηματίζοντας ενδεχομένως το περίγραμμα της Αρμενίας- μια αίσθηση ενός μαρτυρίου μέσα στον χρόνο, της φωνής μιας συλλογικής συνείδησης. Τι πικρή αντιστροφή: το χρώμα του ροδιού που στην Αρμενική μυθολογία συμβολίζει ευτυχία και τύχη, χρησιμοποιείται ως σύμβολο του Αρμενικού αίματος που έχει χυθεί.
Ο Παρατζάνωφ απεικονίζει κοινωνικούς θεσμούς, τελετουργικά, την Αρμενική λαϊκή τέχνη, τον κόσμο όπου μεγάλωσε κι αναπτύχθηκε ο ποιητής, μεταδίδοντας τη θρησκευτική πνευματικότητα που τα εμποτίζει: λαϊκούς μύθους και δεισιδαιμονίες, θρησκευτικές τελετές και τελετουργικά μύησης, θρηνητικά και ταφικά έθιμα, παραδοσιακούς χορούς, τραγούδια, φορεσιές και υφαντά, ιερά βιβλία (εικονογραφημένα σαν παιδικά!), χαλιά με ευφάνταστα σχέδια, περίτεχνα αντικείμενα καθημερινής χρήσης- μένουμε εκστατικοί σ’ αυτήν την ανυπέρβλητη ομορφιά. Το κόκκινο χρώμα του ροδιού αποκτά μεταφορικές αποχρώσεις και πολλαπλά νοήματα σε όλη τη ζωή του Νόβα- που, μεγαλώνοντας, η παλάμη ενός χεριού του έχει εμποτιστεί από το κόκκινο χρώμα: στην παιδική του ηλικία, νέος με τον ανεκπλήρωτο έρωτά τους με την αδελφή του βασιλιά της Γεωργίας (“Πως να σώσω τα κέρινα κάστρα της αγάπης μου από την αδηφάγα θέρμη της φωτιάς σου;”, έχει γράψει) που κατέληξε σε εκδίωξή του από τη βασιλική αυλή, τροβαδούρος, μοναχός. Πόσα, άραγε, απ’ αυτά τα τελετουργικά είναι πραγματικά, πόσα αφορούν ανακατασκευές ανακατασκευασμένων αναμνήσεων του παρελθόντος, πόσα έχουν επινοηθεί από τον Παρατζάνωφ;
Ονειρική ατμόσφαιρα όπου πραγματικότητα και φαντασία, εθνογραφία και μύθος, θρησκεία και κοσμικότητα συνυπάρχουν, μα πάνω απ’ όλα, ένα λαϊκό παραμύθι με οργιαστική φαντασία. Ιερά βιβλία πλημμυρισμένα μετά από κατακλυσμό, στραγγίζονται κι απλώνονται να στεγνώσουν, ο μικρός Νόβα ξεφυλλίζει ένα βιβλίο, ξαπλώνει ανάμεσά τους με ανοιχτά χέρια, σαν επίκληση σε μια ανώτερη δύναμη που θαρρείς ότι μέσω του αέρα που τα ξεφυλλίζει, τού μεταφέρει το περιεχόμενό τους επειδή μια ζωή δεν αρκεί για να διαβαστούν όλα. Μια μαυροφορεμένη γυναίκα υμνολογώντας έναν άγιο, χαϊδεύει ένα μαύρο γαϊδουράκι που γίνεται λευκό, τινάζει τελετουργικά τα χέρια, στέκεται στον τοίχο αποθέτοντας πάνω του το μαύρο φόρεμά της, σαν κουκούλι απ’ όπου θα βγει λευκοφορεμένη, θαρρείς εξαγνισμένη. Νεκροί τυλίγονται με πολύχρωμα υφάσματα, σαν σε κουκούλι όπου η ψυχή ωριμάζει ώστε να πετάξει αναγεννημένη στον άλλον κόσμο. Το σκάψιμο του τάφου ενός επισκόπου μέσα στο μοναστήρι κατακλύζεται από πρόβατα- συμβολισμός τού ποιμνίου του; Ένα κοχύλι σκεπάζει έναν γυναικείο μαστό- το φαντάζεται από ντροπή ο μικρός Νόβα κρυφοκοιτάζοντας γυμνά σώματα στα λουτρά;- που θα καταστεί σύμβολο του ερωτικού πόθου. Άγγελοι με ξύλινες φτερούγες, άλογα που κινούνται σαν σε καρουζέλ: “Αν είχα ανάγκη μια τίγρη, θα την έκανα από ένα παιχνίδι… Μια χάρτινη τίγρη για να φοβηθεί ο ήρωας, θα ήταν πιο ενδιαφέρον”, έχει δηλώσει ο Παρατζάνωφ.
