Το μικρό ψαράκι και η φάλαινα φυσητήρας
Ξεκίνησε για ακόμη μια φορά να γράψει. Η κούρασή του δεν ήταν σωματική. Ψυχολογική θα μπορούσε να την περιγράψει. Παρόλα αυτά όπως και να την ονόμαζε ήταν τόσο έντονη που τον οδήγησε σύντομα να απομακρύνει τον υπολογιστή του με τη λευκή οθόνη και να ξαπλώσει το κεφάλι του βαρύ πάνω στο τραπέζι. Σύντομα έχασε την επαφή με τον συνειδητό του νου. Αποκοιμήθηκε. Βαθιά.
Advertisement
Πόσες και πόσες φορές δεν είχε ευχηθεί να κατάφερνε κάποια στιγμή να έγραφε με το υποσυνείδητο. Να κατάφερνε να γράψει επιτέλους σωματικά. Να γράφει ενεργοποιώντας τις σωματικές του μνήμες. Μνήμες που περιελάμβαναν από τους σωματικούς τραυματισμούς του και τις πληγές που σαν τατουάζ ομόρφαιναν το σώμα του, μέχρι και όλα τα χάδια εκείνα της μάνας του που τον είχαν με αγάπη και φροντίδα περιποιηθεί και τον είχαν οδηγήσει στο να νιώθει και ο ίδιος ακόμη και σήμερα πόσο γενναιόδωρα τον είχαν προικίσει.
Ο Βασίλης, αφού έχωσε το μελαχρινό κεφάλι του ανάμεσα στα χέρια του έγειρε στη δεξιά μεριά του και αποκαμωμένος αποφάσισε να χαθεί στις περιπέτειες που θα τον οδηγούσε το υποσυνείδητό του εκείνη – την παράξενα για τη συγκεκριμένη πόλη- τροπικά ζεστή νύχτα του Αυγούστου.
Advertisement
Ο Βασίλης, φοιτητής στο Πολυτεχνείο, έπασχε από μια σχετικά σπάνια ασθένεια στην καρδιά για την οποία σύντομα θα έπρεπε και να χειρουργηθεί. Ήταν κάτι που πιθανόν κάποιες φορές να του δημιουργούσε την κούραση, την κόπωση. Αρνιόταν να το δεχθεί, ακόμη και όταν του το εντόπιζαν οι γιατροί.
Μέχρι να πραγματοποιηθεί η επέμβαση ανοιχτής καρδιάς όφειλε να μην κουράζεται. Για αυτόν ακόμη το λόγο και ήθελε τόσο πολύ να γράψει σωματικά. Ήταν για τον Βασίλη αυτή του τύπου η συγγραφή ένα είδος σωματικής, πνευματικής άσκησης, ένας τρόπος έντονης πνευματικής άθλησης, στα όρια της σωματικής.
Advertisement
Οι μεγάλες και όμορφες βλεφαρίδες έδειχναν τα σφαλιστά του μάτια ακόμη πιο μεγάλα. Τα μαύρα στρωτά πυκνά μαλλιά του γυάλιζαν σαν ψεύτικα μέσα στο νυχτερινό φως του φοιτητικού του δωματίου, σε ένα από τα μάλλον φτωχά, υποβαθμισμένα προάστια του Λονδίνου.
Ανέπνεε αργά και βαθιά, σημάδι ότι είχε πολύ σύντομα αποκοιμηθεί βαθιά.
Και πάλι αυτό το ίδιο όνειρο. Ένα ψάρι διέκρινε στον νυχτερινό ουρανό. Ένα μικρό ψάρι στεκόταν πίσω και πάνω δεξιά του ακριβώς στη θέση του φεγγαριού. Ο Βασίλης αποφάσισε να το ακολουθήσει στον νυχτερινό βυθό του ουράνιου νεφελώματος.
