«Το μπλε καφτάνι» – Ένα εσωτερικό οδοιπορικό, μια περίτεχνη, βαθιά συγκινητική ταινία για την αγάπη
“Το μπλε καφτάνι” (Le bleu du caftan).
Σκηνοθεσία: Μαριάμ Τουζανί.
Πρωταγωνιστούν: Σαλέχ Μπακρί, Λούμπνα Αζαμπάλ, Αγιούμπ Μισιούι.
Μαρόκο, 2022.
Ένα βράδυ, κλείνοντας το ραφείο τους, η Μίνα θέλει να πάνε στο καφενείο. Ο Χαλίμ ντρέπεται επειδή εκεί δεν μπαίνουν γυναίκες, ωστόσο, μετά από λίγο, θ’ αφεθεί στην τόλμη της συζύγου του και θα βάλουν τα γέλια μπροστά στα επικριτικά βλέμματα των θαμώνων- ο Χαλίμ αντλεί κουράγιο από τη Μίνα. Η γυναίκα θα καπνίσει και, θαρρείς προκαλώντας, θα πανηγυρίσει όρθια ένα γκολ της εθνικής Μαρόκο. Πέφτοντας σε αστυνομικό έλεγχο κατά την επιστροφή, εκείνη απαντά ειρωνικά ότι δεν είχε λόγο να πάρει την ταυτότητά της γιατί είχαν απομακρυνθεί λίγα μόλις μέτρα από το σπίτι τους ενώ εκείνος ζητά συγνώμη με τη χαμηλότονη φωνή του επειδή δεν έχει το πιστοποιητικό γάμου τους- προφανώς, απαγορεύεται σε ανύπαντρα ζευγάρια να κυκλοφορούν τα βράδια.
Η ευγένεια στο βλέμμα του Χαλίμ σκιάζεται από βουβή θλίψη. Ορισμένα βράδια, επισκέπτεται το χαμάμ όπου δεν αποζητά μονάχα σωματική και πνευματική χαλάρωση: στο Μαρόκο όπου προβλέπεται φυλάκιση έως τρία χρόνια για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, τα χαμάμ δεν λειτουργούν μόνο ως χώροι συναντήσεων κι εξαγνισμού, χρησιμεύουν επιπλέον ως χώροι κρυφής και βιαστικής ικανοποίησης των απαγορευμένων αντρικών ομοφυλοφιλικών επιθυμιών. Μπορούμε να κατανοήσουμε την έκφραση του προσώπου και τη χαμηλότονη ομιλία του Χαλίμ: έχοντας διαπαιδαγωγηθεί σε μια κοινωνία που αποκηρύσσει την ομοφυλοφιλία, αισθάνεται ένοχος για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του κι έχει εσωτερικεύσει τον φόβο της τιμωρίας και του δημόσιου εξευτελισμού ως δίκαιες συνέπειες της παράβασης του νόμου- κάθε κυρίαρχο αφήγημα επιβάλλει αξιωματικά ότι η ευθύνη βαρύνει αυτόν που παρανομεί δεδομένης της γνώσης του για τις προβλεπόμενες συνέπειες, παύοντας πια να έχει σημασία το άδικο, το απάνθρωπο ενός νόμου. Η φυσιογνωμία του Χαλίμ, ωστόσο, αποπνέει παιδικότητα, εξακολουθεί να αισθάνεται την οδύνη της προσαρμογής στα κοινωνικά πρότυπα παρά το ότι έχει επιβληθεί στον αληθινό του εαυτό, σαν να τον κατατρώει ένα παιδικό παράπονο, διατηρώντας ζωντανή την ευαισθησία του- η επίγνωση της πειθαρχίας μας λόγω φόβου, διατηρεί ζωντανή την ευαισθησία μας.
