tetartopress

«Το μυστικό μου λουλούδι» του Αλμοδόβαρ – Σε ανάμνηση της Μαρίζα Παρέδες, της μούσας του Αλμοδόβαρ


«Το μυστικό μου λουλούδι» (La flor de mi secreto / The flower of my secret).
Σκηνοθεσία: Πέδρο Αλμοδόβαρ.
Πρωταγωνιστούν: Μαρίζα Παρέδες, Ρόσι ντε Πάλμα, Χουάν Ετσανόβε, Καρμ Ελίας, Τσους Λαμπρεάβε.
Ισπανία, 1995.

«Προσπαθώ να γράψω ροζ μυθιστορήματα αλλά μου βγαίνουν μαύρα», δηλώνει η Λίο στην εργοδότριά της που την έχει απειλήσει με διακοπή συμβολαίου: το συγγραφικό της ύφος της έχει γίνει διαφορετικό από εκείνο που έχει αγαπήσει το κοινό.
«Ο κόσμος διαβάζει μυθιστορήματα για να ξεχνά την αθλιότητα που ζει, να ονειρευτεί ακόμα κι αν είναι ψέμα. Ποιος θα ονειρευτεί ανθρώπους που ζουν σε τρώγλη σαν ζωντανοί νεκροί; Ποιος θα ταυτιστεί με πρωταγωνιστή που δουλεύει σε νοσοκομεία αδειάζοντας πάπιες, με ναρκομανή μητέρα κι ομοφυλόφιλο γιο που του αρέσουν οι μαύροι; Τρελάθηκες;».
«Ίσως αλλά έτσι είναι η πραγματικότητα».
«Η πραγματικότητα! Όλοι έχουμε αρκετή στα σπίτια μας! Η πραγματικότητα είναι για τις εφημερίδες και την τηλεόραση. Δες το αποτέλεσμα. Με τόση πραγματικότητα η χώρα είναι έτοιμη να εκραγεί. Η πραγματικότητα θα έπρεπε να απαγορευτεί».

«Ανυπεράσπιστος από την παράνοια που παραμόνευε»: αυτήν τη φράση από ένα βιβλίο δακτυλογραφεί τρεις φορές η Λίο που εδώ και 20 χρόνια γράφει με το ψευδώνυμο Αμάντα Γκρις. Τι, άραγε, της εξασφαλίζει η απόκρυψη της πραγματικής ταυτότητας; Καλλιεργούσε έναν μύθο μεγαλύτερο από τη ζωή της, ζούσε παράλληλα μια άλλη, φανταστική ζωή ξεχνώντας τη δική της πραγματικότητα, προστάτευε την ιδιωτικότητά της ή ένιωθε ανομολόγητη ντροπή για ό,τι έγραφε που πια την κατακλύζει; Γι’ αυτό, άραγε, έγραψε μια σκληρή κριτική για το έργο της Γκρις, δηλαδή για το δικό της έργο, και μάλιστα με άλλο ψευδώνυμο; Αυτή η ανάγκη καταφυγής σε πολλαπλές ταυτότητες κατευνάζει τον φόβο να ανακαλύψει τη δική της, αισθάνεται πιο αληθινή υποδυόμενη μια άλλη, δεν θέλει να είναι ούτε η Λίο που γράφει ως Αμάντα ούτε όμως η Αμάντα που η Λίο έχει επιλέξει ως δημόσια εικόνα της; Καθώς η Λίο κατατρώγεται από τον φόβο της απόρριψης και τον φόβο αυτού του φόβου αναδιπλασιάζοντάς τον, εξαρτάται από την αποδοχή των άλλων και, τελικά, αυτή η εξάρτηση βαθαίνει μέσα της. Και περιδινούμενη σε μια υπαρξιακή κρίση, «στην παράνοια που παραμόνευε», αναζητά απεγνωσμένα την επικοινωνία με τον δικό της ξεχασμένο εαυτό. Η ερμηνεία της Μαρίσα Παρέδες είναι εξαιρετική, ναρκισσίστρια, ματαιόδοξη, τα ελεκτρίκ χρωματικά ρούχα της υποβάλλουν μια εξωστρεφή, έντονη προσωπικότητα που καθιστά αθέατους τους φόβους της στους άλλους- και περισσότερο από την ομορφιά της, είναι αξέχαστη για την αγέρωχη θηλυκότητά της, για το βλέμμα που μεταδίδει δίψα για πάθος και έρωτα, έκκληση για ειλικρίνεια και μια ανάγκη για μοίρασμα της ευθραυστότητας που πάντα μας φοβίζει και, ταυτόχρονα, μας αφυπνίζει.


