Το επόμενο γεύμα
Κοιτούσε πάντα χαμηλά.
Του άρεσε να κοιτά των τραπεζιών τα πόδια.
Πάντα μόνος, ένας από τους πολλούς μόνους, εκεί, στη μεγαλούπολη, του ανεπτυγμένου βορρά.
Καθόταν στα παγκάκια.
Έτρωγε στα παγκάκια.
Κοιμόταν στα παγκάκια, ειδικά τις ζεστές μέρες του χρόνου.
Δεν μπορεί να θυμηθεί, πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησε.
Είχε αρχίσει να ξεχνά τη γλώσσα του, τη γλώσσα των προγεννητόρων του.
Θυμάται μόλις, τι έφαγε πριν δύο ώρες.
Έφαγε φακές με λουκάνικο, μέσα στο πλαστικό δοχείο.
Μασούλησε με βουλιμία και το τελευταίο σπυρί, και την τελευταία φακή.
Το λουκάνικο το τύλιξε στην χρησιμοποιημένη χαρτοπετσέτα.
Θα το φάει το βράδυ.
Εκεί, στο παγκάκι.
Στο παγκάκι του;
Σηκώνει, μετά από πολύ καιρό, το κεφάλι του στον ουρανό.
Εκεί, απέναντι, και για πρώτη φορά, αντικρύζει ένα πρόσωπο να τον κοιτά.
Να τον κοιτά βαθιά και να τον ρωτά.
-How long is now?
Αυτός σκέφτεται.
Προσπαθεί να σκεφτεί.
Δυσκολεύεται να σκεφτεί.
Αδυνατεί να σκεφτεί.
Αδυνατεί να απαντήσει
Δεν απαντά.
Απλά μια κίνηση κάνει.
Μία κίνηση μονάχα.
Σηκώνει το χέρι του ψηλά, κρατώντας το τυλιγμένο λουκάνικο και χαμογελώντας δακρυσμένος, ευχαριστεί το πρόσωπο για το ενδιαφέρον του. Πλήρης, με κατακόκκινα υγρά μάτια, ξαπλώνει στο παγκάκι και ονειρεύεται το επόμενο βραδινό του γεύμα.