“Ο άντρας μου ράβει στο χέρι, έχει δικούς του ρυθμούς”: η Μίνα απαντά στις πελάτισσες που διαμαρτύρονται για την καθυστέρηση των παραγγελιών τους. Ο Χαλίμ βυθίζεται σ’ έναν άχρονο κόσμο, διοχετεύει την ευαισθησία του και την ανικανοποίητη δίψα για έρωτα στα καφτάνια που ράβει, αυτά τα χειροποίητα θαύματά του (δεν θα μπορούσε μόνο η σωματική ηδονή να λυτρώνει τη λαχτάρα του έρωτα και να οδηγεί στην ψυχική ευφορία). Οι λεπτοβελονιές του, η προσοχή που αγγίζει τα υφάσματα σαν να είναι ζωντανά, η άρνηση της ραπτομηχανής απορρίπτοντας τη μηχανική, γρήγορη εργασία- η επιθυμία να δημιουργεί κι όχι να διεκπεραιώνει, η καταφυγή σ’ έναν προσωπικό κόσμο ελεύθερης έκφρασης, ο αισθησιασμός στην τέχνη του: ο Χαλίμ είναι ένας καλλιτέχνης του παραδοσιακού τρόπου ραφής σε καιρούς όπου προτιμώνται φτηνά, μοδάτα ρούχα: οι περισσότεροι απαρνιούνται την παράδοσή τους μόνο σ’ ένα εξωτερικό, επιφανειακό επίπεδο ώστε να έχουν μια αναγκαία ψευδαίσθηση εκμοντερνισμού και προόδου, χωρίς να αποτινάσσουν εσωτερικά τη διαμόρφωσή τους απ’ αυτήν την παράδοση, και ό,τι μεταβιβάζεται διαγενεακά, αφορά πρωτίστως τον τύπο, την εικόνα, τα θέσφατα κάθε παράδοσης κι όχι την πνευματικότητά της. Αντίθετα, η δυναμική Μίνα, χωρίς να απορρίπτει τη θρησκευτικότητά της, αντιδρά στην καταπίεση της γυναικείας ελευθερίας στη συγκεκριμένη μουσουλμανική κοινωνία, μιλάει αρκετά και ζωηρά ενώ ο Χαλίμ μιλάει λίγο και σιγανά. Εκείνη αντιμετωπίζει κατάματα τους φόβους της ενώ εκείνος φοβάται τους δικούς του. Εκείνη δεν φοβάται να πεθάνει έχοντας προσβληθεί από μια ανίατη ασθένεια ενώ εκείνος φοβάται να ζήσει. Είναι ένα ζευγάρι με τούς δικούς του κώδικες επικοινωνίας, που έχει αναπτύξει συντροφικότητα έστω και αν δεν εξομολογούνται ο ένας στον άλλον τις υπαρξιακές τους ανησυχίες. Όμως, είναι δεδομένο ότι η έγνοια, το ηθικό χρέος προς τον άλλον, η κάλυψη του φόβου της μοναξιάς που μοιράζονται οι άνθρωποι, σημαίνουν πάντα ότι αγαπούν ο ένας τον άλλον; Μπορεί να συνυπάρχει αγάπη με άλλα συναισθήματα στις σχέσεις, να είναι ένα συναίσθημα, έστω το ευγενέστερο ή όλα απορρέουν από την αγάπη;- ή, την έλλειψή της;
Ο νεότερος, μαθητευόμενος Γιουσέφ, δεν φοβάται να δείξει ότι σαγηνεύεται, συγκινείται παρατηρώντας τον Χαλίμ όταν εργάζεται, αφήνεται στα χέρια του δασκάλου όταν καθοδηγούν επιδέξια, τρυφερά τα δικά του- δεν είναι φυσιολογικό να διαχέεται ερωτισμός ανάμεσα στους ανθρώπους που, μέσα από μια κοινή δραστηριότητα, μοιράζονται την επιθυμία για ομορφιά, για αισθητική; Για τον Χαλίμ, έχει