Το όνομά της, Ελισάβετ
Το όνομά της το ίδιο φινετσάτο και γλυκό όπως εκείνη. Την λένε Ελισάβετ.
Μία γοητευτική κυρία που έχει επιλέξει να περάσει την υπόλοιπη Ζωή της καθισμένη στο παράθυρο του απομονωμένου σπιτιού της, το οποίο βρίσκεται λίγο πιο έξω από τα υπόλοιπα σπίτια του χωριού. Το αγόρασε πριν από μερικά χρόνια όταν θέλησε να φύγει από την Αθήνα και να ζήσει στην επαρχία. Τον άντρα της, τον έλεγαν Ορέστη. Ναυτικός στο επάγγελμα αλλά δυστυχώς τον έχασε νωρίς από την «παλιαρρώστια».
Advertisement
Ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του που αποφάσισε από τότε να μην ξαναυπάρξει ποτέ στη Ζωή της άλλος άντρας και να ζήσει με τη θύμησή του και με την εμμονική ιδέα ότι κάποτε θα δει από το παράθυρο της τη σκιά του να ξεπροβάλει από το βάθος του δρόμου, με το αγέρωχο και κιμπαρίσιο περπάτημα του.
Λένε ότι κάθε χωριό έχει τον τρελό του αν και εγώ νομίζω ότι κάθε τρελός απλά δεν θέλει να έχει κανένα χωριό. Στην προκειμένη περίπτωση για τους υπόλοιπους συγχωριανούς ο τρελός, ή μάλλον η τρελή είναι η Ελισάβετ. Ξέρεις γιατί; Η μοναδική «τρέλα» που της αποδίδουν είναι το γεγονός ότι εδώ και χρόνια δεν μιλάει σε κανένα παρά μόνο στα παιδιά. Η αυλή της είναι σαν μια τεράστια παιδική χαρά, με μια μεγάλη αιώρα στο κέντρο, γεμάτη επιτραπέζια παιχνίδια και ένα κουκλοθέατρο στην άκρη με κούκλες από πηλό που έχει φτιάξει η ίδια. Τα παιδιά μετά από το σχολείο μαζεύονται εκεί και περνούν αμέτρητες ώρες, παίζοντας και ακούγοντας τις ιστορίες της. Όλα μου τα χρόνια στο Δημοτικό τα πέρασα περισσότερο στην αυλή της παρά στην δική μου.
Advertisement
Την αγαπώ τόσο πολύ αυτήν, τις ιστορίες και τα εντυπωσιακά σικάτα φορέματά της.
Πάντα μου έλεγε το εξής: «Εσύ παιδί μου είσαι βροχή και αέρας μαζί…», πόσο λάτρευα να το ακούω αυτό. Επίσης, μια αγαπημένη μου διαφυγή είναι η φωτογραφία. Με γοητεύει να απαθανατίζω ζωντανές εικόνες, στιγμές και πρόσωπα. Έχω μια παλιά αναλογική φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε κάποτε η Ελισάβετ. Ένα απόγευμα βρισκόμουν σπίτι της και μου έδειχνε φωτογραφίες από τη νιότη της, ξεφυλλίζοντας με θρησκευτική ευλάβεια τα άλμπουμ που έχει φυλαγμένα σε ένα ξύλινο παλιό μπαούλο.
Στιγμές, πρόσωπα, βλέμματα… Θυμάμαι ότι γοητεύτηκα τόσο πολύ όχι μόνο με τις ίδιες τις φωτογραφίες αλλά και με την αναλλοίωτη αξία τους στον χρόνο. Η Ελισάβετ, λοιπόν, μου είπε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: Αφού σου αρέσουν οι φωτογραφίες στην κάνω δώρο αλλά με έναν όρο. Θα μάθεις τι σημαίνει ακριβώς η λέξη «απαθανατίζω».
Advertisement
Όταν αγαπάμε κάτι πραγματικά, συνηθίζουμε να το ντύνουμε με λέξεις που οφείλουμε πάνω από όλα να γνωρίζουμε τη σημασία τους. Εκείνη τη μέρα γύρισα σπίτι κρατώντας σφιχτά στα χέρια μου το δώρο της και έψαξα στο λεξικό την ακριβή σημασία της λέξης. Το ρήμα απαθανατίζω λοιπόν το βρίσκεις ως εξής: χαρίζω σε κάποιον ή σε κάτι την αθανασία, απεικονίζοντας τη μορφή του σε ένα έργο τέχνης. Λογοτεχνικό ή εικαστικό.
Σε λίγο θα πάω να τη συναντήσω γιατί τις προάλλες πέρασε έξω από την αυλή και την είδα από το παράθυρο να κοντοστέκεται για λίγο και να κοιτάει προς τα εδώ. Έχω καιρό να πάω να τη δω και μάλλον με έψαχνε. Θα μου φτιάξει ζεστό χαμομήλι και θα αρχίσει να μου εξιστορεί για άλλη μια φορά τα παιδικά της χρόνια, που τα πέρασε στο κέντρο της Αθήνας στο παλαιό κλασσικό κτήριο της οδού Μακρυγιάννη. Για τον κυρ Νικόλα με την λατέρνα στημένο σε ένα πλακόστρωτο κοντά στο σπίτι της, την Μαρούσω με το καυτό σαλέπι, για την κλασσική μουσική που αγαπούσε η μαμά της και για τον θυελλώδη έρωτα της με τον Ορέστη. Έχω ακούσει αυτή την ιστορία αμέτρητες φορές και κάθε φορά φαντάζομαι ότι είναι η πρώτη. Σαν μια ταινία αγαπημένη που θα ήθελες να μην είχες δει ποτέ και προσπαθείς να πιάνεσαι κάθε φορά από κάτι καινούργιο ώστε να αναπαράγεις συνεχώς το αρχικό, πρωτόγνωρο συναίσθημα.
Θα καταλήξει να πίνει κονιάκ, να μου διαβάζει ποιήματα της και να αναπολεί τον παλιό αγαπημένο της κινηματογράφο: Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Φεντερίκο Φελίνι, Κατρίν Ντενέβ, Βανέσα Ρεντγκρέιβ… Κάθε στιγμή μαζί της, ένας μπαξές ποιότητας και γλυκιάς νοσταλγίας. Κάθε της βλέμμα και μια βαθιά στοχαστική χαρακιά. Ένα ταξίδι σε εποχές που οι άνθρωποι είχαν χρόνο να μοιράζονται και να αγαπούν. Σε εποχές που η παιδική αθωότητα έμενε ξεσκέπαστη από το αίσχος της ενήλικης ορθότητας. Ανεξέλεγκτη και γοητευτική.
Έφτασα σπίτι της. Εκείνη στη θέση της, όπως πάντα στη βεράντα, βαμμένη και καλοντυμένη και στο πικ απ παίζει και πάλι το ίδιο αγαπημένο της τραγούδι που ξεκινάει κάπως έτσι:
«Ακόμα κι αν φύγεις, για τον γύρο του κόσμου
θα σαι πάντα δικός μου, θα ’μαστε πάντα μαζί»
Advertisement
Advertisement