tetartopress

«Το κρεματόριο» του Γιουράι Χερτς – Πρωτότυπη, εξπρεσιονιστική περιγραφή της ανθρώπινης αποκτήνωσης στον Β’ παγκόσμιο πόλεμο


“Το κρεματόριο” (Spalovač mrtvol / The cremator).
Σκηνοθεσία: Γιουράι Χερτς.
Πρωταγωνιστούν: Ρούντολφ Χρουζίνσκι, Βλάστα Χραμόστοβα, Έντουαρντ Κόχουτ.
Τσεχοσλοβακία, 1969.

Το βλέμμα του Κόπφρκινγκλ, το βλέμμα του λιονταριού. Το βλέμμα του Κόπφρκινγκλ, το βλέμμα του ρινόκερου. Ο άνθρωπος παρατηρεί και παρατηρείται από τα αιχμαλωτισμένα ζώα στον ζωολογικό κήπο κι ο Κόπφρκινγκλ αισθάνεται ότι αναγνωρίζει σ’ αυτά την άγρια φύση του- όπως χαρακτηρίζουμε την ατομικιστική νοοτροπία μας που, λαθεμένα ή σκόπιμα, θεωρούμε ως την αληθινή, αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση που αναγκαστικά καταπιέζεται στο όνομα της συνύπαρξης με τους άλλους: είναι, όμως, προϊόν της διαστροφής της  ανθρώπινης φύσης στις κοινωνίες των ανισοτήτων και των διαχωρισμών ανάμεσά μας. Ένα άλλο πλάνο με το μέτωπο του Κόπφρκινγκλ, το αυλάκωμα των ρυτίδων θυμίζει κίνηση φιδιών, σαν αυτά που βλέπει να βγάζουν απειλητικά τη γλώσσα τους- έχουμε μια ανησυχητική αίσθηση. Ο Κόπφρκινγκλ βρίσκεται εκεί με τη σύζυγό του, φανερά ικανοποιημένη από τις λεκτικές υπερβολές της λατρείας του γι’ αυτήν, τον έφηβο γιο με την κοριτσίστικη, στριγκή φωνή και την έφηβη κόρη που ειρωνεύεται τον πατέρα της όταν εκείνος λέει,  χαμογελώντας με μια ήδη γνώριμη, μηχανική, ελάχιστη κίνηση των χειλιών του: “Είμαστε μια όμορφη, ευλογημένη οικογένεια”, καθώς απεικονίζονται παραμορφωμένα σ’ έναν κυρτό καθρέφτη και μετά, σε μια λήψη με ευρυγώνιο φακό. Παραμορφώνεται η πραγματικότητα από τους καθρέφτες και φακούς ή μπορεί ν’ αποκαλύπτεται όπως είναι; Βλέπουμε τα αληθινά πρόσωπα σε μια γκροτέσκα διάστασή τους ή αντανακλάται μια εσωτερική δυσμορφία κρυμμένη πίσω από τα προσωπεία;

Είναι η εποχή που για τον Κόπφρκινγκλ ευνοείται η εκδήλωση της ατομικιστικής νοοτροπίας, καραδοκώντας να γκρεμίσει κάθε ηθικό και κοινωνικό ενδοιασμό: παραμονές δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στην Τσεχοσλοβακία συγκροτείται η νέα ανώτερη κοινωνική τάξη των δοσίλογων. Κάτω από την καθημερινή, τελειοποιημένη αναπαράσταση τού μειλίχιου ύφους από τον  Κόπφρκινγκλ, χαρακτηριστική συμπεριφορά ενός συναισθηματικά καταπιεσμένου ανθρώπου, υφέρπει ο καθημερινός, αδιόρατος φασισμός. Κάμπτεται τελικά μπροστά στα οφέλη του νέου ρόλου που προσφέρει εξουσία προσχωρώντας στον ναζισμό, εγκαταλείποντας τον ρόλο του ευυπόληπτου οικογενειάρχη – δεν είναι σύμπτωση που θυμίζει τον Χίτλερ στο χτένισμά του που επιμελείται τόσο συχνά και στην απέχθειά του για ποτό και κάπνισμα.