Πολλοί καλλιτέχνες τροφοδοτούνται από τον πόνο της έλλειψης αγάπης, από τον φόβο της εγκατάλειψης και της μοναξιάς. Και, όπως, πολλοί άνθρωποι, αισθάνονται μια ασφάλεια απορρίπτοντας οι ίδιοι τον εαυτό τους πριν απορριφθούν από τους άλλους. Πώς, άραγε, αποκτά ζωτική σημασία η αποδοχή από τον άλλον, πώς το βλέμμα του άλλου γίνεται καθοριστικό για τη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας; Η Λίο βιώνει τα δράματά της και, ταυτόχρονα, τα παρατηρεί σαν μια άλλη, ως Αμάντα, ανανεώνοντας το μυθιστορηματικό της υλικό. Είναι χαρακτηριστική η πολυδιάστατη ψυχολογικά σκηνή του τσακωμού με τον σύζυγό της: μέσα στον πόνο της για την καταναγκαστική αποδοχή του τέλους για τον γάμο τους, επιπλέον πασχίζει να αποτρέψει τη διάρρηξη της φανταστικής της ζωής από την πραγματικότητα- ενώ, ταυτόχρονα, εμπλουτίζει τη συγγραφική της έμπνευση τρέφοντας την αδηφάγα Αμάντα από τον πόνο της Λίο. «Είμαι ερωτευμένη με το πρόσωπο με το οποίο νομίζω ότι είμαι ερωτευμένη», θα απαντήσει στον Άνχελ, επίδοξο εραστή και σύντροφό της, αναφερόμενη στον σύζυγό της. Η Λίο μυθοποιεί τον γάμο επειδή φοβάται την εγκατάλειψη και τη μοναξιά, έχοντας ακούσει από μικρή τόσες φορές τη μητέρα της να λέει  ότι μια γυναίκα που χάνει τον άντρα της «είναι σαν  αγελάδες χωρίς κουδούνα, χαμένες χωρίς κατεύθυνση». Με την επίγνωση που κατακτά η Λίο, η γυναικεία ψυχοσύνθεση απεικονίζεται περίπλοκη, πολυσύνθετη, φοβισμένη αλλά τελικά δυνατή να τολμήσει, ετεροκαθορισμένη αγωνιώντας να αυτοκαθοριστεί, οργισμένη κι έτοιμη να συγχωρέσει…

… αντίθετα με τους αντρικούς χαρακτήρες της ταινίας για τους οποίους ο έρωτας- ή η επιθυμία να αισθάνονται ερωτευμένοι που ταυτίζουν με τον έρωτα- είναι μια μονοδιάστατη κατάσταση, χωρίς ερωτηματικά κι αμφιβολίες, που φεύγουν από έναν γάμο χωρίς πολλές σκέψεις, φοβούνται να αντιμετωπίσουν παράπονα και κατηγορίες, έχουν εξωσυζυγικές σχέσεις χωρίς να προβληματίζονται για την κρυφή διπλή ζωή τους: όλα αυτά, όμως, μεταδίδονται με μια παιδικής φύσης αντρική ανήλικη ανευθυνότητα, με υποδόρια ειρωνικό χιούμορ παρά τον πόνο που προκαλούν. Ο σύζυγος, στρατιωτικός που υπηρετεί στη Βοσνία (σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο εκείνη την εποχή), πανέτοιμος να πράξει το καθήκον του (όπως οριζόταν από τα δυτικά συμφέροντα, βέβαια) και να σώσει τον κόσμο αλλά δεν αγωνίζεται στη μάχη της διάσωσης του γάμου τους- σύμβολο εκείνων των αντρών που διακηρύσσουν μεγάλες ιδέες αλλά είναι φοβισμένοι να ανοιχτούν στις σχέσεις τους- ο Άνχελ που αποδέχεται σχεδόν ευτυχισμένα τον ρόλο του σωτήρα της Λίο καταθέτοντας τόσο αβίαστα- ή αβασάνιστα- τον έρωτά του, ο νεαρός Αντόνιο που πιστεύει ότι προσφέροντας ερωτικά το σώμα του σε μια γυναίκα, θα εξιλεωθεί για μια απάτη που διέπραξε σε βάρος της.