Σκηνοθετημένο σαν κουκλοθέατρο, άμεσο συναισθηματικά σαν παιδικό θέατρο, διανθισμένα με σουρρεαλισμό και λυρισμό, με ομορφιά που αγγίζει βαθιά κι ανυψώνει πνευματικά (θυμόμαστε τον Ντοστογιέφσκι στον “Ηλίθιο”: “Η ομορφιά μου δίνει αίσθηση πληρότητας, μέτρου, ειρήνευσης και παλλόμενης θρησκευτικής ταύτισης με την πανουσία της ζωής”), πλάνα που θυμίζουν ταμπλώ βιβάν, ηθοποιοί ανέκφραστοι με βαμμένα λευκά πρόσωπα σαν μάσκες, σμικρυμένοι στα γενικά, στατικά πλάνα που κυριαρχούν ενώ στα κοντινά πλάνα κοιτάζουν στον φακό, εμάς, θαρρείς επιθυμώντας να επικοινωνήσουμε μαζί τους πέρα από τον χρόνο, χωρίς διαλόγους. Και, είναι μεγάλη η συμβολή της Τσιαουρέλι που εκφράζει τα πάντα με τα μάτια, στους ρόλους του μικρού και του νέου Νόβα (κι όταν συνειδητοποιηθεί το ανεκπλήρωτο τού έρωτα του Νόβα, ο ρόλος του ενσαρκώνεται από άντρα ηθοποιό, σαν να έχει διαχωριστεί η αρσενική του πλευρά από τη θηλυκή απομένοντας μια ατελής ύπαρξη), της αγαπημένης του, των δύο ολόιδιων αντρών που έλκονται μεταξύ τους, υποδηλώνοντας με την ανδρόγυνη περσόνα της την αμφιφυλοφιλία του Νόβα και του Παρατζάνωφ, και ότι δεν γεννιόμαστε απόλυτα αρσενικό ή θηλυκό.
Θέαση με θέαση, ο εσωτερικός μας κόσμος συντονίζεται περισσότερο με το πνεύμα του Παρατζάνωφ συνειδητοποιώντας ότι, τελικά, αυτή η αντιαφηγηματική ταινία δεν είναι δυσπρόσιτη νοηματικά παρά τα ανεπίλυτα μυστήρια εικόνων και συμβόλων, ότι στεκόμαστε διανοητικά μπροστά στο εύρος μιας παιδικής φαντασίας και δημιουργικότητας, ότι ελαττώνεται η “μετάφρασή” μας με όρους της δικής μας κουλτούρας κι εποχής. Εξοικειωνόμαστε με τις συχνές επαναλήψεις και τα έντονα απότομα κοψίματα (“jump-cut”) που σηματοδοτούν το πέρασμα ενός χρονικού διαστήματος- πόσου, άραγε;- όπου ξεπροβάλλουν καινούρια πρόσωπα, όπου μεταδίδεται η αθέατη μεταβολή της εσωτερικής κατάστασης ενός προσώπου ή απεικονίζεται μια μεταβολή στην εξωτερική του πραγματικότητα, καταλύοντας κάθε γνώριμη, αντικειμενική αντίληψη χώρου και χρόνου. Αντιλαμβανόμαστε ότι καταστρέφουμε τη μαγεία της ταινίας αν μόνος σκοπός μας γίνει η αποκρυπτογράφησή της ενώ καταστρέφουμε μια μυητική μας διαδικασία αν καταφύγουμε σε απόψεις περί της ποιητικότητας όπου περιττεύει κάθε ερμηνεία (δυστυχώς, η ταινία χαρακτηρίστηκε φορμαλιστική- κι εθνικιστική- από τις Σοβιετικές αρχές που δεν διέθεσαν τα αναγκαία μέσα στον Παρατζάνωφ, διέταξαν νέο μοντάρισμα από άλλον σκηνοθέτη με παράλειψη θρησκευτικών τελετουργικών- παρά τις αποκαταστάσεις, παραμένει άγνωστο αν η σημερινή κόπια πλησιάζει τη μορφή που επιθυμούσε ο σκηνοθέτης- και την αλλαγή του τίτλου σε “Χρώμα του ροδιού” ενώ του απαγορεύθηκε να γυρίσει ταινία για 15 χρόνια).
Ο εσωτερικός κόσμος ενός ποιητή αναδημιουργείται ποιητικά από έναν ποιητή του κινηματογράφου με μια εκλεπτυσμένη, ριζοσπαστική γλώσσα διεγείροντας εσώτατες διεργασίες. Βυθιζόμαστε στη συνειρμική αλληλουχία πλάνων και σκηνών μέσα από την οποία εξελίσσεται η πλοκή αυτού του μεθυστικού, αισθησιακού παραμυθιού με οικουμενική διάσταση και, ταυτόχρονα, μυστικιστικής ταινίας όπου υφέρπει ο θρήνος, “ενός από τους πιο αινιγματικούς, υπερβατικούς διαλογισμούς στην τέχνη και την ομορφιά”, όπως έχει γραφτεί. Μια ταινία που, όχι μόνο έχει ανάγκη τη θέασή της ξανά και ξανά, κυρίως γεννά την επιθυμία για θέασή της ξανά και ξανά, μεγαλώνοντας την αγάπη μας κάθε φορά.