Άρχισε να πλέει, να ίπταται και έτσι έφθασαν μαζί στην παραλία με το αγαπημένο αρμυρίκι του πατέρα του. Τον είδε όπως τότε παλιά, να ψαρεύει. Δίπλα του το κόκκινο κουβαδάκι του που έβαζαν τα μικρά μουρμουράκια και τα σπαράκια που ψάρευαν.
Advertisement
Βούτηξε λοιπόν ο Βασίλης στο κόκκινο παιδικό του κουβαδάκι. Από εκεί μέσα είδε το χέρι της μητέρας του να τον πιάνει και να τον ξαναπετάει στη θάλασσα. Καθώς απομακρυνόταν κολυμπώντας, από την παραλία, πίσω άκουσε την φωνής της να τον αποχαιρετά.
– Γεια σου ψαράκι, να μεγαλώσεις και να γίνεις φάλαινα φυσητήρας.
Ο Βασίλης σκουπίζει ενστικτωδώς το σάλιο που τρέχει από το μισάνοιχτο στόμα του. Το σώμα του συνεχίζει γερμένο να υπακούει στις εντολές του θεού Μορφέα.
Επιστροφή στο όνειρο. Κολυμπά σε μια βαθιά θάλασσα που μοιάζει, είναι μάλλον ένας ουρανός με ανοιξιάτικα σύννεφα κούμουλους. Παρατηρεί τον εαυτό του να ξεπροβάλλει ανάμεσα στα φουντωτά, πουπουλένια σύννεφα ως μια πανέμορφη φάλαινα. Σαν έκρηξη του φαίνεται αυτή η ονειρική του μεταμόρφωση. Ξυπνά για ακόμη μια φορά, από το ίδιο σχεδόν όνειρο, μα πρώτη φορά ως μεταμορφωμένο κήτος.
Προσπαθεί να σηκώσει το κεφάλι του από το τραπέζι. Αδυνατεί.
Αντικρίζει μια νοσοκόμα.
– Κύριε Κλωναρίδη, τα δύσκολα πέρασαν. Χθες σας βγάλαμε από την εντατική. Σε τρεις μέρες παίρνετε εξιτήριο. Η κατάσταση της υγείας σας εξελίσσεται εξαιρετικά. Ξεκουραστείτε τώρα. Ο πατέρας σας μας έφερε να σας δώσουμε αυτό το μενταγιόν. Δεν επιτρέπεται να σας το βάλουμε στο λαιμό. Σας το κρεμώ στο κρεβάτι, Να, εδώ το έβαλα.
Ο Βασίλης χωρίς να κουνήσει το κεφάλι του, μετακινεί τα μεγάλα του μάτια και παρατηρεί το μενταγιόν με την γκρίζα φάλαινα φυσητήρα. Σφαλίζει τα μάτια του και ξαναθυμάται τη μάνα του, τα χάδια της, το άγγιγμά της στο μέτωπό του, που τον χαλάρωνε τα βράδια μικρό παιδί. Θυμάται τον πατέρα του, εφτάχρονο παιδάκι σαν ήταν, να του ανακοινώνει πως όταν η μητέρα του έπαθε έμφραγμα στη θάλασσα δεν πνίγηκε, αλλά πήγε να βρει την αγαπημένη της φάλαινα και να τραγουδήσουν μαζί.
Ο Βασίλης ξυπνά στις 5 το πρωί. Φτιάχνει καφέ και τοστ. Η γυναίκα και η κόρη του κοιμούνται ακόμη. Πριν πάει την κόρη του, την Ωκεανίδα, στο νηπιαγωγείο, κάθε μέρα συγγράφει για δυο ώρες. Έχει ξεκινήσει κάτι εντελώς καινούργιο και είναι πολύ χαρούμενος γι αυτό. Χαϊδεύει με το αριστερό του χέρι το μενταγιόν που είναι κρεμασμένο στον λαιμό του. Παρατηρεί απέναντι του το μεγάλο φωτισμένο, πολύχρωμο τροπικό του ενυδρείο. Από τα μικρά ηχεία ακούγεται το τραγούδι της φάλαινας.
Advertisement
Advertisement