Η ταινία θεωρείται ότι σηματοδοτεί την έναρξη της περιόδου ωριμότητας του Αλμοδόβαρ. Όπως με την απρόσμενη αλλαγή της ηρωίδας του, ο Ισπανός δημιουργός αιφνιδίασε μ’ αυτήν τη χαμηλότονη ταινία, χωρίς σεξουαλικής φύσης εντάσεις, με στοχαστικότητα στα θέματα της δημιουργίας και της κατακτημένης επιτυχίας που ύπουλα στραγγίζει τον καλλιτέχνη, την τρυφερή ματιά στην ψυχοσύνθεση της Λίο και των υπολοίπων γυναικών (νοσταλγικότητα και θέρμη διαχέονται στη σκηνή του χωριού όπου οι γυναίκες κάθονται έξω από τα σπίτια και πλέκουν, μιλάνε, τραγουδούν, περνάνε την ώρα νιώθοντας εγγύτητα μεταξύ τους, εκεί όπου η Λίο ανασυγκροτείται ερχόμενη σε επαφή με τον παιδικό της κόσμο και τον δικό της εαυτό), ιδιαίτερα στην ψυχοσύνθεση της αδελφής και της μητέρας της Λίο σε μια ξεκαρδιστική σχέση με βιτριολικούς διαλόγους (απολαυστική η στεγνή ερμηνεία της αγέλαστης Τσ.Λαμπρεάβε ως μητέρα που ο χαρακτήρας της, όπως κι ο ρόλος της αδελφής, περιέχουν βιωματικά στοιχεία του σκηνοθέτη). Και, σταθερά στο Αλμοδοβαρικό σύμπαν, σημαντική θέση κατέχει η συντροφικότητα μεταξύ των γυναικών που υπερβαίνει εγωισμούς, προδοσίες και διαψεύσεις. Τα ανθρώπινα πάθη μεταδίδονται μέσα από τη σκιαγράφηση όλων των χαρακτήρων σαν υπάρξεις που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα με συναισθήματα, επιθυμίες, εξιδανικεύσεις κι αποκρύψεις, τόσο από τούς άλλους όσο και τον ίδιο τους τον εαυτό. Και, όσο κι αν θέλαμε έναν τόνο μεγαλύτερη σκοτεινιά και βαθύτερο σπαραγμό καθώς και μεγαλύτερη ανάπτυξη του χαρακτήρα της Λίο στον εσωτερικό της διχασμό, μέσα μας υπερισχύει μια συγκίνηση που αναδύεται σαν λουλούδι που ανθίζει αδιόρατα, μυστικά.

 
 

ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

 
 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

 
Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Σοφία Αυγερινού «Άγνωστες λέξεις»

Οι τακτικές επισκέψεις της αφηγήτριας στο σπίτι των τυφλών συγγενών της μετατρέπονται σε εναγώνιες προσπάθειες να σώσει τον γιο τους ...
«Με τη καρδιά στο χέρι» - Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

«Με τη καρδιά στο χέρι» – Το πρώτο single από τον επερχόμενο νέο δίσκο του Γιάννη Βεσλεμέ «Η Εκδρομή»

Ο Γιάννης Βεσλεμές επιστρέφει στις 14 Φλεβάρη  με καινούριο δίσκο στη Veego Records. «Η Εκδρομή» εξιστορεί σε 10 τραγούδια – ...
Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Τιφέν Ριβιέρ «Η Διάκριση»

Ένας καθηγητής κοινωνιολογίας προσπαθεί να εξηγήσει στους μαθητές του λυκείου του τις βασικές έννοιες της Διάκρισης του Πιερ Μπουρντιέ, οδηγώντας τους να ...
Naxatras - Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

Naxatras – Νέο single & ανακοίνωση κυκλοφορίας νέου άλμπουμ

To psychedelic rock συγκρότημα Naxatras ανακοίνωσε την κυκλοφορία του πέμπτου στούντιο άλμπουμ τους, V, που θα κυκλοφορήσει στις 28 Φεβρουαρίου ...

Σχετικά με τον αρθρογράφο:

Έχει γράψει 229 Άρθρα

Εκείνες τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες των φοιτητικών χρόνων στην δεκαετία του '80, η ανάγκη για τη διαμόρφωση μιας προσωπικής ταυτότητας, να ξέρεις τουλάχιστον ποιος δεν είσαι, βρήκε καταφύγιο στην κινηματογραφοφιλία, στα διαβάσματα των κριτικών για ταινίες και στις συζητήσεις γύρω απ' αυτές. Με τα χρόνια, μετά από ναρκισσισμούς κι επιδείξεις, αυτό που μένει στο τέλος είναι το να είσαι επιτέλους ανοιχτός στο να μαθαίνεις διαρκώς τι σ' αρέσει, τι δεν σ' αρέσει, τι παύει να σ' αρέσει και τι αρχίζει να σ' αρέσει. Έτσι, ταυτόχρονα, είναι δυνατό επιτέλους, να μπορείς να δεχθείς τι αρέσει και τι δεν αρέσει και στον άλλον. Ο κινηματογράφος είναι σαν ένα δεύτερο σπίτι που μπορεί να χωράει όλο και πιο πολλούς. | [email protected]

RELATED ARTICLES

Back to Top