Ανάμεσα στα πρώτα προνόμια, είναι τα βράδια σε πολυτελείς οίκους ανοχής με νέες γυναίκες: η αντρική εξουσία απορρίπτει το γηρασμένο γυναικείο σώμα των συζύγων σαν άχρηστο πια εμπόρευμα, αντικαθιστώντας το με νεανική σάρκα που απομυζά σαν ελιξίριο ψευδαίσθησης για ένα παρόν που δεν πρόκειται να παρέλθει. Σε κάθε επίσκεψή του στον γιατρό (αποκρύπτοντας τον φόβο για αφροδίσια νοσήματα), ρωτά αν αποδεικνύεται επιστημονικά ότι η γερμανικότητα τού αίματός του υπερισχύει της τσεχοσλοβάκικης, όπως θα ήθελε, ακούγοντας πάντα ότι δεν υπάρχει διαφορά στο αίμα ούτε στην ανθρώπινη τέφρα που παράγει το κρεματόριο όπου εργάζεται ο Κόπφρκινγκλ. Δεν αρκεί, όμως, η ιδεολογική μεταστροφή του: στην οικογένειά του κυλάει και εβραϊκό αίμα από τη σύζυγό του, μια βιολογική πραγματικότητα που, έχοντας διαστραφεί σε βιολογικό μυστικισμό, σαν κάθε φυλετική θεωρία (όπως γράφει ο Βίλχελμ Ράιχ), συνιστά αξεπέραστο εμπόδιο στις φιλοδοξίες του, μαζί με τη θηλυκότητα του αγοριού. Έχοντας διανύσει μια τέτοια ψυχική απόσταση λόγω των φιλοδοξιών του, είναι πλέον δύσκολο για τον Κόπφρκινγκλ να κάνει πίσω, ακόμα και για τούς δικούς του -όχι: αγαπημένους- ανθρώπους. Είναι η  μαζοχιστική ηδονή της υποταγής, έως τη διάλυση του εαυτού, στα κελεύσματα μιας “ανώτερης”, “φωτισμένης” εξουσίας, η ψευδαίσθηση της συμμετοχής στην ισχύ και τους θριάμβους της, ένα υποκατάστατο ευτυχίας. Και, ο Κόπφρκινγκλ διψάει να πραγματοποιήσει την εξιδανικευμένη εικόνα τού εαυτού του, ότι δικαιούται την κοινωνική αναρρίχηση- και περισσότερα χρήματα, νιώθοντας μειονεκτικά μπροστά στην πολύ μεγαλύτερη συνεισφορά της συζύγου του στην οικογενειακή περιουσία.

Η έπαρση τον οδηγεί στη σύνθεση μιας θεωρίας ώστε να επιβεβαιώσει το ναζιστικό αφήγημα για την ανάγκη θανάτωσης των Εβραίων (Σλάβων, Ρομά και ομοφυλοφίλων): επικαλείται τη Σπαρτιατική αντιμετώπιση των αδύναμων παιδιών που χαρακτηρίζει ως πράξη ελέους, τη χριστιανική ρήση “χώμα είσαι και στο χώμα θα επιστρέψεις”, έως κι ένα βιβλίο θιβετιανού βουδισμού όπου διαβάζει ότι “πρέπει ν’ απομακρυνόμαστε από το κακό του πόνου ή έστω να το ανακουφίζουμε” (ευφάνταστες οι σκηνές της επικοινωνίας του με τον φανταστικό εαυτό του ως βουδιστή μοναχό- άλλη μία διαστροφική αυτοεξιδανίκευση). Άρα, αν ένας άνθρωπος πρέπει να θεραπευτεί από τα βάσανά του ή ανίατη ασθένεια, όπως οι Εβραίοι που θεωρούνταν “παραπλανημένος λαός χωρίς δυνατότητα επιμόρφωσης” κι αν ο τελικός προορισμός μας είναι η επιστροφή στην “κατάσταση της σκόνης”, ο Κόπφρκινγκλ κηρύττει λάβρα ότι όταν επισπεύδεται η αποσύνθεση, η ψυχή εξαγνίζεται συντομότερα ώστε να μετενσαρκωθεί- μια λογικά διατυπωμένη διαστρεβλωμένη λογική, παραλλαγή του απάνθρωπου αφηγήματος που υιοθετήθηκε ως φυλετικά φυσιολογικό από εκατομμύρια ανθρώπους ώστε να ιδεολογικοποιηθεί η σαδιστική ηδονή, μέχρι τον φόνο, όσων στιγματίστηκαν ως υποάνθρωποι. “Στο χώμα, η αποσύνθεση διαρκεί 20 χρόνια ενώ στο κρεματόριο, μόλις 75 λεπτά”, δηλώνει ο Κόπφρκινγκλ- πριν τη ναζιστική αναβάθμιση στα 10 λεπτά… Ακούγεται σαγηνευτικός και φιλοσοφημένος ο λόγος του που, βασισμένος στην ευρύτατη αποδοχή και ανοχή αυτών των ανθρωποκτονιών στο όνομα της σωτηρίας της ανθρωπότητας, επεκτείνει την άποψη για το απελευθερωτικό της καύσης ενός πτώματος κάθε φορά στο κρεματόριο έως την τεκμηρίωση για το λυτρωτικό των μαζικών θανατώσεων στους θαλάμους αερίων και άξια, βέβαια, χρίζεται επικεφαλής του κρεματορίου, σαν προθάλαμος μελλοντικής προαγωγής- και, ο σκηνοθέτης έχει εξηγήσει ότι στην ταινία αναφέρεται ως επικεφαλής του κρεματορίου του “Κόμματος” κι όχι του “Ναζιστικού Κόμματος” συγκεκριμένα, θέλοντας να συνδέσει την εποχή του ναζισμού για την Τσεχοσλοβακία μ’ αυτήν της εισβολής των σοβιετικών την περίοδο των γυρισμάτων, για να καταπνίξει την “Άνοιξη της Πράγας”. Λόγω αυτής της γενίκευσης, το 1973 η σοβιετική λογοκρισία απαγόρευσε την ταινία έως το 1990 (οφείλουμε να κατανοήσουμε γιατί τα ανατολικοευρωπαϊκά κράτη εξομοιώνουν τον ναζισμό με τον κομμουνισμό, τις οδυνηρές μνήμες τους από την αποτυχημένη εφαρμογή της κομμουνιστικής θεωρίας…).