σημάνει η ώρα να συνειδητοποιήσει την ευθύνη να ζήσει όπως επιθυμεί ενώ για τη Μίνα, που αντιλαμβάνεται φοβισμένα, γι’ αυτό θυμωμένα, την έλξη του για τον νέο άντρα, να συνειδητοποιήσει το ψυχικό άνοιγμα που εκκρεμεί στη ζωή της ώστε η τόλμη της έκφρασής της σ’ αυτήν τη συντηρητική κοινωνία να γίνει αληθινά απελευθερωτική. Η ζωή είναι ένα ποτάμι που προσπερνά τις προφυλάξεις από το απρόοπτο, κλονίζει ρόλους, αμφισβητεί βεβαιότητες, θυμίζοντάς μας ότι ακόμα κι όταν η καθημερινότητα δεν στερείται χαράς, παρέας, πάντα μας δονεί υπόκωφα η νοσταλγία του έρωτα και, κυρίως, η υπαρξιακή ανάγκη για αγάπη. Ότι η αγάπη δεν ορίζεται ώστε να εφαρμοστεί σ’ ένα ασφαλές μέρος, δεν κατακτάται για πάντα, δεν αποστάζεται κατ’ ανάγκη από την ανάμνηση του έρωτα. Ότι η μαθητεία μας στη ζωή δεν τελειώνει.
Μια περίτεχνη, βαθιά συγκινητική ταινία για την αγάπη. Συνοδοιπορούμε με τους ήρωές της (εξαιρετικές οι εσωτερικές ερμηνείες του Μπακρί και της Αζαμπάλ), γινόμαστε μάρτυρες του ονειρικά ρεαλιστικού κόσμου που συνδημιουργούν όπου ανθίζει η αγάπη. Μέσα από τα βλέμματα, τις σιωπές, τη θέρμη της παρατήρησης των προσώπων, μας μεταδίδονται η ανάδυση του αληθινού Χαλίμ που δεν αρκείται πια στην ανταπόδοση και τον πόθο, η πληρότητα της Μίνα όπου θαρρείς ότι θέλει να ολοκληρώσει μια τελευταία κρίσιμη υπαρξιακή αποστολή, να συμβάλει στην ευτυχία, σε μια νέα ζωή των αγαπημένων της- σαν απόρροια, θα ’λεγες, της φυσικής γυναικείας δυνατότητας να φέρνει μια νέα ζωή στον κόσμο- η ένταξη του μοναχικού, ανεξάρτητου Γιουσέφ στη σχέση του ζευγαριού. Χωρίς δραματικές κορυφώσεις, ο τελετουργικά αργός ρυθμός της ταινίας συντονίζεται με το χρονικό τής αβίαστης ωρίμανσης των χαρακτήρων της, όταν έρθει η ώρα για τον καθένα- και για όλους μαζί, τη δυναμική της αλληλεπίδρασής τους που σαν ποτάμι προσπερνά φόβους, απογοητεύσεις, στερεότυπα κι εγωισμούς, με τα υποφωτισμένα πλάνα να δίνουν σταδιακά τη θέση τους σε περισσότερο φως, μια ατμόσφαιρα ψυχικής ανάτασης. Και, μ’ ένα αξέχαστο κλείσιμο, μια εμφατική, συγκινητική ολοκλήρωση της απελευθέρωσης κι επανάστασης ενάντια στο συντηρητικό περιβάλλον. “Μην φοβάσαι να αγαπήσεις, Χαλίμ”, του λέει η ετοιμοθάνατη Μίνα, στον παλιό εραστή, ιδανικό σύντροφο και παντοτινό αγαπημένο της καθώς τον προτρέπει να υπερβεί τον φόβο, τη φρικίασή του για την ουλή της, να χαϊδέψει αυτό το ανεξίτηλο σημάδι τής ανίατης ασθένειας της, σαν μια τελευταία και πρώτη χειρονομία της σύνδεσης που βαθαίνει ανάμεσά τους, της αγάπης που τους ενώνει πια.