Το εγώ, το εσύ και άλλα παραμύθια

Ονειρεύομαι μια μοίρα πουτάνα ξηγημένη με αγάπη στους απόκληρους.
Να μη μασάει τα λόγια της, να κάνει ότι γουστάρει το δίκιο.
Να χρωστάει ένα πιάτο φαΐ κι ένα σεντόνι ερωτευμένο ιδρώτα στα γερασμένα παιδιά της.
Έχω στήσει δόκανα να ξέρεις και περιμένω μια Κυριακή που να μην ξημερώνεται από ξεπουλημένα Σάββατα, να μην αγοράζει τη λησμονιά της πουλώντας χρόνο δανεισμένο απ’ τη φτώχεια της.
Έχω στήσει παγίδες στα πεζοδρόμια για υποψιασμένους περαστικούς κι ανυποψίαστους ξεπερασμένους.
Ορέγομαι διακαώς τη μέρα που θα το βουλώσουν τα εμβατήρια, κι ένας αντάρτης αέρας θα ξεριζώνει φθισικά ήθη από κοντάρια σε φασιστικά μπαλκόνια.
Τα βράδια δεν κοιμάμαι πια.
Βεβηλώνω το ιερό μπετό με ανίερες λέξεις ελπίδας.
Σκορπάω βλάσφημη κοινή λογική σε χαρτιά ποτισμένα με μνήμη και λύσσα.
Περνάω ξυστά από εισόδους πολυκατοικιών και βάζω τρικλοποδιά στη λοβοτομημένη κανονικότητα της μιζέριας του αθώου.
Κάθε που ξημερώνει, στήνομαι και παίρνω μάτι στα σκλαβοπάζαρα που πουλάνε ιδρώτα για λίγες χάντρες με ελπίδα μεταπώλησης στο επόμενο κορόιδο με ταμπελάκι παραγωγικής μηχανής.
Κι έμαθα να φτύνω τον κόρφο μου εκεί που η καταδίκη στην πείνα λέγεται επένδυση κι το σκυλολόι βαφτίζει το αλισβερίσι του προκοπή.
Κάτω απ’ το δέρμα μου φύτεψα φωτιές, για να σιγουρευτώ πως δεν θα ησυχάσω, κι ίσως γι αυτό βλέπω συχνά στον ύπνο μου μια θάλασσα γεμάτη χωρίς απελπισία.
Τα μάτια μου πέτρωσαν να περιμένουν το φωτεινό σημείο στον ορίζοντα, κι έτσι τα χείλη μου αρνήθηκαν να πετρώσουν όπως τόσα άλλα.
Κι έμεινα να κάνω σχέδια για έναν κόσμο με λευτεριά πολλή και δυστυχία λίγη.
Όνειρο θα πεις.
Ουτοπία.
Μα εγώ θεό δεν θέλησα, κι έτσι έμαθα να περιμένω τον παράδεισο από κουρασμένα χέρια μόνο.
Ούτε είδα αδερφέ μου ποτέ να γίνονται αλλού θαύματα, παρά σε ένα παντοτινό εδώ και τώρα.
Και μη ρωτήσεις ποιος είμαι ποτέ.
Αν δεν είμαι εσύ, δεν έχει καμία σημασία.