Θα άξιζε ένα ξεχωριστό κείμενο για την καλλιτεχνική αξία της ταινίας, μια πρωτότυπη, εξπρεσιονιστική περιγραφή της αποκτήνωσης όπου έφτασε ο άνθρωπος. Απεικονίζοντας τη φρίκη της σταδιακής αποανθρωποποίησης του Κόπφρκινγκλ, η ταινία βιώνεται πρωτίστως ως αισθητική εμπειρία. Ξαφνικές εναλλαγές μακρινών πλάνων με κοντινά στα πρόσωπα που κόβουν την ανάσα, μοντάζ που δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα καθώς κατακερματίζει τον χώρο και τον χρόνο αντανακλώντας την κατακερματισμένη, παραμορφωμένη ανθρώπινη συνείδηση που γίνεται πρόσφορο έδαφος για την εξάπλωση του φασισμού, πληθώρα απρόσμενων γωνιών λήψης, παραμορφωτικοί φακοί, μουσική που άλλοτε υπερτονίζει κι άλλοτε υποβάλλει- μια αταξινόμητη, avant-garde ταινία που θαρρείς ότι θέλει να σαρώσει αισθητικά τα πάντα, ακροβατώντας στο παιχνιδιάρικο, την υπερβολή, το κατάμαυρο χιούμορ και τον ψυχολογικό τρόμο. Παρά μια επαναληπτικότητα, το ότι το αρτίστικο στοιχείο τείνει στον αυτοσκοπό κι ορισμένα νοήματα γίνονται προφανή αποδυναμώνοντας την ατμόσφαιρα, το “Κρεματόριο” (που προβλήθηκε στην Ελλάδα μόλις πέρυσι), είναι μια μοναδική, αξέχαστη ταινία.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
«Νώε» - Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

«Νώε» – Παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη στην Πάτρα

Οι εκδόσεις Κίχλη και το βιβλιοπωλείο Πίξελ Books μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Νώε» την Τετάρτη ...
Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Ρέα Γαλανάκη «Πού ζει ο λύκος;»

Είναι λεπτή, σχεδόν αόρατη, η γραμμή που μετατρέπει εντός μας ένα σημαντικό βίωμα σε ιστορικό γεγονός. Χωρίς να την ενδιαφέρει ...
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης «Το χιόνι των Αγράφων»

Κυκλοφορεί η τέταρτη έκδοση του μυθιστορήματος του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων», ενός βιβλίου που επαινέθηκε από την κριτική, ...
«Μπρανκαλεόνε» - Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Μπρανκαλεόνε» – Νέο άλμπουμ από τον Παύλο Παυλίδη

«Ο μάγος Μπρανκαλεόνε θα μπορούσε να είναι κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Όμως είναι απολύτως υπαρκτό. Πρόκειται για τον αγαπημένο μου φίλο ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 202 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top